Μανόλης Χατζηδάκης | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μανόλης Χατζηδάκης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1909 Ηράκλειο |
Θάνατος | 1 Μαρτίου 1998 Αθήνα |
Υπηκοότητα | Ελλάδα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Βραβεύσεις | Βραβείο Χέρντερ, Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ και Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικα |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ερευνητικός τομέας | Βυζαντινή τέχνη και Post-Byzantine art |
Ιδιότητα | έφορος, βυζαντινολόγος, ιστορικός της τέχνης και συγγραφέας |
δεδομένα ( ) |
Ο Μανόλης Χατζηδάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1909 - Αθήνα, 1 Μαρτίου 1998) ήταν Έλληνας βυζαντινολόγος με σημαντική συνεισφορά[1] στη μελέτη της Βυζαντινής και της Μεταβυζαντινής ζωγραφικής, ιδιαίτερα της Κρητικής Σχολής, που διετέλεσε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη[2] (1941 - 1973) και του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου (1960 - 1967, 1974 - 1975).[3]
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης[4] και ήταν γιος του Γεράσιμου Χατζηδάκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου έγινε και διδάκτωρ το 1942,[5] και συμπλήρωσε τις σπουδές του με υποτροφία του Αντώνη Μπενάκη[6][7] στο Παρίσι και το Βερολίνο λαμβάνοντας δίπλωμα Μουσουλμανικής Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου και κλασικής αραβικής γλώσσας στη Σχολή Ζωσών Ανατολικών Γλωσσών.[4][5] Την περίοδο 1934 - 1940 εργάστηκε ως επιμελητής στο Μουσείο Μπενάκη[5] και το 1941 έγινε διευθυντής αυτού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1973. Παράλληλα από το 1943 εργαζόταν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Κράτους υπηρετώντας στην 1η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ως προϊστάμενός της. Το 1961 ανέλαβε επιθεωρητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το 1967 Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων. Το 1960 ανέλαβε τη διεύθυνση του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών,[3] απολύθηκε όμως από τη θέση του το 1967 με τον ερχομό της Χούντας των Συνταγματαρχών,[7] η οποία του αφαίρεσε και το διαβατήριο. Παράλληλα τέθηκε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία,[7] παραμένοντας εκτός υπηρεσίας μέχρι το 1970,[8] οπότε και του ανατέθηκε η διενέργεια ειδικών μελετών. Το 1973 ανέλαβε τη διεύθυνση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών.[8] Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανήλθε στη διεύθυνση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών για να αποχωρήσει έναν χρόνο αργότερα, το 1975, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.[7]
Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, από το οποίο παραιτήθηκε το 1977[8] σε ένδειξη διαμαρτυρίας μετά την ψήφιση νομοθετημάτων με τα οποία αλλοιωνόταν η σύνθεση του συμβουλίου και μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες αυτού στα υπουργεία Οικονομικών και Συντονισμού, γενικός γραμματέας[5] της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών, γενικός γραμματέας[9] (1960 - 1979) & πρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας,[9] αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ),[10] μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου,[5] επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων των Βρυξελλών και της Αθήνας,[5][11] αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Επιστημών Βιέννης και Βελιγραδίου καθώς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1980,[12] της οποίας χρημάτισε γενικός γραμματέας επί των πρακτικών (1981 - 1990).[13] Το 1962 ορίστηκε γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της μεγάλης έκθεσης που διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1964 στο Ζάππειο υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο Η Βυζαντινή Τέχνη, Τέχνη Ευρωπαϊκή.[8] Παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες στο Άγιο Όρος, στον Πανάγιο Τάφο, στην Ιερά Μονή Σινά, τη Ζάκυνθο κ.αλ.[8] Διετέλεσε εκπρόσωπος (1962 - 1967, 1974 - 1977) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην τριμελή επιτροπή αναστήλωσης του Παναγίου Τάφου.[8] Το 1953 εστάλη στη Ζάκυνθο αμέσως μετά τον σεισμό, για να περισώσει τα έργα τέχνης που δεν είχαν καταστραφεί καταφέροντας να διασώσει πάνω από 900.[8] Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην οργάνωση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, έργο που του ανατέθηκε από τα υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών το 1957.[2] Το 1985 διορίστηκε πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της Εκθέσεως Βυζαντινής Τέχνης[8][9] που έλαβε χώρα στο Παλιό Πανεπιστήμιο στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την Αθήνα που ήταν τότε πολιτιστική πρωτεύουσα. Κατά καιρούς δίδαξε στη Σχολή Ξεναγών και στον Μορφωτικό Σύλλογο Αθηναίων.[4] Επίσης, ίδρυσε το Κεντρικο Εργαστήριο Συντηρήσεως συμβάλλοντας στη διάσωση εκατοντάδων έργων τέχνης καθώς και το Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών.[6][14] Είχε τιμηθείμε το βραβείο Gottfried von Herder, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος.[8]
Η συνεισφορά του στη μελέτη της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής ζωγραφικής κρίνεται καθοριστική, ενώ θεωρείται ως ένας από τους αυθεντικότερους μελετητές της Κρητικής Σχολής.[1]
Απεβίωσε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1998 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.[10] Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία Βέη (1920 - 1979), ανιψιά του βυζαντινολόγου Νικολάου Βέη, και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά: τον Αλέξη Χατζηδάκη και τη Νανώ Χατζηδάκη, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο (βιβλία και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά)και αρθρογραφούσε[15] τακτικά σε εφημερίδες (Το Βήμα, Ελευθερία), κυρίως τεχνοκριτικά άρθρα. Σημαντικά βιβλία: