Μαρία Άννα Μαντσίνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Marie Anne Mancini (Γαλλικά) |
Γέννηση | 1649[1][2][3] Ρώμη |
Θάνατος | 20 Ιουνίου 1714[4] Κλισί |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5] Ιταλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού μαικήνας |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Γοδεφρείδος Μαυρίκιος ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν, δούκας του Μπουγιόν |
Τέκνα | Λουδοβίκος Ερρίκος ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν Εμμανουήλ-Θεοδόσιος ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν (1668-1730) Φρειδερίκος Ιούλιος ντε Λα Τουρ ντε Μπουγιόν Λουδοβίκος Κάρολος ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν Λουίζα Ιουλία ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν, μαντμαζέλ ντε Σατώ-Τιερύ |
Γονείς | Michele Lorenzo Mancini[6] και Girolama Mazzarini |
Αδέλφια | Marie Mancini Ολυμπία Μαντσίνι Hortense Mancini Λάουρα Μαντσίνι Philippe Jules Mancini Alphonse Mancini Paul Mancini |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Mαρία-Άννα Μαντσίνι, γαλλ.: Μarie Anne Mancini, δούκισσα τού Μπουγιόν (1649 – 20 Ιουνίου 1714), ήταν Ιταλο-γαλλίδα αριστοκράτισσα και πολιτιστική προστάτιδα, η νεότερη από τις πέντε διάσημες αδερφές Mαντσίνι, οι οποίες μαζί με δύο από τις εξαδέρφες τους Mαρτινότσι ήταν γνωστές στην Αυλή τού Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας ως Μαζαρενέτες, επειδή ο θείος τους ήταν ο επικεφαλής υπουργός τού βασιλιά, ο καρδινάλιος Μαζαρέν. Είναι γνωστή για τη συμμετοχή της στην περίφημη υπόθεση των Δηλητηρίων και ως προστάτιδα τού Λα Φοντέν.
Ήταν κόρη τού Λορέντσο Μαντσίνι, ένας Ρωμαίου βαρόνου, νεκρομάντη και αστρολόγου, και της Τζερονίμα Ματσαρίνι, αδελφής τού καρδινάλιου Mαζαρέν.
Οι τέσσερις διάσημες αδελφές της ήταν:
Οι Μαντσίνι δεν ήταν τα μόνα γυναικεία μέλη της οικογένειας, που ο καρδινάλιος Μαζαρέν έφερε στη γαλλική Αυλή. Οι άλλες ήταν τα πρώτα εξαδέλφια της Μαρίας-Άννας, κόρες της μεγαλύτερης αδελφής τού Μαζαρέν. Η μεγαλύτερη, Λάουρα Μαρτινότσι, παντρεύτηκε τον Aλφόνσο Δ΄ των Έστε, δούκα της Mόντενα και ήταν μητέρα της Mαρίας της Μόντενα, δεύτερης συζύγου τού Ιακώβου Β΄ της Αγγλίας. Η νεότερη, Άννα-Μαρία Μαρτινότσι, παντρεύτηκε τον Aρμάνδο των Βουρβόνων, πρίγκιπα τού Κοντί.
Οι Mαντσίνι είχαν επίσης τρία αδέλφια: τον Παύλο, τον Φίλιππο-Ιούλιο και τον Aλφόνσο. Ο Φίλιππος-Ιούλιος Μαντσίνι ήταν εραστής τού Φιλίππου της Ορλεάνης, αδελφού τού Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Η Μαρία Άννα έφτασε στο Παρίσι πολύ αργότερα από τις αδελφές της, το 1655, όταν ήταν μόλις έξι ετών. Η τελευταία Mαζαρενέτ έγινε η «κακομαθημένη αγάπη» της γαλλικής Αυλής και τού θείου της, ο οποίος διασκέδασε πολύ από τους στίχους και τα εφυολογήματα (bon mots) της λογοτεχνικής εξάχρονης. Την θεωρούσαν έξυπνη και καλλονή. Ακόμη περισσότερο από τη μεγαλύτερη αδελφή της Ορτάνς, την αγαπημένη ανιψιά τού καρδινάλιου Mαζαρέν, η Mαρία-Άννα αναφέρεται συχνά ως «η πιο έξυπνη και ζωηρή από τις αδελφές». Σύμφωνα με έναν σύγχρονο, «λέχθηκε ότι ήταν αρκετά θεϊκή, έχοντας άπειρη απήχηση». Με τον εαυτό της, διέπρεψε σε αυλικές εκτροπές όπως ο χορός και το παιχνίδι.
Το 1657, η μεγαλύτερη αδελφή της, Λάουρα, απεβίωσε στη γέννα. Η Mαρία-Άννα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, της δόθηκαν οι τρεις γιοί της αδελφής της να τους μεγαλώσει. Η Mαρία-Άννα ήταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερη από τους ανιψιούς της. Το μικρότερο παιδί, ο Ιούλιος-Καίσαρ, απεβίωσε τρία χρόνια αργότερα το 1660. Τα δύο μεγαλύτερα αγόρια, ο Λουδοβίκος-Ιωσήφ και ο Φίλιππος, ωστόσο, επέζησαν. Και οι δύο νέοι έγιναν στρατιωτικοί, με τον Λουδοβίκο-Ιωσήφ να αποκτά τελικά φήμη ως στρατηγός.
Ο θείος της απεβίωσε στα δεκατρία της, το 1661. Το βράδυ πριν από το τέλος τού καρδιναλίου, ο διάσημος στρατάρχης ντε Τυρέν ήρθε στο κρεβάτι του για να ζητήσει το χέρι της Mαρίας-Άννας στο όνομα τού ανιψιού του Γοδεφρείδου-Μαυρικίου ντε Λα Τουρ ντ'Ωβέρν, του δούκα τού Μπουγιόν. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Απριλίου 1662, η Μαρία-Άννα παντρεύτηκε τον δούκα στο Οτέλ ντε Σουασόν, παρουσία του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄ , της βασίλισσας και της χήρας βασιλομήτορος.
Ο σύζυγός της χαρακτηρίστηκε ως καλός στρατιωτικός, αλλά κακός αυλικός και ακόμη χειρότερος ως άνθρωπος της λογοτεχνίας. Ως αποτέλεσμα, η ευφυής και φιλόδοξη δεκαπεντάχρονη δούκισσα αφέθηκε μόνη της να κυνηγήσει τα πολιτικά και λογοτεχνικά της ενδιαφέροντα. Ίδρυσε ένα μικρό σαλόνι στη νέα της κατοικία, το Οτέλ ντε Μπουγιόν. Η Mαρία-Άννα μνημονεύεται περισσότερο για τις λογοτεχνικές της αναζητήσεις και για την προστασία τού νεαρού Ζαν ντε Λα Φονταίν.
Αυτή και ο σύζυγός της είχαν έναν αρμονικό γάμο. Ο σύζυγός της την αγαπούσε και ήταν ανεκτικός με τους έρωτές της και αρνήθηκε να ακολουθήσει την επιθυμία της οικογένειάς του και να τη φυλακίσει σε μοναστήρι για μοιχεία. [7] Σε μία περίπτωση, όταν η ίδια κατέφυγε σε ένα μοναστήρι από φόβο για την οικογένειά του μετά από έναν ιδιαίτερα δημόσιο έρωτα, ο ίδιος ο σύζυγός της τής ζήτησε να φύγει από το μοναστήρι και να επιστρέψει σε αυτόν. [7]
Ήταν κοινωνικά και πολιτικά σε κίνδυνο στην περιβόητη Υπόθεση των δηλητηρίων, καθώς φέρεται ότι σχεδίαζε να δηλητηριάσει τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον ανιψιό της Λουδοβίκο-Ιωσήφ δούκα τού Βαντόμ. Είχε επισκεφτεί τον Αντάμ Λεσάζ και του εξέφρασε αυτή την επιθυμία. [7]
Σε αντίθεση με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Oλυμπία, κόμισσα τού Σουασόν, η οποία αναγκάστηκε να καταφύγει στη Λιέγη και αργότερα στις Βρυξέλλες, για να γλιτώσει τη σύλληψη, η Mαρία-Άννα δεν καταδικάστηκε ποτέ επίσημα. Η δίκη εναντίον της διεξήχθη στις 29 Ιανουαρίου 1680 και εμφανίστηκε συνοδευόμενη από τον σύζυγό της και τον εραστή της Βαντόμ κρατώντας τα χέρια της και δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την εξουσία τού δικαστηρίου και είχε δεχθεί να απαντήσει στην κλήση του δικαστηρίου μόνο από σεβασμό στον βαθμό τού βασιλιά. [7] Υποστήριξε ότι αυτή και ο Βαντόμ είχαν εκφράσει απλώς μία επιθυμία επιπολαιότητας, ένα αστείο, ακίνδυνο και όχι ειλικρινές, στον Λεσάζ, και ότι αν εκείνοι πίστευαν ότι αυτή είχε την επιθυμία να δολοφονήσει τον σύζυγό της, μπορούσαν να τον ρωτήσουν αν το νόμιζε, καθώς την είχε συνοδεύσει στη δίκη. [7]
Ελευθερώθηκε ελλείψει στοιχείων, αλλά εξακολουθούσε να εξορίζεται στις επαρχίες από τον βασιλιά. [7] Πέρασε λίγο χρόνο στο Nεράκ και μπόρεσε να επιστρέψει στο Παρίσι και στη βασιλική αυλή τον Μάρτιο του 1681 [7] Θαυμάστηκε πολύ στην αριστοκρατία λόγω της εξυπνάδας της και της έλλειψης φόβου κατά τη διάρκεια της δίκης της, αλλά δεν ήθελε να την ξαναδεί ο βασιλιάς και το 1685 την έδιωξε ξανά στις επαρχίες, αυτή τη φορά για μία περίοδο πέντε χρόνων. [7] Ο βασιλιάς της επέτρεψε τελικά να επιστρέψει οριστικά το 1690, αλλά μετά από αυτό, προτίμησε να αποφύγει τη βασιλική Αυλή. [7]