Ο μέγας δούκας ήταν ένα από τα υψηλότερα αξιώματα στην ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που δήλωνε τον αρχηγό του Βυζαντινού ναυτικού.
Η θέση του μεγάλου δουκός δημιουργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος αναδιοργάνωσε το παραμελημένο Βυζαντινό ναυτικό και ενοποίησε τα υπολείμματα των διαφόρων επαρχιακών στόλων σε μια ενιαία διοίκηση υπό τον «μέγα δούκα».[1] Ο γαμπρός του αυτοκράτορα, Ιωάννης Δούκας, θεωρείται από σύγχρονους ερευνητές ο πρώτος κάτοχος του τίτλου, τον οποίο απέκτησε το 1092, όταν του ανατέθηκε η καταπολέμηση του Τούρκου εμίρη της Σμύρνης Τζαχά. Σώζεται όμως και ένα έγγραφο του Δεκεμβρίου 1085, υπογραφόμενο από κάποιον μοναχό Νικήτα, ο οποίος ήταν επιστάτης των κτημάτων ενός μη κατονομαζόμενου μεγάλου δουκός.[2][3] Το αξίωμα του «δουκός του στόλου», το οποίο είχε παρόμοιες αρμοδιότητες και πιθανώς αποτέλεσε τον πρόδρομο του μεγάλου δουκός, επίσης αναφέρεται την ίδια περίοδο, απονεμόμενο στον Μανουήλ Βουτουμίτη περί το 1086 και στον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό το 1090.[1][4]
Ο Ιωάννης Δούκας, ο πρώτος γνωστός μέγας δουξ, διηύθυνε επιχειρήσεις τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, και επέβλεψε την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στο Αιγαίο, την Κρήτη και την Κύπρο τα έτη 1092-1093, και στη δυτική Μικρά Ασία το 1097.[5][6][7] Από την εποχή εκείνη ο μέγας δουξ έλαβε τον έλεγχο των επαρχιών της Ελλάδος, της Πελοποννήσου, και της Κρήτης, από όπου κατά βάση προέρχονταν τα πληρώματα και οι πόροι του στόλου.[8] Καθώς όμως ο μέγας δουξ ήταν ένας από τους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, και ασχολούνταν κυρίως με την κεντρική κυβέρνηση και στρατιωτικές επιχειρήσεις, στην πράξη η διοίκηση αυτών των επαρχιών αφέθηκε στα χέρια των διορισμένων πολιτικών κυβερνητών, των πραιτώρων, καθώς και σε τοπικούς ηγέτες.[9] Για σημαντικό μέρος του 12ο αιώνα, το αξίωμα μονοπωλήθηκε από την οικογένεια των Κοντοστεφάνων,[10] ένας εκ των οποίων, ο Ανδρόνικος Κοντοστέφανος, ήταν εκ των σημαντικότερων συνεργατών του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού.
Μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την ουσιαστική εξαφάνιση του βυζαντινού στόλου το αξίωμα διατηρήθηκε ως καθαρά τιμητικός τίτλος στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ονομάστηκε μέγας δούκας ως αντιβασιλεύς του Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη, προτού ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας.[11] Ο τίτλος επίσης διατηρήθηκε στη Λατινική Αυτοκρατορία, όπου, περί το 1207, ο Λατίνος αυτοκράτορας απένειμε τη Λήμνο και τον κληρονομικό τίτλο του megadux στον Βενετό (ή πιθανώς Ελληνοβενετό) Φιλόκαλο Ναβιγκαγιόζο ("imperiali privilegio Imperii Megaducha est effectus").[1][12] Οι απόγονοί του έφεραν τον τίτλο έως την ανάκτηση της Λήμνου από τους Παλαιολόγους το 1278.
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τους Βυζαντινούς, ο τίτλος ανέκτησε τη λειτουργία του ως αρχιναυάρχου, και παρέμεινε ένα υψηλό αξίωμα ως το τέλος του Βυζαντίου, με τον κάτοχό του έκτο στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα, μεταξύ του «πρωτοβεστιαρίου» και του «πρωτοστράτορος».[1][13] Για αυτό τον λόγο μερικές φορές απονεμήθηκε και σε μη Βυζαντινούς που εισήλθαν στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας, όπως ο Ιταλός Λικάριο, που ανέκτησε πολλά νησιά του Αιγαίου για τον Μιχαήλ Η΄,[14] και ο Ιταλογερμανός Ροζέ ντε Φλορ, αρχηγός της Καταλανικής Εταιρείας.[1]
Σύμφωνα με το έργο «Περὶ τῆς τάξεως τῶν τε ἀξιωμάτων καὶ ὀφφικίων» του Ψευδο-Κωδινού, ο μέγας δουξ έφερε ερυθρόχρυσο σκιάδιο με «κλαπωτά» κεντήματα, «ἄνευ ἀέρος» (είδος πέπλου), ή αλλιώς ένα θολόσχημο «σκαράνικον», επίσης σε ερυθρό και χρυσό χρώμα, διακοσμημένο με χρυσό σύρμα, και με ένα πορτραίτο του αυτοκράτορα όρθιου μπροστά και ένθρονου στην πίσω πλευρά. Ο μέγας δουξ επίσης έφερε πολυτελή μεταξωτό («βλάτιον») χιτώνα, το «καββάδιον», και είχε το δικαίωμα να επιλέξει ο ίδιος το ύφασμα «ἀπὸ τῶν συνήθων». Επιπλέον έφερε «δικανίκιον» με χρυσούς κόμπους και κονδύλους, περιβαλλόμενους από αργυρά σειρήτια.[15] Ο Ψευδο-Κωδινός επίσης αναφέρει ότι, ενώ τα υπόλοιπα πλοία του στόλου έφεραν «τὸ σύνηθες βασιλικὸν φλάμουλον ἤτοι σταυρὸν μετὰ πυρεκβόλων», η ναυαρχίδα του μεγάλου δουκός έφερε εικόνα του αυτοκράτορα έφιππου.[16] Υπό τις διαταγές του μεγάλου δουκός ευρίσκονταν κατά την Παλαιολόγεια περίοδο ο «μέγας δρουγγάριος του στόλου», ο «αμηράλιος», ο «πρωτοκόμης», κατώτεροι δρουγγάριοι, και κατώτεροι κόμητες.[16]
Η Σερβική Αυτοκρατορία, που ιδρύθηκε το 1346 από τον Στέφανο-Ούρο Δ΄ Δουσάν, υιοθέτησε αρκετούς βυζαντινούς τίτλους, μεταξύ των οποίων και αυτός του μεγάλου δουκός, που στα σερβικά αποδόθηκε ως «μέγας βοεβόδας» (veliki vojvoda), αν και χωρίς να σχετίζεται με ναυτικά θέματα. Μεταξύ των κατόχων του αξιώματος αυτού συγκαταλέγονταν μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας, όπως ο Ιωάννης Ούγκλεσης,[17] και ο Ιωάννης Λίβερος.[18]