Μάχη του Τσινγκτάο | |||
---|---|---|---|
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
Ιαπωνική λιθογραφία της μάχης | |||
Χρονολογία | Ναυτικές επιχειρήσεις: 17 Οκτωβρίου 1914-7 Νοεμβρίου 1914 Μάχη: 31 Οκτωβρίου 1914- | ||
Τόπος | Τσινγκτάο, Κίνα | ||
Έκβαση | Νίκη της Αντάντ | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη του Τσινγκτάο ήταν η επίθεση ιαπωνικών και βρετανικών στρατευμάτων στο γερμανικό λιμάνι του Τσινγκτάο (Κινγκτάο) στην Κίνα. Διήρκεσε από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι τις 7 Νοεμβρίου 1914 με τη συμμετοχή της Ιαπωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Γερμανίας. Ήταν η πρώτη σύγκρουση ιαπωνικών και γερμανικών στρατευμάτων και η πρώτη αγγλο-ιαπωνική επιχείρηση κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, η Γερμανία συμμάχησε με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις για έναν ιμπεριαλιστικό αγώνα για αποικιακές κτήσεις. Όπως και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, οι Γερμανοί άρχισαν να εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας. Μετά τον θάνατο δύο Γερμανών ιεραποστόλων το 1897, η Κίνα αναγκάστηκε να παραδώσει το Κιαοτσόου και τις γύρω περιοχές στο Σαν-τούνγκ στη Γερμανία. Οι Γερμανοί, τότε, ξεκίνησαν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε όλη την περιοχή του Σαν-τούνγκ και έχτισαν την πόλη και το λιμάνι του Τσινγκτάο. Το λιμάνι έγινε η βάση της Γερμανικής Επιλαρχίας Ανατολικής Ασίας του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, που συμμετείχε σε γερμανικές επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Οι Βρετανοί θεώρησαν την παρουσία των Γερμανών ως απειλή προς τα συμφέροντά τους και μίσθωσαν το Ουέιχαϊ, επίσης στο Σαν-τούνγκ, ως ναυτικό λιμάνι και σταθμό ανεφοδιασμού, ενώ η Ρωσία και η Γαλλία μίσθωσαν τα λιμάνια Πορτ Άρθουρ (σήμερα Λούσουνκου) και Γκουάνγκζουάν αντίστοιχα. Οι Βρετανοί, επίσης, ήρθαν περισσότερο σε επαφή με τους Ιάπωνες.
Η ανάπτυξη της Ιαπωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η Ιαπωνία επίσης κατέλαβαν αποικιακές περιοχές στην ηπειρωτική χώρα της Ασίας. Οι διπλωματικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας γίνονταν ολοένα και πιο στενές και η Αγγλο-Ιαπωνική συμμαχία επισημοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1902. Αυτό θεωρήθηκε απαραίτητο και από τις δύο δυνάμεις, ειδικότερα, όμως, η Ιαπωνία το θεώρησε ως ένα επιπλέον βήμα προς την εδραίωσή της ως παγκόσμια δύναμη. Η Ιαπωνία επέδειξε την δυνατότητά της να γίνει εχθρός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας μετά τη νίκη της στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905). Η συμμαχία παρέμεινε σε ισχύ και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε σύντομα τη βοήθεια της Ιαπωνίας. Η ιαπωνική κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Οκούμα Σιγκενόμπου φοβήθηκε για κλιμάκωση της στρατιωτικής ισχύος, πράγμα που έπαιζε ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην Ιαπωνική πολιτική. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι η διατήρηση ισχυρών δεσμών με τους Βρετανούς θα βοηθούσε στον έλεγχο των στρατιωτικών θεμάτων. Ως αποτέλεσμα, προήλθε πίεση από το Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό, η δομή του οποίου έμοιαζε με εκείνη του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, καθώς και από τον Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Στρατό, ως επιθυμία για αύξηση της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τους όρους της Αγγλο-Ιαπωνικής συμμαχίας, η Ιαπωνία παρατάχθηκε στο πλευρό του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 15 Αυγούστου, η Ιαπωνία απέστειλε τελεσίγραφο στη Γερμανία, λέγοντας ότι η Γερμανία πρέπει να αποσύρει τα πολεμικά της πλοία από τα ιαπωνικά και κινέζικα ύδατα και να παραδώσουν το Τσινγκτάο στην Ιαπωνία. Την επόμενη μέρα, δόθηκε οδηγία στον γενικό στρατηγό Κάμιο Μιτσουόμι να ξεκινήσει τις προετοιμασίες για την επίθεση στο Τσινγκτάο. Όταν το τελεσίγραφο έληξε στις 23 Αυγούστου, η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.
Στο ξεκίνημα των εχθροπραξιών, οι μεγαλύτερες μονάδες της Γερμανικής Επιλαρχίας Ανατολικής Ασίας υπό τον έλεγχο του αντιναυάρχου Μαξιμίλιαν φον Σπέε διασκορπίστηκαν σε αποικίες του κεντρικού Ειρηνικού Ωκεανού για αποστολές ρουτίνας. Τα πλοία συναντήθηκαν Βόρειες Μαριάνες Νήσους για προμήθεια κάρβουνου και, εκτός από το πλοίο SMS Emden, το οποίο κατευθύνθηκε προς τον Ινδικό Ωκεανό, τα υπόλοιπα πλοία κατευθύνθηκαν προς τις δυτικές ακτές της Νοτίου Αμερικής. Εκεί, η επιλαρχία κατέστρεψε μία επιλαρχία του Βασιλικού Ναυτικού στη Μάχη του Κορονέλ προτού καταστραφεί στη Μάχη των Νήσων Φώκλαντ.
Η Εξέγερση των Μπόξερ οδήγησε την γερμανική διοίκηση στο Τσινγκτάο να λάβει υπ'όψιν της πιο σοβαρά την άμυνα του Τσινγκτάο. Το λιμάνι και η πόλη ήταν διαχωρισμένα από απότομους λόφους. Μία φυσική γραμμή άμυνας βρισκόταν ανάμεσα σε αυτούς τους λόφους από το Κάιζερστουλ μέχρι τα Υψίπεδα Λιτσούνερ. Η δεύτερη γραμμή άμυνας μήκους 17 χιλιομέτρων χτίστηκε κατά μήκος μιας πιο στενής σειράς απότομων λόφων. Η τελική γραμμή άμυνας χτίστηκε κατά μήκος λόφων που απείχαν 200 μέτρα πάνω από την πόλη. Εκεί χτίστηκε ένα δίκτυο χαρακωμάτων, πυροβολαρχιών και άλλων οχυρώσεων πριν τη μάχη.
Οι Γερμανοί έχτισαν, επίσης, αμυντικά συστήματα κατά μήκος της θάλασσας, τοποθετώντας νάρκες κοντά στο λιμάνι, ενώ χτίστηκαν και τέσσερις πυροβολαρχίες και πέντε πρόχειρα οχυρώματα.
Το Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό έστειλε πλοία που διοικούνταν από τον αντιναύαρχο Σαντακίτσι Κάτο, υψώνοντας τη σημαία στο προ-θωρηκτό πλοίο Suwo για να εμποδιστεί η ακτή του Κιαοτσόου που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών, επιχείρηση που ξεκίνησε από τις 27 Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια των ναυτικών επιχειρήσεων ανοιχτά του Τσινγκτάο, το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό παρέδωσε το προ-θωρηκτό HMS Triumph και το αντιτορπιλικό HMS Usk στο Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό. Τα βρετανικά πλοία ενσωματώθηκαν στην δεύτερη επιλαρχία με μερικά προβλήματα. Σύμφωνα με γερμανικό δελτίο τύπου, το Triumph καταστράφηκε από γερμανικές πυροβολαρχίες. Στον ιαπωνικό στόλο συμπεριλαμβάνονταν τα θωρηκτά Kawachi, Settsu, το καταδρομικό Kongō, Hiei και το αεροπλανοφόρο Wakamiya, από το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες επιθέσεις σε ξηρά και θάλασσα από αεροπλάνα που βρίσκονταν σε αυτό.
Η 18η Μεραρχία Πεζικού ήταν ο κυριότερος σχηματισμός του Ιαπωνικού Στρατού που συμμετείχε στις εκστρατείες, με την συμμετοχή περίπου 23.000 στρατιωτών και την υποστήριξη 142 πολυβόλων. Στις 2 Σεπτεμβρίου κατέφτασαν στο Λονγκού του Σαν-τούνγκ, το οποίο βίωνε ισχυρές πλημμύρες την εποχή εκείνη, ενώ στις 18 Σεπτεμβρίου κατέφτασαν στον Κόλπο του Λαοσάν, 29 χιλιόμετρα ανατολικά του Τσινγκτάο. Η Κίνα διαμαρτυρήθηκε για την παραβίαση της ουδετερότητάς της από τους Ιάπωνες, δεν προέβη, όμως, σε εμπλοκή στις επιχειρήσεις.
Η βρετανική κυβέρνηση και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ανησυχούσαν για τις προθέσεις των Ιαπώνων στην περιοχή και αποφάσισαν να στείλουν ένα μικρό συμβολικό τμήμα στρατού από το Τιεντσίν για να καθησυχάσουν τους φόβους τους. Το τμήμα στρατού, που αποτελούνταν από περίπου 1.500 μέλη, διοικούνταν από τον Ναθάνιελ Ουόλτερ Μπάρναρντιστον και αποτελούνταν από 1.000 στρατιώτες του 2ου Τάγματος, τους Ακρίτες της Νότιας Ουαλίας και 500 στρατιώτες του 36ου Συντάγματος Σιχ.
Οι Γερμανοί απάντησαν στην απειλή του Τσινγκτάο συγκεντρώνοντας όλα τα διαθέσιμα στρατεύματα της Ανατολικής Ασίας στην πόλη. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ έθεσε την άμυνα του Τσινγκτάο ως άμεσο στόχο, λέγοντας ότι: «...θα ντροπιαζόμουν περισσότερο αν παρέδιδα το Τσινγκτάο στους Ιάπωνες παρά το Βερολίνο στους Ρώσους».
Η γερμανική φρουρά, υπό τη διοίκηση του Άλφρεντ Μέγιερ-Βάλντεκ, αποτελούνταν από το 3ο Τάγμα Θαλάσσης, ναυτικό προσωπικό και στρατιώτες (Κινέζοι στρατιώτες από τις αποικίες και Αυστρο-ούγγροι ναύτες), οι οποίοι έφταναν τους 3.625 άνδρες. Διέθετε, επίσης, έναν μετριοπαθή αριθμό σκαφών, συμπεριλαμβανομένου του αντιτορπιλικό SMS S-90, τέσσερα κανονιοφόρα (Iltis, Jaguar, Tiger και Luchs) και το Αυστρο-Ουγγρικό προστατευόμενο καταδρομικό SMS Kaiserin Elisabeth.
Καθώς οι Ιάπωνες προσέγγιζαν τη θέση του, ο Γερμανός διοικητής απέσυρε τις δυνάμεις του από τις δύο εξωτερικές γραμμές και επικεντρώθηκε στην πιο εσωτερική γραμμή άμυνας που βρισκόταν πιο κοντά στην πόλη.
Το αυστρο-ουγγρικό καταδρομικό SMS Kaiserin Elisabeth βρισκόταν στο Τσινγκτάο κατά την έναρξη του πολέμου. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1914, η πρώτη μάχη στον αέρα και στην θάλασσα ταυτόχρονα έλαβε χώρα όταν ένα υδροπλάνο Farman που απογειώθηκε από το Wakamiya επιτέθηκε ανεπιτυχώς τα Kaiserin Elisabeth και Jaguar στον Κόλπο Κιαοζού με βόμβες. Νωρίτερα στην μάχη, το Kaiserin Elisabeth και το Jaguar εξόρμησαν έναντι ιαπωνικών πλοίων που μπλόκαραν το Τσινγκτάο. Αργότερα, τα όπλα διαμετρήματος 15 και 4,7 εκατοστών αφαιρέθηκαν από το καταδρομικό και μεταφέρθηκαν στην ακτή, όπου και δημιουργήθηκε η Πυροβολαρχία Ελίζαμπεθ. Το πλήρωμα συμμετείχε αργότερα στην άμυνα του Τσινγκτάο.
Στις 17 Οκτωβρίου 1914, το αντιτορπιλικό S-90 έφυγε από το λιμάνι και απελευθέρωσε μόλις μία τορπίλη, η οποία βύθισε το ιαπωνικό καταδρομικό Takachiho, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 271 άνθρωποι. Το S-90, όμως, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον αποκλεισμό του λιμανιού και αυτοβυθίστηκε εξαιτίας απώλειας καυσίμων.
Οι Ιάπωνες ξεκίνησαν να οχυρώνουν το οχυρό και την πόλη στις 31 Οκτωβρίου και ξεκίνησαν να κατασκευάζουν παράλληλες σειρές χαρακωμάτων, όπως έγινε και στην Μάχη του Πορτ Άρθουρ εννιά χρόνια νωρίτερα. Πολύ μεγάλα οβιδοβόλα των 11 ιντσών, μαζί με τους πυροβολισμούς ιαπωνικών ναυτικών όπλων, έφεραν την γερμανική άμυνα στο έλεος συνεχών βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τους Ιάπωνες να μεταφέρουν ολοένα και πιο κοντά τα χαρακώματά τους υπό την προστασία των όπλων τους. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν για επτά μέρες. Ενώ οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν βαριά πυρομαχικά για να επιτεθούν στις θέσεις των δυνάμεων της Αντάντ, τελικά τα πυρομαχικά τους τελείωσαν.
Οι Γερμανοί κατάφεραν να απογειώσουν ένα αεροσκάφος, το οποίο χειριζόταν ο υπολοχαγός Γκίντερ Πλίστσοβ (ένα αεροσκάφος το οποίο χειριζόταν ο υπολοχαγός Μιλερσκόφσκι καταρρίφθηκε). Ο Πλίστσοβ πέταξε από το Τσινγκτάο προς το Βερολίνο στις 6 Νοεμβρίου 1914, μεταφέροντας τις τελευταίες επιστολές του κυβερνήτη μέσα από διπλωματικά κανάλια. Τη νύχτα της 6ης Νοεμβρίου 1914, κύματα ιαπωνικού πεζικού επιτέθηκαν την τρίτη γραμμή άμυνας και συνέτριψαν τους αμυνόμενους. Το επόμενο πρωί, οι γερμανικές δυνάμεις, μαζί με τους Αυστρο-Ούγγρους συμμάχους τους, ζήτησαν την υπογραφή συμφωνίας.
Οι δυνάμεις της Αντάντ κατέλαβαν επισήμως την αποικία στις 16 Νοεμβρίου 1914.
Από τους Ιάπωνες, 236 σκοτώθηκαν και 1.282 τραυματίστηκαν. Από τους Βρετανούς, 12 σκοτώθηκαν και 53 τραυματίστηκαν ενώ, για τους Γερμανούς, 199 σκοτώθηκαν και 504 τραυματίστηκαν.
Μετά την ήττα τους, οι Γερμανοί παρακολούθησαν τους Ιάπωνες καθώς παρήλαυναν στο Τσινγκτάο, αλλά γύρισαν τις πλάτες τους όταν παρήλαυναν οι Βρετανοί. Οι Γερμανοί νεκροί θάφτηκαν στο Τσινγκτάο, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου στην Ιαπωνία. Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι έτυχαν φιλικής και γεμάτης σεβασμό υποδοχής στην Ιαπωνία. Η παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ιαπωνία διήρκεσε μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919 αλλά, λόγω τεχνικών ερωτημάτων, δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους μέχρι το 1920.