Το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, γνωστό -στην Ελλάδα κυρίως- και ως «Σκοπιανό» ή «Μακεδονικό ζήτημα», αφορά μία αντιπαράθεση, από το 1991, μεταξύ του ελληνικού κράτους και του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο αναφερόταν έως τον Φεβρουάριο του 2019 ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Το ζήτημα αφορά την οριστική εξεύρεση λύσης ως προς την ονομασία της ΠΓΔΜ και για τη χρήση ή μη του όρου Μακεδονία σε αυτή, καθώς και την καθολικότητα της χρήσης του τελικού ονόματος (χρήση σε εθνικό, διεθνές ή διμερές επίπεδο).
Η Ελλάδα ήταν αντίθετη στο πρώτο συνταγματικό όνομα του γειτονικού της κράτους που ήταν Δημοκρατία της Μακεδονίας (Republika Makedonija) και που υιοθετήθηκε επισήμως το 1991, κυρίως λόγω έλλειψης αποσαφήνισης μεταξύ αυτού του ονόματος και του όμορου ελληνικού γεωγραφικού διαμερίσματος της Μακεδονίας και των συσχετισμών του ονόματος με την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Επίσης αντιδρούσε έντονα για τη χρήση του όρου Μακεδόνες για τον προσδιορισμό της κύριας εθνότητας του κράτους, τους λεγόμενους Σλαβομακεδόνες, και του όρου μακεδονική για τον προσδιορισμό της επίσημης γλώσσας του, τη λεγόμενη σλαβομακεδονική. Οι διαπραγματεύσεις είχαν φτάσει στο μέγιστο βαθμό διεθνούς διαμεσολάβησης με πολλές προσπάθειες επίλυσης του θέματος, κυρίως μέσω του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Στις 12 Ιουνίου 2018, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων, υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών με σκοπό την επίλυση του ζητήματος. Και σύμφωνα με αυτή, η δεύτερη ονομάζεται Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και η Ελλάδα αναγνωρίζει την ιθαγένεια των πολιτών της χώρας αυτής ως Μακεδονική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και τη γλώσσα ως μακεδονική, στην οποία ωστόσο επισημαίνεται πως ανήκει στις νοτιοσλαβικες γλώσσες. Η συμφωνία κυρώθηκε από τα κοινοβούλια και των δύο χωρών και τέθηκε σε ισχύ στις 12 Φεβρουαρίου 2019, ενώ στη Βόρεια Μακεδονία πραγματοποιήθηκε και σχετικό δημοψήφισμα, το οποίο όμως δεν επικυρώθηκε αν και είχε θετικό ως προς τη συμφωνία αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχε η απαιτούμενη προσέλευση. Υπήρξαν έντονες διαδηλώσεις και συλλαλητήρια μετά και πριν τη συμφωνία και στις δύο χώρες με μερίδα πολιτών να αρνείται την αναγνώριση της και να τη χαρακτηρίζει ως παράνομη.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ είχαν συζητηθεί ως πιθανές λύσεις διάφορες σύνθετες ονομασίες που περιελάμβαναν τον όρο «Μακεδονία» μαζί με κάποιον γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό (Βόρεια, Άνω, Νέα κλπ).[1]
Η προσωρινή ονομασία πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η οποία στην αγγλική μεταφράζεται ως former Yugoslav Republic of Macedonia (FYROM), χρησιμοποιούνταν στις διακρατικές σχέσεις όπου εμπλέκονται κράτη που δεν αναγνωρίζουν το συνταγματικό όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας (Republic of Macedonia) και με αυτήν έγινε δεκτή στα Ηνωμένα Έθνη το 1993[2]. Οι περισσότερες χώρες στις διακρατικές τους σχέσεις -εκτός διεθνών οργανισμών- αναγνώριζαν το συνταγματικό όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως και το σκέτο Μακεδονία που έχει κυριαρχήσει στον καθημερινό λόγο εκτός Ελλάδας.[3] Ωστόσο, όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ, αλλά και ο ΟΗΕ ως οργανισμός, είχαν συμφωνήσει να αποδεχτούν οποιαδήποτε τελική απόφαση ληφθεί από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κρατών. Η αντιπαράθεση των δύο χωρών δεν είχε εμποδίσει τις μεταξύ τους στενές εμπορικές συναλλαγές και επενδύσεις, κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας, αλλά προκαλεί, ακόμα και μετά τη συμφωνία, έντονες συζητήσεις σε πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο και στις δύο πλευρές.
Μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, και πιο συγκεκριμένα το 1991, έτος ανεξαρτησίας της πΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) ξεκίνησε η πολιτική και διπλωματική διαμάχη με την Ελλάδα για τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» στο συνταγματικό όνομα της γείτονος.
Tov Απρίλιο του 1991 εκλέγεται η πρώτη μετακομμουνιστική πολυκομματική βουλή της πΓΔΜ και ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της νέας αυτής Δημοκρατίας, με την ψήφιση τροπολογιών ισχυουσών Συνταγματικών Διατάξεων, προς τη μετάβαση από καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας, σε καθεστώς δυτικού τύπου δημοκρατίας.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ορισμένα άρθρα του Συντάγματος σχετικά με τη μεταβολή συνόρων, και περί προστασίας σλαβομακεδονικών μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες είναι δείγματα αλυτρωτισμού. Όπως αναφέρει ο Έλληνας διπλωμάτης και ιστορικός Ευάγγελος Κωφός, «Στις 16 Δεκεμβρίου 1991, στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις Βρυξέλλες, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Αντώνης Σαμαράς προέταξε επιχειρήματα κατεξοχήν «πολιτικής ασφάλειας (...)» και όχι ταυτότητας όπως τη μη συγκεκριμένη μνεία στην ονομασία ή ταυτότητα του πληθυσμού ή μη ρητή αναφορά σε «προβλήματα για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα»[4]. Όπως αναφέρει ο Ε. Κωφός «το κεντρικό σημείο της απόφασης ήταν ότι η ονομασία του νέου κράτους δεν θα έπρεπε να συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις»[4].
Ακολούθησε συνάντηση στις 3 Ιανουαρίου 1992 όπου η ελληνική πλευρά έθεσε ευθέως θέμα αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας του νέου κράτους και η σλαβομακεδονική αντιπροσωπεία υπήρξε κατηγορηματικά αντίθετη αναφέροντας ωστόσο ότι «το μακεδονικό έθνος έχει τις δικές του παραδόσεις και το δικό του πολιτισμό που διαφέρει από τον ελληνικό (...) Παραδεχόμεθα ότι δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Δεν θέλουμε να σφετεριστούμε τις παραδόσεις της Ελλάδος»[4].
Με αφορμή την απόφαση των Βρυξελλών της 16ης Δεκεμβρίου, κεντρικό θέμα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα τέθηκε το θέμα της μακεδονικής ταυτότητας και η αλλαγή της ονομασίας του νέου κράτους με τον αποκλεισμό του όρου "Μακεδονία" όσο και των παραγώγων του από πληθώρα ΜΜΕ, ειδήμονες και μη, κορυφώνοντας τον ξεσηκωμό της ελληνικής γνώμης.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Φραντζής, «Το μακεδονικό έφερε στο προσκήνιο για άλλη μία φορά τον παλαιό τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτήθηκε η έννοια "έθνος" για την ελληνική κοινωνία. Η ισχυρή παρουσία πολιτιστικών χαρακτηριστικών σε βάρος της πολιτικής νοηματοδότησης που πήρε ο όρος "έθνος" τη δεκαετία του 1980 ανέδειξε πόσο ισχυρή παρέμενε η εθνική αφήγηση για την ελληνική κοινωνία αλλά και πώς ο εθνικός λόγος αναπροσδιορίστηκε τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα»[5].
Κορύφωση του ξεσηκωμού υπήρξε το εντυπωσιακό σε όγκο και παλμό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, τρεις μέρες πριν από τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στη Λισσαβώνα, στις 17 Φεβρουαρίου 1992[4]. Η ελληνική κοινή γνώμη υποστήριξε ότι η ονομασία Μακεδονία είναι αναμφίβολα ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και θεώρησε ότι η ιστορία της Μακεδονίας και ειδικά η συγκεκριμένη ονομασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ως πατρική ταυτότητα και κληρονομιά δε δύναται να παραχωρηθεί σε τρίτους.[6]
Στα μεγάλα συλλαλητήρια που γίνονται τότε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη παίρνει μέρος και η πρωτοεμφανιζόμενη νεοναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή που μόλις είχε προσδιορίσει τη νέα της ταυτότητα μέσω συνεδρίου. Μιλώντας στην εκπομπή του δημοσιογράφου Θέμου Αναστασιάδη, ο Γιώργος Γερμενής πρώην βουλευτής του κόμματος της Χρυσής Αυγής θυμάται πώς προσέγγισε το κόμμα: «Ήταν αρχές της δεκαετίας του '90, τότε που γίνονταν τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Ήταν τότε που κατέβαινε ο κόσμος κατά χιλιάδες στην Ομόνοια, τα σχολεία σταματάγανε να δουλεύουν (...) κατέβηκα και εγώ, έπεσα πάνω στο γκρουπ της Χρυσής Αυγής. Ήταν ωραίοι, πειθαρχημένοι, πήρα ένα φέιγ βολάν, το διάβασα, μου άρεσε. Μου άρεσε η αρχαία Ελλάδα, ο Μεγαλέξανδρος, όλα αυτά μου αρέσανε»[7].
Το Μακεδονικό όπως και άλλα "εθνικά θέματα" της δεκαετίας του 1990 (βλέπε υπόθεση Οτσαλάν) έφεραν στο προσκήνιο την αναβίωση του εθνικιστικού λόγου στην Ελλάδα και "νομιμοποίησαν" με τη σύμπραξη των ΜΜΕ το νέο «απολιτικό» ακροδεξιό ακροατήριο που δεν είχε μνήμες από την ελληνική παραδοσιακή Ακροδεξιά η οποία είχε απαξιωθεί σταδιακά από την ελληνική κοινή γνώμη μετά το 1975 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο[5].
Το 1992 η πΓΔΜ προχώρησε σχεδιάζοντας μια νέα προσωρινή σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας.[8]
Στις 13 Απριλίου 1992 η Ελλάδα λαμβάνει θέση για το θέμα της ονομασίας του κράτους της γείτονος με την απόφαση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν το πρόβλημα του ονόματος πήρε την πλήρη σαφή και ουσιαστική μορφή του και αποφασίστηκε να μην γίνει αποδεκτό κανένα όνομα που θα αναφέρεται στον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του.[8]
Στις 27 Ιουνίου του ιδίου έτους, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισαβόνας, η Ευρώπη δήλωσε την υποστήριξή της στις Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση της νέας αυτής Δημοκρατίας από την Ελλάδα και την τότε ΕΟΚ συνδέεται με τις εξής προϋποθέσεις:
Την 8 Απριλίου 1993,[10] αναγνωρίστηκε στα Ηνωμένη Έθνη (με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας (του ΟΗΕ) [11]) με την προσωρινή ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας. Η πΓΔΜ έχει επισήμως αποδεχθεί ότι το όνομα του κράτους αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων.
Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου.
Κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων το 1993 ο όρος Σλαβομακεδονία ή Σλαβική Μακεδονία προωθήθηκε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κίρο Γκλιγκόροφ και τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Την ίδια περίοδο ετέθησαν προς συζήτηση και άλλες συμβιβαστικές λύσεις, μεταξύ των οποίων η από τον Πρέσβυ ε. τ. Εμμανουήλ Γκίκα προταθείσα, σύνθετη ονομασία "Μακεδοσλαβία".[12][13][14][15]
Την 16 Φεβρουαρίου 1994 η Ελλάδα αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) της πΓΔΜ και τη διακοπή λειτουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων. [εκκρεμεί παραπομπή]
Αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Ελλάδας. [εκκρεμεί παραπομπή]
Την περίοδο αυτή διώχθησαν στην Ελλάδα ποινικά μέλη αριστερών και αντιεθνικιστικών οργανώσεων που διένειμαν υλικό που προπαγάνδιζε την αναγνώριση και τη συνεργασία της Ελλάδας με τη γειτονική χώρα.[16]
Η Αμερική εντείνει τις πιέσεις της για άρση του ελληνικού εμπάργκο και στις 4 Σεπτεμβρίου 1995 από τα Σκόπια ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, από την Αθήνα ο τότε πρέσβης Τόμας Μίλερ και από την Ουάσινγκτον ο τότε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπερνς, ανακοινώνουν ταυτόχρονα την επίτευξη συμφωνίας Ελλάδας – πΓΔΜ για απευθείας διάλογο υπό την αιγίδα του Σάιρους Βανς, με σκοπό την υπογραφή μιας «ενδιάμεσης» συμφωνίας. [εκκρεμεί παραπομπή]
Στις 13 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α., υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Παπούλια και τον τότε υπουργό Εξωτερικών της πΓΔΜ κ. Τσερβενκόφσκι και προβλέπει:[17][18]
Ενώ μέχρι να βρεθεί μόνιμη και τελική λύση συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται η προσωρινή ονομασία «πΓΔΜ» (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) με την οποία έγινε δεκτή και στον ΟΗΕ (στις 7/4/1993 με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας).
Στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣE αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την αγγλική ονομασία former Yugoslav Republic of Macedonia ή με τη συντομογραφία fYROM.[19]
Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) άρχισαν ξανά διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Το Παρόν, η Ακαδημία Αθηνών συζήτησε σε μία κλειστή συνεδρίαση το ζήτημα το 2004 και εισηγήθηκε στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη την αποδοχή της ονομασίας «Σλαβομακεδονία» και κατά δεύτερον την ονομασία «Νέα Μακεδονία» ως την «ολιγότερο επιβλαβή λύση».[20]
Τον Νοέμβριο του 2004 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».[21] Τον Απρίλιο του 2005 ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Πέτρος Μολυβιάτης, και ο ίδιος ο Καραμανλής έστειλαν έξι επιστολές σε Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους και στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, με τις οποίες πρότειναν την επίλυση του Μακεδονικού ονοματολογικού ζητήματος και την αποδοχή της ένταξης της χώρας στην ΕΕ με την υιοθέτηση μιας διπλής ονομασίας, χωρίς να γίνει κάποια αλλαγή του Συντάγματος της χώρας: η ονομασία "Δημοκρατία Μακεδονίας-Σκόπια" θα χρησιμοποιούταν από τον ΟΗΕ, τα κράτη του οποίου ενθαρρύνονταν απλώς να τη χρησιμοποιούν, ενώ το συνταγματικό όνομα "Δημοκρατία της Μακεδονίας" θα συνέχιζε να βρίσκεται σε χρήση στο εσωτερικό της χώρας.[21][22] Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους σε συνάντησή του με τον Αμερικανό πρέσβη, μη διαβλέποντας πιθανή την επίλυση του ζητήματος, ο Μολυβιάτης δήλωσε τη σημασία που είχε για την Ελλάδα η διατήρηση της προοπτικής ένταξης της στη διατήρηση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην ΕΕ, αλλά με την προσωρινή ονομασία της.[21]
Το 2007, όταν Υπουργός Εξωτερικών ήταν πλέον η Ντόρα Μπακογιάννη, η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση διεξαγωγής συνομιλιών για την επίλυση του ζητήματος στο τέλος του έτους μετά τις σχεδιαζόμενες εκλογές, αλλά η εθνικιστική προπαγάνδα της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, με τη μετονομασία του αεροδρομίου και την ανέγερση αγαλμάτων, που προκάλεσε την αντίδραση κυρίως ψηφοφόρων στη βόρεια Ελλάδα, ανέστειλε την έναρξή τους. Η Μπακογιάννη δήλωσε τη θέση της υπέρ της αναβολής ένταξης της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ για το 2009 στον αμερικανο πρεσβευτή, ο οποίος διαφώνησε.[21] Μία εβδομάδα πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2007 ο Καραμανλής εξήγγειλε ότι θα έθετε βέτο στην ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ αν δεν είχε επιλυθεί προηγουμένως το ζήτημα της ονομασίας της.[23] Στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης μετά τις εκλογές η Μπακογιάννη εξήγγειλε τη θέση της κυβέρνησης υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας. Σε συνάντηση με τον Αμερικανό πρεσβευτή τον Ιανουάριο του 2008 ο Καραμανλής δήλωσε ότι θα αποδεχόταν οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία με δεύτερο συνθετικό τη λέξη «Μακεδονία» ή την υιοθέτηση μιας διπλής ονομασίας, αν η σύνθετη ονομασία χρησιμοποιούνταν από τις ΗΠΑ και σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.[24] Το Μάρτιο η Μπακογιάννη διαμήνυσε στον αμερικανό πρεσβευτή την ανάγκη εύρεσης μιας οριστικής σύνθετης ονομασίας με πρώτο συνθετικό το "Άνω" ή το "Νέα" που θα ίσχυε έναντι όλων (erga omnes).[21] Σε συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων τον Απρίλιο του 2008 με τη θέση της κυβέρνησης Καραμανλή υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας συντάχθηκαν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα εκτός από το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό.[24]
Τον Απρίλιο του 2008 πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας η μεγαλύτερη στην ιστορία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η διεύρυνση της Συμμαχίας και, συνεπώς, η αίτηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας να ενταχθεί σε αυτήν. Παρά τις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στο επίσημο δείπνο εργασίας της πρώτης ημέρας της συνόδου, ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ από τη στιγμή που δεν έχει εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα του ονόματος. Επιπλέον, ο Έλληνας Πρωθυπουργός τόνισε ότι οποιαδήποτε λύση βρεθεί θα πρέπει να έχει την έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να είναι μόνιμη και όχι προσωρινή. Την ελληνική θέση στήριξε η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, Γερμανία και η Γαλλία. Μάλιστα ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είμαστε αλληλέγγυοι με τους Έλληνες, πιστεύουμε ότι πρέπει να βρεθεί λύση. Έχω Ουγγαρέζικες ρίζες, αλλά έχω και Ελληνικές και τις αποδέχομαι πλήρως». Την αντίθεσή τους στη στάση της Ελλάδας έδειξαν οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Σλοβενία, η Τσεχία, η Εσθονία και η Λιθουανία, ενώ οι υπόλοιπες χώρες κράτησαν ουδέτερη στάση.
Για το θέμα αυτό, ο εκπρόσωπος του τύπου του ΝΑΤΟ, Τζέιμς Απατουράι, δήλωσε: «Η Ελλάδα ξεκαθάρισε πως παρά το γεγονός ότι θα επιθυμούσε και η ίδια να δει το συντομότερο δυνατό την ΠΓΔΜ να εντάσσεται στο ΝΑΤΟ, δεν είναι δυνατόν να συναινέσει στο βαθμό που παραμένει ανεπίλυτο το ζήτημα της ονομασίας».[25] Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους εξέφρασε τη λύπη του για τη μη πρόσκληση της ΠΓΔΜ, εκφράζοντας παράλληλα την ευχή για γρήγορη λύση. Το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου ανέφερε ότι η ένταξη της ΠΓΔΜ εξαρτάται από την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας και ότι αυτό εύχονται (οι 26 ηγέτες) να γίνει σύντομα. Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γιαπ ντε Χοπ Σέφερ δήλωσε: «Συμφωνήσαμε ότι η πρόσκληση στη ΠΓΔΜ θα υπάρξει μόλις επιτευχθεί μία αμοιβαία αποδεκτή λύση για το ζήτημα της ονομασίας».[26]
Ακόμη, στο θετικό έργο της κυβέρνησής του στα εθνικά θέματα, και ιδιαίτερα στον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή, πιστώνεται η προβολή βέτο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι στη συμμετοχή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη Βορειοατλαντική συμμαχία, λόγω της μη επίλυσης του θέματος της ονομασίας. Με το βέτο αυτό εδραιώθηκε η κόκκινη γραμμή της Ελλάδας που διατυπώνεται σε μόνο μια ονομασία erga omnes (που να ισχύει έναντι πάντων στο εσωτερικό και εξωτερικό της ενδιαφερόμενης χώρας) και με κριτήριο τον γεωγραφικό προσδιορισμό και κωδικοποιείται με τον όρο «μία ονομασία για όλες τις χρήσεις».
Τον Απρίλιο του 2008 η Ελλάδα άσκησε βέτο [27][28][29][30][31][32] στην ένταξη της όμορης χώρας στο ΝΑΤΟ, κατά τη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι. Τελικά, η αίτηση ένταξης απορρίφθηκε ομόφωνα από τα μέλη του ΝΑΤΟ.
Στις 21 Μαρτίου 2011 η πΓΔΜ ξεκίνησε προφορική διαδικασία προσφυγής κατά Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης, η οποία κατατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2008.[33] Στην προσφυγή επικαλείται την παραβίαση από την Ελλάδα του Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ των χωρών που υπογράφηκε το 1995. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η Ελλάδα συμφωνεί να μην προβάλλει αντιρρήσεις στην αίτηση της πΓΔΜ σε συμμετοχή σε οργανισμούς στις οποίες η Ελλάδα είναι ήδη μέλος (όπως ΝΑΤΟ ή Ευρωπαϊκή Ένωση), με αιτιολογία τη μή συμφωνία για το όνομα.[34][35] Το Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 [36] καταδίκασε την Ελλάδα για τις επίσημες δηλώσεις, κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου, όπου ουσιαστικά αρνούνταν την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, λόγω της μη εύρεσης λύσης για το όνομα [37]. Η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung δημοσίευσε άρθρο «15:1 για τη “Μακεδονία”» και υπότιτλο «Επιτυχία για το βαλκανικό κράτος στη διαμάχη του ονόματος με την Ελλάδα», παρόλο που η απόφαση του δικαστηρίου δεν αφορά τη διαμάχη για την ονομασία καθαυτή [27][38]. Η πολιτική της Ελλάδος, στην άσκηση βέτο δέχτηκε αρνητική κριτική σε άρθρα στον διεθνή, αλλά και σε μερίδα του ελληνικού τύπου [28][30][38][39][40]. Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ Νίκολα Γκρούεφσκι, σε ομιλία του δήλωσε ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δίνει το "το δικαίωμα να χρησιμοποιεί η πΓΔΜ το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στην επικοινωνία μας με τους διεθνείς οργανισμούς και σε διμερές επίπεδο".[41][42][43]
Η κυβέρνηση της πΓΔΜ διακήρυττε ότι περισσότερες από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα, ανάμεσα τους η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Ρωσία, η Κίνα, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, που θα χρησιμοποιεί τη συνταγματική της ονομασία μόνο στις διμερείς τους σχέσεις.[44]
Το ζήτημα της ονομασίας επανήλθε στο στο διπλωματικό προσκήνιο από τα τέλη του 2017, με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο 2018, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων της πΓΔΜ υπό τον Ζόραν Ζάεφ δήλωνε προδιάθεση προς την επίτευξη συμφωνίας με σύνθετη ονομασία, μια λύση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τις Ελληνικές κυβερνήσεις από το 2008. Η επίτευξη συμφωνίας πιστεύεται ότι θα επιτρέψει στην πΓΔΜ να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας.[45] Η ελληνική πλευρά δέχθηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων θεωρώντας τη συγκυρία κατάλληλη, καθώς θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία πριν από οποιεσδήποτε εκλογές στην πΓΔΜ που θα μπορούσαν να φέρουν στην κυβέρνηση το αντιπολιτευόμενο VMRO - DPMNE του Χρίστιαν Μίτσκοσκι που εμφανίζεται αδιάλλακτο ως προς οποιαδήποτε πιθανότητα αλλαγής του ονόματος της χώρας.
Στις διαπραγματεύσεις έχει προσκληθεί και ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ. Οι ονομασίες που είχαν προταθεί από το διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς ήταν οι παρακάτω:[46] «Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας», «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», «Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας», «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη», «Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)». Κάποιες από αυτές θεωρήθηκαν συζητήσιμες από τις δύο κυβερνήσεις. Ο Νίμιτς είχε δηλώσει ότι μετά από 25 χρόνια δεν θεωρεί ρεαλιστικό να υπάρξει μια λύση που δεν θα περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία».[47]
Ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς, εκδήλωσε προτίμηση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό στα σλαβικά, ενιαία.[48] Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ είχε δηλώσει έτοιμος να αποδεχθεί σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό.[49] Τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και της πΓΔΜ υπήρξαν αντιδράσεις προς οποιαδήποτε τέτοια λύση. Συγκεκριμένα, από τα κόμματα της ελληνικής Βουλής,[50] ο ΣΥΡΙΖΑ, το κύριο κυβερνητικό κόμμα, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, το ΚΚΕ και το Ποτάμι, επιδίωκαν (ή δεν απέκλειαν) τη λύση μίας σύνθετης ονομασίας erga omnes, με επιθετικό ή χρονικό προσδιοριμό στον όρο "Μακεδονία", ως την ενδεδειγμένη ή ρεαλιστική επιλογή. Αυστηρώς αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο καθώς και σε οποιαδήποτε λύση όπου εμπεριέχεται ο όρος "Μακεδονία" στο όνομα της γειτονικής χώρας, εμφανίζονται το έτερο κυβερνητικό κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων,[51] η Χρυσή Αυγή και η Ένωση Κεντρώων.[52] Στην περίπτωση της πΓΔΜ υπήρχε η εκτίμηση πως ο πρωθυπουργός Ζάεφ και η παράταξή του δεν μπορούσε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη, αυξημένη πλειοψηφία για μια αναθεώρηση του συντάγματος προκειμένου να αλλάξει το συνταγματικό όνομα της χώρας ή να έχει θετικό αποτέλεσμα σε ένα δημοψήφισμα, κάτι στο οποίο βασιζόταν η αντιπολίτευση για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων.
Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2018, διοργανώθηκαν, από παμμακεδονικές οργανώσεις, δύο συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, με εκατοντάδες χιλιάδες συμμετέχοντες και με βασικό αίτημα διοργανωτών και διαδηλωτών τη μη αποδοχή του όρου «Μακεδονία» σε μελλοντική ονομασία της ΠΓΔM.
Στις 21 Ιανουαρίου 2018 πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Σχετικά με τον αριθμό των συμμετεχόντων στο συλλαλητήριο, οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από περίπου 90.000 άτομα (στις 12:00), σύμφωνα με τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης,[53] έως και πάνω από 400.000, σύμφωνα με τους διοργανωτές.[54] Σύμφωνα, πάλι, με τον Φραγκούλη Φράγκο, κεντρικό ομιλητή στη συγκέντρωση, οι συμμετέχοντες ανήλθαν περίπου στους 800.000 ανθρώπους, όπως πληροφορήθηκε από την ιταλική τηλεόραση.[55] Παρόντες στο συλλαλητήριο ήταν ακόμη 6 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας[56] και εννέα από τους συνολικά 82 ιεράρχες, μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος, παρά την ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τις παραμονές του συλλαλητηρίου, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία δεν ήταν υπέρ τέτοιου είδους διαδηλώσεων.[57][58][59][60][61]
Στις 4 Φεβρουαρίου 2018 πραγματοποιήθηκε αντίστοιχο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με εκτίμηση της αστυνομίας, οι διαδηλωτές ήταν 140 χιλιάδες (στις 12:00) αλλά οι διοργανωτές έκαναν λόγο για μέχρι και 1,5 εκατομμύριο. Κυρίως ομιλητές ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης,[62] ο Μητροπολίτης Χίου Ψαρών και Οινουσσών Μάρκος Βασιλάκης και ο Γεώργιος Πατούλης.[63] Ομιλητές επίσης ήταν και οι εκπρόσωποι συλλόγων. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συλλαλητήρια στη Δράμα,[64] στην Καβάλα με αριθμό συμμετεχόντων περίπου 30 άτομων,[65] και στο Αίγιο.[66] Στο εξωτερικό, συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο,[67] στη Στουτγκάρδη,[68] στη Φρανκφούρτη,[69] και στη Μελβούρνη.[70]
Στις 6 Ιουνίου 2018 πραγματοποιήθηκε νέος κύκλος πολλών συγκεντρώσεων.[71]
Στις 12 Ιουνίου 2018 ανακοινώθηκε συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ όσον αφορά την ονομασία της δεύτερης. Οι δύο χώρες συμφώνησαν στη χρήση του Republika Severna Makedonija (Ρεπούμπλικα Σέβερνα Μακεντόνιγια), δηλαδή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Η ΠΓΔΜ συμφώνησε να αλλάξει τη συνταγματική της ονομασία για όλες τις χρήσεις ενώ το νέο όνομα θα ισχύει erga omnes (έναντι όλων) τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα οφείλει να αναθεωρήσει το Σύνταγμά της μέχρι το τέλος του 2018.[72][73] Στη συμφωνία έγινε σαφές ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και ότι η γλώσσα τους είναι μέρος της Σλαβικής οικογένειας.[74]
Στις 5 Ιουλίου 2018 η συμφωνία των Πρεσπών επικυρώθηκε από το κοινοβούλιο της πΓΔΜ με 69 ψήφους υπέρ.[75]
Στις 11 Ιουλίου, το ΝΑΤΟ κάλεσε την πΓΔΜ να ξεκινήσει συνομιλίες για την ένταξη στη Συμμαχία, ως το 30ο μέλος.[76]
Στις 30 Ιουλίου, το κοινοβούλιο της πΓΔΜ ενέκρινε το σχέδιο για τη διεξαγωγή ενός μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος σχετικά με την αλλαγή του ονόματος της χώρας, που τελικά πραγματοποιήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου.[77]
Στις 30 Ιουλίου 2018 το κοινοβούλιο της πΓΔΜ αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 30 Σεπτεμβρίου για το ζήτημα του ονόματος.[78][79] Το ερώτημα που τέθηκε στους ψηφοφόρους ήταν:
«Υποστηρίζετε την υποψηφιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Δημοκρατίας της Ελλάδας;»
Η κυβέρνηση Ζόραν Ζάεφ υποστήριξε το ΝΑΙ, την αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ της πΓΔΜ και της Ελλάδας για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία».
Η αντιπολίτευση, το κόμμα Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση - Δημοκρατικό Κόμμα για τη Μακεδονική Εθνική Ενότητα απείλησε να σαμποτάρει το δημοψήφισμα, ζητώντας από τους υποστηρικτές του να μην ψηφίσουν. Στις αρχές όμως του Σεπτεμβρίου, ο αρχηγός του κόμματος Χρίστιαν Μίτσκοσκι, ζήτησε από τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν κατά συνείδηση, σημειώνοντας ότι το κόμμα του θα αποδεχτεί και τις δυο απόψεις.[80]
Στο δημοψήφισμα, το 91% των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ της συμφωνίας με προσέλευση 37%,[81] αλλά δεν επικυρώθηκε λόγω της συνταγματικής απαίτησης για προσέλευση 50%.[82] Ωστόσο η κυβέρνηση προώθησε τη διαδικασία της συνταγματικής αλλαγής στο κοινοβούλιο.[83]
Στις 15 Οκτωβρίου ξεκίνησε στο κοινοβούλιο της πΓΔΜ η διαδικασία για την αλλαγή του ονόματος.[84] Η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση απαιτεί την ψήφο 80 βουλευτών (τα δύο τρία της αποτελούμενης από 120 έδρες βουλής).[85][86] Κατά την 3η μέρα της συζήτησης, οι βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO αποχώρησαν από τη συζήτηση, δηλώνοντας ότι στο σύνολό τους δεν θα ψηφίσουν τις προτεινόμενες αλλαγές και εκτιμώντας ότι αυτές δεν θα γίνουν δεκτές από τη Βουλή.[86] Στις 19 Οκτωβρίου το κοινοβούλιο ψήφισε την έναρξη της διαδικασίας μετονομασίας της χώρας σε «Βόρεια Μακεδονία», καθώς βρέθηκαν 80 βουλευτές που ψήφισαν υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης.[87] Στις 2 Δεκεμβρίου ψηφίστηκαν οι πρώτες δύο από τις συνολικά τέσσερις τροπολογίες, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης με την οποία οι λέξεις «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αλλάζουν με τις λέξεις «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και η λέξη «Μακεδονία» αλλάζει με τη λέξη «Βόρεια Μακεδονία»[88] Η προβλεπόμενη αναθεώρηση διατάξεων του συντάγματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ολοκληρώθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2019.[89] Στις 25 Ιανουαρίου 2019 η συμφωνία υπερψηφίστηκε και από το ελληνικό κοινοβούλιο.[90] Στις 12 Φεβρουαρίου 2019, η Συμφωνία των Πρεσπών τέθηκε σε ισχύ και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συμφωνία ή συνθήκη και δεν μπορεί να ανακληθεί. Οι διατάξεις της είναι νομικά δεσμευτικές και για τα δύο μέρη από άποψη Διεθνούς Δικαίου και θα παραμείνει σε ισχύ επ' αόριστον, εκτός εάν τροποποιηθεί με αμοιβαία συμφωνία των δύο πλευρών.[91]
Το συνταγματικό όνομα της χώρας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το σύντομο όνομα «Μακεδονία» όταν αναφέρεται στη χώρα που χρησιμοποιούνταν ως και την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, μπορεί να θεωρηθεί προσβλητικό από τους Έλληνες. Η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε επίσημα την προσωρινή αναφορά των Ηνωμένων Εθνών για τη χώρα ("Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας"),[92] η οποία χρησιμοποιούνταν επίσης από πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας περιέγραφε τις ανησυχίες του ως εξής:
Το θέμα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι μόνο μια διαμάχη για τα ιστορικά γεγονότα ή τα σύμβολα. Αφορά τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το οποίο παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς τάξης · συγκεκριμένα, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Το ζήτημα της ονομασίας είναι επομένως ένα πρόβλημα με περιφερειακές και διεθνείς διαστάσεις που συνίσταται στην προώθηση των αλυτρωτικών και εδαφικών φιλοδοξιών της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κυρίως μέσω της παραχάραξης της ιστορίας και του σφετερισμού της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. ...
Οι ρίζες του ονόματος της ονομασίας πηγαίνουν πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν, ύστερα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αρχηγός της Γιουγκοσλαβίας Τίτο χώρισε από τη Σερβία την περιοχή που μέχρι τότε ήταν γνωστή ως Βαρντάρσκα Μπανόβινα (σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), που της έδωσε το καθεστώς μιας ομοσπονδιακής μονάδας της νέας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αργότερα σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ταυτόχρονα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός ξεχωριστού και διακριτού "μακεδονικού έθνους". ...
Ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου δήλωσε ότι όταν ήταν Υπουργός Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 2002, ήταν κοντά σε μια συμφωνία με την ηγεσία των Σκοπίων για τη χρήση του Горна Македонија («Γκόρνα Μακεντονίγια», «Άνω Μακεδονία» στα σλαβικά). Τα υπόλοιπα κόμματα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδας, όπως είπε, ενημερώθηκαν, αλλά η πρόταση απέτυχε επειδή είχε ξεσπάσει η εξέγερση των Αλβανών της πΓΔΜ το 2001.[93] Η Ακαδημία Αθηνών συμπεραίνει:
Η υιοθέτηση ενός σύνθετου ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό και με σεβασμό στη διάκριση μεταξύ αρχαίας Μακεδονίας και πολιτείας της ΠΓΔΜ θα εξυπηρετούσε τόσο την αλήθεια όσο και τις σημερινές ανάγκες της γεωγραφικής περιοχής και της ευρύτερης περιοχής που την περιβάλλει. Το ελληνικό ενδιαφέρον δείχνει την ανησυχία της κοινής γνώμης απέναντι σε αδιάλλακτες προκλήσεις εκ μέρους των Σκοπίων που τείνουν -όπως είναι προφανές ακόμη και στα σχολικά εγχειρίδια- όχι μόνο να καταστήσουν κατάλληλη, αλλά και να μονοπωλήσουν την ιστορία, τα πολιτιστικά επιτεύγματα, τα σύμβολα - συμπεριλαμβανομένων των αρχαίων - των μνημείων και των προσωπικοτήτων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της Μακεδονίας στο παρελθόν. Είναι αυτονόητο ότι η έκφραση καλής θέλησης εκ μέρους οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης δεν αρκεί για να ξεπεραστεί το γεγονός ή τα αποτελέσματα εθνικιστικών υπερβολών παρόμοιων με αυτές που καλλιεργήθηκαν επιμελώς κατά τη μεταπολεμική περίοδο.[94]
Οι Σλαβομακεδόνες απέρριπταν πολλές από τις αντιρρήσεις της Ελληνικής πλευράς ισχυριζόμενοι λάθη στις ελληνικές αξιώσεις, και εστιάζοντας στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης.
Σύμφωνα με διαδοχικές κυβερνήσεις στα Σκόπια, η διατήρηση της προηγούμενης συνταγματικής ονομασίας, η οποία χρησιμοποιούνταν επίσης από πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς, τόσο για εγχώρια όσο και για διεθνή χρήση είναι υψίστης σημασίας.[3] Η χώρα ισχυριζόταν ότι δεν θέτει αποκλειστικότητα στον όρο Μακεδονία είτε γεωγραφικά είτε ιστορικά. Διάφορες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες στη Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας[95] και στη σλαβομακεδονική διασπορά έγιναν για να υποστηρίξουν την άποψή τους ότι το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση παραβιάζεται από αυτό που θεωρούν ως απόρριψη του ονόματος από τη διεθνή κοινότητα. Η Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών της Βόρειας Μακεδονίας προτείνει:
Και σήμερα οι Σλάβοι ζουν εκεί (Μακεδονία) για μια περίοδο 1.400 χρόνων. Τι είναι φυσικότερο από ότι οι Βαλκανιζόμενοι Σλάβοι που έχουν ζήσει τόσο μακρά και συνεχώς στη Μακεδονία από το να πρέπει να ονομάζονται Μακεδόνες και η γλώσσα τους Μακεδονική;[96]
Εθνικιστές Σλαβομακεδόνες ισχυρίζονται ότι προέρχονται από τους αρχικούς αυτόχθονες Μακεδόνες και από τους σλαβικούς λαούς που εισέβαλαν στην περιοχή τον 6ο-8ο αιώνα μ.Χ., αναμειγνύοντας έτσι τόσο τους πολιτισμούς όσο και τις παραδόσεις.