Ο Μαξ Βίντνμαν γεννήθηκε στη μικρή πόλη Άιχστετ της Βαυαρίας και ήταν ο μικρότερος από τους τρεις γιους του Φραντς Άμαντ Βίντνμαν, ιατρού της βασιλικής αυλής, του δήμου και της περιφέρειας συγχρόνως, και της συζύγου του Μαξιμιλιάνα, το γένος Πέκχελ (Pöckhel), η οποία ήταν χήρα του επίσης ιατρού Φραντς Ζέραφ Ούλριχ. Μετά την ολοκλήρωση της γυμνασιακής του εκπαιδεύσεως στο Άιχστετ, όπου ήδη έδειξε ιδιαίτερη ικανότητα στο σχέδιο και τη ζωγραφική, ο Μαξ εισάχθηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Μόναχο το 1825. Εκεί σπούδασε μεταξύ άλλων με τον καθηγητή Λούντβιχ Μίκαελ Σβαντάλερ. Οι καθηγητές του κατέστησαν δυνατή τη μετάβαση και την παραμονή του στη Ρώμη από το 1836 έως το 1839, όπου ο Μαξ μαθήτευσε κοντά στον Μπέρτελ Θόρβαλντσεν, ήδη γνωστό γλύπτη, με τον οποίο έγιναν και φίλοι.[5][6] Ο Βίντνμαν υπήρξε επίσης φίλος του αρχιτέκτονα της Κολωνίας Sulpiz Boisserée, του οποίου η συλλογή τέχνης αποκτήθηκε από τον βασιλιά της Βαυαρίας για την Alte Pinakothek του το 1827.
Μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, ο Βίντνμαν φιλοτέχνησε έργα ως ανεξάρτητα εργαζόμενος καλλιτέχνης στο Μόναχο. Εκεί ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας άρχισε σύντομα να του παραγγέλλει έργα, όπως προτομές για το Μνημείο Βαλχάλλα. Ο Φέρντιναντ φον Μίλερ χύτευσε πολλά από τα γλυπτά του σε μπρούντζο.[7]
Το 1849 ο Βίντνμαν έγινε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου[6][8], διαδεχόμενος τον Σβαντάλερ. Η αυξανόμενη ευρύτερη αναγνώρισή του έφερε πολλές παραγγελίες προερχόμενες και έξω από τη Βαυαρία. Το 1849 τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ της Βαυαρίας[6], ενώ το 1887 ο αντιβασιλιάς Λεοπόλδος τον έχρισε Ιππότη του Βαυαρικού Στέμματος.
Ο Βίντνμαν απεχώρησε από την Ακαδημία το 1887, στα 75 του[5], και απεβίωσε στο Μόναχο σε ηλικία 82 ετών.
Οι ανδριάντες του Βίντνμαν ανέδιδαν έναν «αέρα» αξιοπρέπειας που είχε ανταπόκριση στους συγχρόνους του και τού εξασφάλισε πολλές παραγγελίες. Ωστόσο, τα μικρότερα έργα του, όπως οι προτομές, έχουν θεωρηθεί περισσότερο επιτυχημένα καλλιτεχνικώς.[8] Κάποια από τα έργα του καταστράφηκαν με τον βομβαρδισμό του Μονάχου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
↑ 5,005,015,025,035,045,055,065,075,085,09Λήμμα «Widnmann, Max von, sculptor» στο Dictionary of German Biography, επιμ. Walther Killy & Rudolf Vierhaus, τόμος 10: Thibaut – Zycha, εκδ. Saur, Μόναχο 2006, σελ. 498.
↑ 6,006,016,026,036,046,056,066,076,086,09Friedrich Mueller: Die Künstler aller Zeiten und Völker oder, Leben und Werke der berühmtesten Baumeister, Bildhauer, Maler, Kupferstecher, etc., τόμ. 3, Ebner & Seubert, Στουτγάρδη 1864
↑ 9,09,1Wilhelm Lübke (μετφρ. F.E. Bunnett): History of Sculpture: From the Earliest Ages to the Present Time, Smith & Elder, Λονδίνο 1872, τόμος 2, σελ. 465
Siegmund Freiherr von Pölnitz: «Max von Widnmann. Das Leben eines Künstlers unter König Ludwig I», Sammelblatt des Historischen Vereins Eichstätt, τόμ. 55 (1940), σσ. 3-19, τόμοι 56/57 (1941/42) (στη γερμανική)
Edwart Mager: «Max von Widnmann. Ein vergessener Eichstätter Künstler», Historische Blätter für Stadt und Landkreis Eichstätt, 27.2 (1978) (στη γερμανική)