Μαίρη του Γούντστοκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Mary of Woodstock (Αγγλικά) |
Γέννηση | 11 Μαρτίου 1278 Woodstock Palace ή Κάστρο του Ουίντσορ |
Θάνατος | 1332 (περίπου) Amesbury |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Θρησκευτικό τάγμα | Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μοναχή |
Οικογένεια | |
Γονείς | Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας[1] και Ελεονώρα της Καστίλης[1] |
Αδέλφια | Εδουάρδος Β΄ της Αγγλίας Ιωάννα της Άκρας Ελεωνόρα της Αγγλίας Ελισάβετ του Ρούντλαν Μαργαρίτα της Αγγλίας, δούκισσα της Βραβάντης Τόμας του Μπράδερτον Αλφόνσο, κόμης του Τσέστερ Ερρίκος της Αγγλίας Εδμόνδος του Γούντστοκ, 1ος κόμης του Κεντ |
Οικογένεια | Οίκος των Πλανταγενετών |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μαρία του Γούντστοκ (11 Μαρτίου1279 - 1332) ήταν η έβδομη κόρη του Εδουάρδου Α' της Αγγλίας και της πρώτης συζύγου του Ελεονώρας της Καστίλης. Η γιαγιά της, Ελεονώρα της Προβηγκίας, απογοητευμένη από τον θάνατο του εγγονού της Ερρίκου, που υπεραγαπούσε, αποφάσισε ν' αποσυρθεί για την υπόλοιπη ζωή της στο μοναστήρι του Αμέσμπουρι. Κατόπιν πιέσεων, αργότερα, έφερε στο μοναστήρι την εγγονή της Μαρία και την άλλη εγγονή της, Ελεονώρα της Βρετάνης, κόρη του Ιωάννη Β' της Βρετάνης.
Η Μαρία αποσυρθεί στο Αμέσμπουρι σε ηλικία 7 ετών, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρα της, μαζί με άλλες 13 κόρες ευγενών. Φόρεσε το μοναχικό κάλυμμα τον Δεκέμβριο του 1291, σε ηλικία 12 ετών.[2][3] Η Ελεονώρα της Βρετάνης φόρεσε το μοναχικό κάλυμμα τον Μάρτιο του 1291, ενώ η γιαγιά τους το είχε φορέσει από το 1286.[4] Οι γονείς της της παρείχαν ετήσιο μισθό 100 στερλινών, εισέπρατε επίδομα ένδυσης διπλάσιο του συνήθους και της χορηγήθηκε το προνόμιο για προμήθεια οίνου από καταστήματα. Επιπλέον, εντός της μονής ζούσε με άνεση σε ιδιωτικό κελλί.[5]
Ο πατέρας της, ο Εδουάρδος Α', την επισκέφτηκε πολλές φορές (1286, 1289, 1290, 1291).[6] Η γιαγιά της, η Ελεονώρα της Προβηγκίας, πέθανε το 1291 και ζητήθηκε από τον πατέρα της να τη μεταφέρει μόνιμα στο Φοντεβρό. Οι μοναχές του Φοντεβρό το ζήτησαν επανειλλήμένα, αλλά ο Εδουάρδος αρνήθηκε, επειδή ήθελε να προστατέψει την κόρη του, σε πιθανό πόλεμο με τους Γάλλους. Έτσι, παρέμεινε στο Αμέσμπουρι με τον ετήσιο μισθό της να αυξάνεται στις 200 στερλίνες. Το 1292 της δόθηκαν 40 βελανιδιές από τα βασιλικά δάση και 20 βυτία κρασιού από το Σαουθάμπτον.[2] Παρά το γεγονός ότι ήταν μοναχή, η Μαρία έκανε συχνά ταξίδια. Επισκέφτηκε τον αδελφό της Εδουάρδο (1293), μετείχε σε μεγάλο βαθμό στις δραστηριότητες της βασιλικής αυλής, ενώ παρέμεινε εκεί για 5 εβδομάδες, κατά την αναχώρηση της αδελφής, Ελισάβετ, στην Ολλανδία (1297). Στα τέλη του 13ου αιώνα έγινε ηγουμένη, με το δικαίωμα να εγκρίνει τη μεταφορά των μοναχών σε διαφορετικές μονές.[7] Το 1302 ο μισθός των 200 στερλινών αντικαταστάθηκε με εξοχικές κατοικίες και τον δήμο του Ουίλτον, υπό την προϋπόθεση να μείνει στην Αγγλία. Παρά ταύτα, επειδή είχε αποκτήσει χρέος παίζοντας ζάρια στην αυλή του πατέρα της, το 1305 τις δόθηκαν 200 στερλίνες, για να το ξοφλήσει.[8] Ανέλαβε κατόπιν τη διεύθυνση της μονής του Γκροβ στο Μπέντφορντσερ, την οποία και διατήρησε έως τον θάνατό της.
Η Μαρία απέτυχε να πάρει υψηλή θέση στο τάγμα, αντίθετα με την Ελεονώρα της Βρετάνης, η οποία έγινε ηγουμένη στο Φοντεβρό (1304). Παρά την παπική βούλα, που στάλθηκε στο Αμέσμπουρι (1303) και όρισε να μένουν οι μοναχές στην κατοικία τους και να διακόψουν τα ταξίδια τους,[7] η Μαρία του Γούντστοκ δεν επηρεάστηκε. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια μεταξύ των οποίων ένα προσκυνηματικού χαρακτήρα στο Καντέρμπερι, συνέχισε να επισκέπτεται τη βασιλική αυλή, συνοδεία 24 αλόγων, μερικές φορές μαζί και με άλλες μοναχές.[9] Μετά το 1313 της αφαιρέθηκε ο ρόλος του επισκέπτη. Το 1317 ο αδελφός της Εδουάρδος Β΄ ζήτησε από την Ελεονώρα την αποκατάστασή της, αλλά το αίτημά του απερρίφθη. Όμως η Μαρία επέμεινε και τελικά πέτυχε την έκδοση παπικής βούλας, που απαιτούσε την αποκατάστασή της, με την οποία η Ελεονώρα συμμορφώθηκε.[7]
Παρά τη σύγκρουση της με την Ελεονώρα, η Μαρία ζούσε άνετα. Το 1316 κατάφερε να δανειστεί περισσότερο από 2 στερλίνες από το ταμείο της μονής και έστειλε έναν υπάλληλο στο Λονδίνο, για προσωπικά της θελήματα, εξόδοις της μονής. Ο Δομηνικιανός μοναχός και συγγραφέας Νικόλας Τρέβετ αφιέρωσε τα Χρονικά του στη Μαρία του Γούντστοκ, ενδεχομένως και με ανάθεση από την ίδια. Τα Χρονικά έγιναν σημαντική πηγή πληροφόρησης για τους μετέπειτα ιστορικούς.[10] Η Μαρία πέθανε πριν τον Ιούλιο του 1332 και τάφηκε στο Αμέσμπουρι. Μετά τον θάνατό της, ο Ιωάννης του Βάρεν, 7ος κόμης του Σάρεϊ, που είχε παντρευτεί την ανιψιά της, Ιωάννα, ζήτησε να τη χωρίσει, ισχυριζόμενος ότι είχε σχέση με τη Μαρία λίγο πριν παντρευτεί. Παρά το γεγονός ότι ο Πάπας διέταξε τη διενέργεια ερευνών επί του ζητήματος, αλήθεια δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.[11]
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Mary of Woodstock της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |