Μίθρας | |
---|---|
Ο ταυροκτόνος Μίθρας, από ρωμαϊκό μαρμάρινο ανάγλυφο του 2ου ή 3ου αιώνα ΚΧ.(Μουσείο Λούβρου) | |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Επηρεάστηκε από | Mithra[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μίθρας ήταν ο κεντρικός θεός του μιθραϊσμού, μιας συγκρητικής ελληνιστικής και ρωμαϊκής μυστηριακής λατρείας η οποία αναπτύχθηκε στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ. Ο μιθραϊσμός ασκούταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Ο Μίθρας ήταν περσικός θεός του φωτός και της σοφίας και η προέλευσή του ανάγεται σε μια αρχαιότερη βεδική θεότητα. Στην Αβέστα, τα ιερά ζωροαστρικά συγγράμματα, ο Μίθρας παρουσιάζεται ως «ο αγαθοεργός» (γιαζάτα), «ο Σωτήρας», το πνεύμα του καλού[2], ο υπερασπιστής και φύλακας της άσα —της αλήθειας και της τάξης— και ο άρχοντας του κόσμου, στον οποίο «ο Αχούρα Μάζδα (Ωρομάσδης) ανέθεσε την εποπτεία του κόσμου»[3]. Θεωρούνταν ότι είχε σφάξει τον θεϊκό ή κοσμικό ταύρο, το αίμα του οποίου συντηρούσε όλα τα πλάσματα και παρείχε σωτηρία στους ανθρώπους. Επίσης, θεωρούταν μεσίτης μεταξύ του ουρανού και των ανθρώπων στη γη και εγγυητής των συμβολαίων[4].
Μετά από την κατάληψη της Ασσυρίας τον 7ο αιώνα π.Χ και της Βαβυλωνίας τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Μίθρας ταυτίστηκε με τον θεό του Ήλιου και η λατρεία του Ήλιου αποδιδόταν πλέον σε εκείνον. Πέρα από την Ανατολία, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας συνέβαλαν στη διάδοση της λατρείας του Μίθρα καθώς τον ταύτιζαν με τον αρχαϊκό ελληνικό θεό Ήλιο. Στη Ρώμη έφτασε γύρω στο 68 π.Χ από Κιλίκιους πειρατές που έφερε ως αιχμαλώτους ο Πομπήιος ο Μέγας[5]. Κατά την πρώιμη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επεκτάθηκε ταχύτατα σε όλη την Ιταλία και τις Ρωμαϊκές επαρχίες, και ταυτίστηκε με τον «Αήττητο Ήλιο» (Σολ Ινβίκτους, λατ. Sol Invictus).
Εκείνη την περίοδο, η δυναμική της λατρείας του ανταγωνιζόταν εκείνη του χριστιανισμού, αν και στην πραγματικότητα εμφάνιζε αρκετές ομοιότητες με τον Χριστιανισμό[6]. Ο φόνος του ταύρου (ταυροκτονία), ο οποίος αποτελεί συχνό θέμα στα μιθραϊκά μνημεία, αποτελούσε επίσημη θυσία στις λατρευτικές τελετές.