Μαρία η Ιουδαία | |
---|---|
Απεικόνιση της Μαρίας της Ιουδαίας στο βιβλίο του Γερμανού αλχημιστή Μίχαελ Μάιερ Symbola Aurea Mensae Duodecim Nationum (1617). | |
Γενικές πληροφορίες | |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας αλχημίστρια συγγραφέας[1] φιλόσοφος |
Περίοδος ακμής | 3ος αιώνας[2] - 3ος αιώνας[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μαρία (ή Μίριαμ) η Ιουδαία (1ο με 3ο μ.Χ. αιώνα), γνωστή και ως Μαρία της Αλεξάνδρειας ή Προφήτισσα, είναι ιδρυτική μορφή της Ελληνιστικής Αλχημείας, γνωστή κυρίως από τα έργα του γνωστικιστή αλχημιστή Ζώσιμου του Πανοπολίτη. Έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ανάμεσα στον 1ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα.[3]
Επινόησε τον βασικό εξοπλισμό των αλχημικών τελετουργιών και θεωρείται μία από τους πρώτους αλχημιστές του Δυτικού Κόσμου[4] καθώς και μία από τις ιδρυτικές φιγούρες της ευρωπαϊκής Χημείας καθώς ήταν η πρώτη που συνδύασε την αλχημική επιστήμη με την πρακτική χημεία των τεχνιτών.[5] Σε κείμενο του 17ου αιώνα αναφέρεται ως μία από τους δώδεκα σοφούς της αλχημείας.[6]
Η κυριότερη πηγή για τη ζωή της Μαρίας είναι ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης, ο οποίος έγραψε κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα τα αρχαιότερα βιβλία περί Αλχημείας. Ο Ζώσιμος στα έργα του περιγράφει αρκετά πειράματα της Μαρίας και τα όργανα τα οποία επινόησε. Ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Σύγγελος την παρουσιάζει σαν μαθήτρια του Δημόκριτου, τον οποίο συνάντησε στη Μέμφιδα της Αιγύπτου την εποχή του Περικλή. Στους Άραβες ήταν γνωστή ως η Κόρη του Πλάτωνα[7].
Στο Βιβλίο αλ-Φιχρίστ (Kitāb al-Fihrist), του Πέρση μελετητή Ιμπν αλ-Ναντίμ[8], η Μαρία αναφέρεται ως μία από τους 52 περισσότερο γνωστούς αλχημιστές η οποία κατάφερε να παρασκευάσει την ιώδη χρωστική ουσία Καπούτ Μόρτουμ (Caput mortuum, γνωστό και ως «μωβ του καρδιναλίου»). Επίσης, ήταν η πρώτη που κατάφερε να παρασκευάσει ένα σουλφίδιο που για τους Αλχημιστές ήταν το πρώτο βήμα στη διαδικασία της «Μεταστοιχείωσης», δηλαδή στη δημιουργία χρυσού. Από τότε αυτό το σουλφίδιο ονομάζεται «Μαύρο της Μαρίας» (Mary's Black).[5]
Κανένα από τα Έργα της Μαρίας δεν έχει διασωθεί, ωστόσο αποφθέγματα της έχουν επιβιώσει μέσω ερμητικών συγγραμμάτων. Το γνωστότερο από αυτά είναι ο Διάλογος ανάμεσα στην Μαρία και τον Άρος που διασώζεται σε έγγραφο ανώνυμου χριστιανού φιλοσόφου (The Dialogue of Mary and Aros on the Magistery of Hermes). Σε αυτό το έγγραφο περιγράφονται διαδικασίες όπως η λεύκωσις (λεύκανση) και η ξάνθωσις (κιτρίνισμα) οι οποίες έμελλε να αποτελέσουν βασικές αρχές της αλχημείας και περιγράφει για πρώτη φορά στην ιστορία τα όξινα άλατα και άλλα οξέα. Επίσης περιλαμβάνει συνταγές για την παρασκευή χρυσού από φυτά όπως ο Μανδραγόρας.
Το ακόλουθο απόσπασμα έμεινε γνωστό ως το Αξίωμα της Μαρίας:
ἐκ τοῦ ἑνὸς τῷ δύο, ἐκ τοῖν δυοῖν τά τριά, ἐκ τοῦ τρίτου τό ἓν ὡς τέταρτον
Επίσης γνωστή είναι και μία άλλη φράση της Μαρίας που αποκαλύπτει την πεποίθησή της ότι τα χημικά στοιχεία είναι θηλυκά και αρσενικά:
Ένωσε το αρσενικό με το θηλυκό και θα βρεις αυτό που ψάχνεις
Ο Ελβετός ψυχολόγος Καρλ Γιουνγκ χρησιμοποίησε το Αξίωμα της Μαρίας σαν μεταφορά για την ολότητα και την εξατομίκευση όπως και τη φράση σχετικά με την ένωση του αρσενικού και του θηλυκού.[5]
Η Μαρία λέγεται ότι ανακάλυψε το υδροχλωρικό οξύ, κάτι που δεν είναι αποδεκτό μεταξύ των επιστημόνων[9].
Ο τριβικός ήταν ένα είδος άμβυκα που χρησιμοποιούνταν για τη συλλογή ουσιών που συμπυκνώνονται μέσω απόσταξης και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα σε χημικά εργαστήρια. Είναι άγνωστο αν το ανακάλυψε η Μαρία, αλλά ο Ζώσιμος αποδίδει την πρώτη περιγραφή του οργάνου σε εκείνη. Στα γραπτά της (σύμφωνα με τον Ζώσιμο) προτείνει ότι ο χαλκός ή ο μπρούτζος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του τριβικού πρέπει να έχει το πάχος ενός τηγανιού και ότι οι σύνδεσμοι ανάμεσα στους σωλήνες πρέπει να σφραγίζονται με αλευρόκολλα[10].
Η κητοτακίς ή κυροτακίς είναι συσκευή που χρησιμοποιείται στη θέρμανση αλχημικών ουσιών και στη συλλογή υδρατμών. Η κηροτακίς αρχικά ήταν ένα ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να το χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο. Αργότερα εξελίχθηκε σε αλχημικό όργανο. Αποτελούταν από έναν ψηλό χάλκινο κύλινδρο ο οποίος στον πάτο του περιελάμβανε έναν καυστήρα που λειτουργούσε με κάρβουνο (γαιάνθρακα) ή ξύλο. Ο καυστήρας θέρμαινε αλχημικές ουσίες, όπως θείο και υδράργυρο, που βρίσκονταν σε ένα πινάκιο ακριβώς από πάνω του. Η ουσία εξατμιζόταν και οι ατμοί ανέβαιναν σε ένα δοχείο στην κορυφή του κυλίνδρου, το οποίο είχε τρύπες μέσα από τις οποίες οι ατμοί μπορούσαν να περάσουν. Στο κέντρο του δοχείου υπήρχε η ουσία (συνήθως μέταλλο) την οποία οι αλχημιστές ήθελαν να αντιδράσει με τους ατμούς. Το σκεύος καλυπτόταν από ένα ημισφαιρικό καπάκι μέσα στο οποίο οι ατμοί υγροποιούνταν και μπορούσαν πάλι να χυθούν στο πινάκιο όπου υπήρχε η αρχική ουσία. Το σκεύος ήταν αεροστεγώς σφραγισμένο και μέσα του υπήρχε κενό αέρος. Από την χρήση αυτών το αεροστεγώς σφραγισμένων δοχείων από τους μύστες του ερμητισμού προέρχεται η έκφραση ερμητικά κλειστός.
Το όνομα της Μαρίας επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσω της εφεύρεσης του «μπεν μαρί» (μπάνιο της Μαρίας). Πρόκειται για μια συσκευή, σαν διπλό δοχείο στο οποίο αποθηκεύεται ζεστό νερό, που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση υλικών που είναι ευαίσθητα σε υψηλές θερμοκρασίες (συνήθως πάνω από τους 55 °C) και απότομες αλλαγές.[11] Χρησιμοποιείται και σήμερα στα χημικά εργαστήρια, καθώς και στη μαγειρική. Τον όρο «μπεν μαρί» εισήγαγε ο Ισπανός αλχημιστής Αρνάλντο ντε Βίλλα Νόβα[12] (Arnaldus de Villa Nova).
Ένα είδος μπεν μαρί που θερμαίνεται με ατμό και δημιουργεί θερμοκρασίες υψηλότερες των 100 °C, σε αντίθεση με το «μπεν μαρί» που θερμαίνεται με ζεστό νερό και δημιουργεί θερμοκρασίες κάτω των 100 °C.[10]