Μαρία Λάσνιγκ | |
---|---|
![]() | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Maria Lassnig (Γερμανικά) |
Γέννηση | 8 Σεπτεμβρίου 1919[1][2][3] Kappel am Krappfeld[4] |
Θάνατος | 6 Μαΐου 2014[5][2][6] Βιέννη[7][8][9] |
Τόπος ταφής | Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστρία[10] |
Σπουδές | Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης |
Ιδιότητα | ζωγράφος[11], χαράκτης[12], ανιματέρ[11][13], σκιτσογράφος[11], γλύπτης[11] και σκηνοθέτης κινηματογράφου |
Κίνημα | φεμινιστική τέχνη[14] και άμορφη τέχνη |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | φεμινιστική τέχνη[14] και άμορφη τέχνη |
Βραβεύσεις | Max Beckmann prize (2004), City of Vienna Prize for Fine Arts (1977)[15], Rubenspreis (2002), Αυστριακή διάκριση για την επιστήμη και τη τέχνη (2005) και Grand Austrian State Prize (1988) |
![]() | |
Η Μαρία Λάσνιγκ (γερμανικά: Maria Lassnig) ήταν μια Αυστριακή καλλιτέχνης, γνωστή για τις ζωγραφισμένες αυτοπροσωπογραφίες της και της θεωρίας της «επίγνωσης του σώματος». Ήταν η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνης που κέρδισε το Μεγάλο Αυστριακό Κρατικό Βραβείο, το 1988, ενώ απέκτησε και το μεγαλόσταυρο επιστημών και τέχνης το 2005. Η Λάσνιγκ έζησε και δίδαξε στη Βιέννη από το 1980 μέχρι το θάνατό της, το 2014.
Η Μαρία Λάσνιγκ γεννήθηκε στο Κάπελ αμ Κράπφελντ της Αυστρίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1919.[16][17] Η μητέρα της την γέννησε εκτός γάμου και αργότερα παντρεύτηκε έναν πολύ μεγαλύτερο από εκείνη άντρα, όμως η σχέση τους ήταν προβληματική και η Λάσνιγκ μεγάλωσε ως επί το πλείστον με τη γιαγιά της.[18] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου φοιτούσε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης.[19]
Τη δεκαετία του 1950 η Λάσνιγκ αποτέλεσε μέρος της ομάδας «Χοντσγκρούπε», στην οποία συμμετείχε ο Άρνουλφ Ράινερ, ο Ερνστ Φουκς, ο Άντον Λίχμντεν, ο Άρικ Μπράουερ και ο Βόλφγκανγκ Χόλεγκα. Τα έργα της ομάδας επηρεάστηκαν από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και τη ζωγραφική δράσης.[20] Το 1951 η Λάσνιγκ ταξίδεψε στο Παρίσι με τον Άρνουλφ Ράινερ, όπου οργάνωσαν έκθεση εικονιστικής τέχνης.[21] Στο Παρίσι γνώρισε το σουρεαλιστικό καλλιτέχνη Αντρέ Μπρετόν και τους ποιητές Πάουλ Τσέλαν και Μπενζαμέν Περέ.[22][23]
Η Λάσνιγκ ξεκίνησε την καριέρα της ζωγραφίζοντας αφηρημένα έργα, ενώ της άρεσε ιδιαίτερα να ζωγραφίζει αυτοπροσωπογραφίες. Μία από τις πρώτες της ήταν η «Εκφραστική Αυτοπροσωπογραφία» (1945), την οποία ζωγράφισε μερικές εβδομάδες μετά την φυγή της από τη Βιέννη.[24] Το 1948 επινόησε τον όρο «επίγνωσης του σώματος» για να περιγράψει την πρακτική της.[25] Σε αυτό το στυλ, η Λάσνιγκ απεικόνιζε τα μέρη του σώματός της που η ίδια πραγματικά αισθανόταν όταν εργαζόταν.[23] Ως εκ τούτου, πολλές από τις αυτοπροσωπογραφίες της, απεικονίζουν φιγούρες στις οποίες λείπουν μέρη του σώματος ή χρησιμοποιούνται αφύσικα χρώματα. Από τη δεκαετία του 1960 απομακρύνθηκε από την αφηρημένη ζωγραφική εντελώς και άρχισε να επικεντρώνεται περισσότερο στο ανθρώπινο σώμα και την ψυχή.[26] Έκτοτε δημιούργησε εκατοντάδες αυτοπροσωπογραφίες.[24]
Από το 1968 έως το 1980 έζησε στην πόλη της Νέας Υόρκης, ενώ το διάστημα 1970-1972 σπούδαζε στη Σχολή Εικαστικών Τεχνών της πόλης.[27][28] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έκανε έξι ταινίες μικρού μήκους, συμπεριλαμβανομένων το «Αυτοπροσωπογραφία» (1971) και «Ζευγάρια» (1972).[29] Η πιο διάσημη ταινία της, ωστόσο, το «Καντάτε», παρήχθη το 1992, όταν ήταν εκείνη ήταν εβδομήντα τριών ετών.[30]
Το 1980 επέστρεψε στην Αυστρία για να γίνει καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εργαζόμενη στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια ζωγραφικής σε γερμανόφωνη χώρα. Παρέμεινε στην έδρα της στο πανεπιστήμιο μέχρι το 1997, έτος που δημοσίευσε ένα βιβλίο με σχέδιά τη με τίτλο «Η πένα είναι η αδελφή του πινέλου».[28][29]
Διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής της, η Λάσνιγκ άρχισε να αμβάνει ευρεία αναγνώριση, ειδικά στην Ευρώπη.[22] Εκπροσώπησε την Αυστρία στην Μπιενάλε της Βενετίας, μαζί με την καλλιτέχνη Βάλι Έξπορτ, το 1980. Το 1996 πραγματοποιήθηκε μια αναδρομική έκθεση έργων της στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού.[31] Το 1982 και το 1997 συμμετείχε στην Ντοκουμέντα, διεθνή καλλιτεχνική έκθεση που διοργανώνεται κάθε 5 χρόνια στο Κάσσελ της Γερμανίας.[28] Την σεζόν 2005/2006 σχεδίασε ένα μεγάλης κλίμακας έργο (176 μ2) για την Κρατική Όπερα της Βιέννης. Το 2008 μια έκθεση πρόσφατων έργων ζωγραφικής της παρουσιάστηκε στην Γκαλερί Σέρπενταϊν, η οποία ταξίδεψε το επόμενο έτος στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στο Σινσινάτι.[32][33] Στην έκθεση περιλαμβάνονταν τριάντα καμβάδες και επτά ταινίες.[34][35]