Μάχη του Εσκί Σεχίρ | |||
---|---|---|---|
Μικρασιατική εκστρατεία | |||
Ελληνικό ιππικό στο Εσκισεχίρ | |||
Χρονολογία | 8-9 Ιουλίου 1921 | ||
Τόπος | Αφιόν Καραχισάρ–Kütahya–Εσκί Σεχίρ | ||
Έκβαση | Ελληνική νίκη. Στρατηγική ελληνική αποτυχία
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Απολογισμός | |||
|
Η μάχη του Εσκί Σεχίρ έλαβε χώρα την 8η-9η Ιουλίου 1921 κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού στρατού.
Η νίκη των Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πόλης και την απώθηση των τουρκικών δυνάμεων πέραν της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ.
Το Εσκί Σεχίρ (βυζαντινή ονομασία Δορύλαιον) ήταν σπουδαίος στρατηγικός και συγκοινωνιακός κόμβος στο κέντρο της Ανατολίας. Από εκεί περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε την Κωνσταντινούπολη με τη Βαγδάτη και επιπλέον ήταν σημαντικότατη βάση ανεφοδιασμού του κεμαλικού στρατού. Ο ελληνικός στρατός, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, είχε προσπαθήσει να καταλάβει το Εσκί Σεχίρ δύο φορές, τον Δεκέμβριο του 1920 και τον Μάρτιο του 1921, αλλά απέτυχε.[8] Κατά την επίθεσή του τον Μάρτιο του 1921 μετά τη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ είχε καταλάβει για λίγες μέρες το Αφιόν Καραχισάρ, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις βάσεις εξόρμησής του.
Στις 2 Ιουλίου 1921, αφού είχε προηγηθεί εντατική προπαρασκευή, η Στρατιά Μικράς Ασίας με διοικητή τον αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα, και με κέντρα εξόρμησης το Ουσάκ και την Προύσα, επιτέθηκε με τρία σώματα στρατού (Α, Β και Γ) κατά της Κιουτάχειας, την οποία υπεράσπιζε ο κεμαλικός στρατός, με διοικητή τον πασά Ισμέτ Ινονού. Το σχέδιο του ΕΣ προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση κατά της Κιουτάχειας και κυκλωτικό ελιγμό από βορά και νότο στην ευρύτερη περιοχή (κίνηση τανάλιας) με σκοπό να εγκλωβίσει και να αιχμαλωτίσει τον κεμαλικό στρατό.[9]
Το τουρκικό γενικό επιτελείο με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Μουσταφά Κεμάλ αντελήφθη εγκαίρως το ελληνικό σχέδιο και έδωσε εντολή στον διοικητή του δυτικού μετώπου Ισμέτ Ινονού να αποσυρθεί ο τουρκικός στρατός ανατολικά της Κιουτάχειας. Έτσι στις 4 Ιουλίου ο ελληνικός στρατός, μετά από τη Μάχη της Κιουτάχειας κατέλαβε την πόλη αυτή, αλλά όταν ο κυκλωτικός ελιγμός πραγματοποιήθηκε ο τουρκικός στρατός είχε διαφύγει ανατολικά και εγκατασταθεί στη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ.[10]
Ο ελληνικός στρατός, μετά την κατάληψη της Κιουτάχειας, συνέχισε την επίθεσή του σε δύο κατευθύνσεις με στόχο την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και πιο νότια του Αφιόν Καραχισάρ. Έτσι την 7η Ιουλίου ο ελληνικός στρατός είχε εγκατασταθεί πλησίον της γραμμής Εσκί Σεχίρ - Σεϊντή Γαζί - Αφιόν Καραχισάρ, ενώ ο τουρκικός στρατός συνέχισε την υποχώρησή του. Στον τομέα του Εσκί Σεχίρ - Σεϊντή Γαζί βρίσκονταν το πρωί της 8ης Ιουλίου τρεις ελληνικές μεραρχίες (1η, 7η, 10η) και η Ταξιαρχία Ιππικού. Νοτιότερα και μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ βρισκόταν άλλες τέσσερις ελληνικές μεραρχίες (2η, 5η, 12η, 13η).[11]
Ωστόσο, ο Ισμέτ Ινονού για να φθείρει τον εχθρό και να κερδίσει χρόνο για την υποχώρησή του και τη μεταφορά πολύτιμου στρατιωτικού και σιδηροδρομικού υλικού στην Άγκυρα αποφάσισε να επιχειρήσει αναστροφή και γενική αντεπίθεση με στόχο τις ελληνικές θέσεις ανατολικά του Εσκί Σεχίρ.[11]
Έτσι την 7η Ιουλίου με τη συγκατάθεση του Κεμάλ που είχε επισκεφθεί το μέτωπο την 6η Ιουλίου, εξέδωσε διαταγή παράταξης του τουρκικού στρατού στη γραμμή Μποζ Νταγ - Σαρρή Μπαμπά - Σεϊντή Γαζί με σκοπό την αντεπίθεση, προσδοκώντας τον αιφνιδιασμό του ελληνικού στρατού και την ανατροπή του. Το ελληνικό Επιτελείο δεν προέβλεψε αυτήν την επιθετική αναστροφή των Τούρκων. Έτσι ξεκίνησε τα χαράματα της 8ης Ιουλίου η μάχη του Εσκή Σεχίρ, η οποία διαδραματίσθηκε σε ανοιχτό πεδίο και με συμμετοχή όλων των δυνάμεων των αντιπάλων. Ο ελληνικός στρατός αιφνιδιάστηκε από την τουρκική αναστροφή και επίθεση και διάφορες μονάδες του κλονίστηκαν και υποχώρησαν. Η διοίκηση της Στρατιάς παραμένοντας μακριά από το μέτωπο δεν ανέλαβε τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, αλλά την πρωτοβουλία πήραν οι Έλληνες μέραρχοι που συνεργάστηκαν υποδειγματικά μεταξύ τους και ανέστρεψαν την κατάσταση. Η μάχη του Εσκί Σεχίρ διήρκεσε από τις 4 το πρωί μέχρι τη νύχτα και η τουρκική επίθεση αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. Ο ελληνικός στρατός αντεπιτέθηκε καταλαμβάνοντας την επόμενη μέρα, 9η Ιουλίου, την πόλη, ενώ ο τουρκικός στρατός οπισθοχώρησε πέραν της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Σεϊντή Γαζή.[11]
Όμως οι Έλληνες αδράνησαν αδικαιολόγητα μη καταδιώκοντας συστηματικά τις κεμαλικές δυνάμεις, οι οποίες υποχώρησαν ανενόχλητες, και αρκέστηκε στην κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και νοτιότερα του Αφιόν Καραχισάρ. Υπεύθυνος της αδράνειας αυτής και μη συστηματικής καταδίωξης του τουρκικού στρατού θεωρήθηκε ο διοικητής του Β' Σώματος Στρατού Αριστοτέλης Βλαχόπουλος, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον πρίγκιπα Ανδρέα.[12]
Το σύνολο απωλειών των επιχειρήσεων Ιουνίου-Ιουλίου έφτασαν, για τους Έλληνες, τους 1.491 νεκρούς, 6.472 τραυματίες και 110 αγνοουμένους. Οι τουρκικές απώλειες ήταν μεγαλύτερες, αφού υπέστησαν επιπλέον και την απώλεια 4.000 αιχμαλώτων.[13]
Ο ελληνικός στρατός πανηγύρισε την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ. Όμως η νίκη του αυτή ήταν προβληματική, αφού ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού είχε υποχωρήσει ανενόχλητος και οχυρώθηκε ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού για να προστατεύσει την πρωτεύουσα των κεμαλιστών, Άγκυρα. Ένα μήνα αργότερα θα ξεκινούσε η εκστρατεία Σαγγαρίου-Αγκύρας, η πολύνεκρη Μάχη του Σαγγαρίου και η αποτυχία των Ελλήνων να καταλάβουν την Άγκυρα. Το Εσκί Σεχίρ παρέμεινε στην κατοχή του ελληνικού στρατού μέχρι τον Αύγουστο του 1922, όταν και ανακατάλαβε την πόλη ο τουρκικός στρατός.