Μαργαρίτα Μπράχε

Μαργαρίτα Μπράχε
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση28  Ιουνίου 1603[1]
Rydboholm Castle
Θάνατος15  Μαΐου 1669[1]
Τόπος ταφήςΑνάκτορο Μπαντ Χόμπουργκ
Χώρα πολιτογράφησηςΣουηδία
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΚυρία επί των τιμών
Οικογένεια
ΣύζυγοςBengt Oxenstierna (1633–1643)
Johan Oxenstierna (1647–1657)
Φρειδερίκος Β΄ της Έσσης-Χόμπουργκ (1661–1669)
ΓονείςAbraham Brahe
ΑδέλφιαChristina Abrahamsdotter Brahe
Περ Μπράχε o νεότερος
Νιλς Μπράχε
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαργαρίτα (γερμ.: Margareta Abrahamsdotter Brahe, 28 Ιουνίου 1603, Ρύντμποχολμ - 15 Μαΐου 1669, Βέφερλινγκεν) από τον Οίκο των Μπράχε ήταν Σουηδή αριστοκράτισσα και Αυλική αξιωματούχος, που με τον γάμο της έγινε λαντγκραβίνα της Έσσης-Χόμπουργκ. Προκάλεσε μεγάλη προσοχή με τους γάμους της, οι οποίοι θεωρήθηκαν σκανδαλώδεις.

Ήταν η κόρη του συμβούλου (riksråd) Άμπραχαμ Πέντερσον Μπράχε κόμη του Βίζινγκσμποργκ (1569-1630) και της Έλσας Γκύλενστιερνα του Λούντχολμ, και ως εκ τούτου αδελφή των Περ Μπράχε του Νεότερου και Νιλς Μπράχε, και εξαδέλφη της Έμπα Μπράχε. Ανήκε σε μία από τις πιο διάσημες ευγενείς οικογένειες στη Σουηδία και συγγένευε με τη βασιλική οικογένεια. Οι σύγχρονοι δεν την περιγράφουν ως ευφυή, αλλά ως μετριοπαθούς χαρακτήρα με με καλή αίσθηση τακτικής και ευπρέπειας και χαρούμενο χαρακτήρα, χωρίς καμία διάθεση να σχεδιάζει και να συμμετέχει σε δολοπλοκίες στην Αυλή.[2] Η υγεία της ήταν κάπως λεπτή καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της.

Ανήκε σε οικογένεια συνηθισμένη στην Αυλική υπηρεσία: η εκ πατρός θεία της ήταν η Mαργαρίτα Μπράχε (1559–1638) κυρία των τιμών. Πριν από τον πρώτο της γάμο, η Μαργαρίτα υπηρέτησε ως Hovfröken (κυρία των τιμών) στη βασίλισσα Μαρία-Ελεονόρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, άρεσε πολύ στη βασίλισσα και ήταν μέρος της ακολουθίας, που συνόδευσε εκείνη στον Τριακονταετή Πόλεμο στη Γερμανία, μετά τη Μάχη του Μπράιτενφελντ το 1631.[2]

Στις 4 Ιουλίου 1633 παντρεύτηκε τον riksråd και βασιλικό σταυλάρχη, βαρόνο Μπενγκτ Oύξενχανα (1591-1643) σε Στράλσουντ -όπου ήταν εκείνη την εποχή ακόμη στην υπηρεσία ως κυρίας της τιμής στη Μαρία-Ελεονώρα- μετά από μνηστεία τριών ετών. Το ζευγάρι επέστρεψε στη Σουηδία τον επόμενο χρόνο, αλλά ο σύζυγός της αμέσως μετά διορίστηκε γενικός κυβερνήτης της Σουηδικής Λιβονίας και διέμεναν στη Ρίγα και στο Ντόρπατ. Ο γάμος ήταν άτεκνος.

Τον Ιούνιο του 1643, η Mαργαρίτα Μπράχε έμεινε χήρα και επέστρεψε στη Σουηδία. Μετά τη λήξη της περιόδου πένθους της, επέστρεψε στη βασιλική αυλή.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1644 η Mαργαρίτα διορίστηκε στη θέση της Hovmastarinna («Αυλικής θαλαμηπόλου» ή θαλαμηπόλος του ιματισμού) της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας.[2] Αυτό ήταν το υψηλότερο αξίωμα για μία γυναίκα στη σουηδική βασιλική Αυλή, αν και το αξίωμα διαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Χριστίνας,[3] και η Μαργαρίτα μοιράστηκε τη θέση με τις Κέρστιν Μπάατ και Μπεάτα Ουξενχάνα.

Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της εθεωρείτο ως μορφή με επιρροή στην Αυλή και -όπως άλλες κυρίες της τιμής- ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τη θέση της για να ωφελήσει τους αιτούντες: όπως να συστήσει έναν ιερέα σε ένα αξίωμα στον νέο Γενικό Κυβερνήτη της Λιβονίας, να υποβάλει μία αίτηση για έναν αξιωματικό να διατηρήσει το σύνταγμά του, και να χορηγήσει υποτροφίες σε σπουδαστές. Το 1648 η εξάδελφη τής βασίλισσας Ελεονώρας-Αικατερίνης αναφέρθηκε σε αυτήν ως την «αγαπητή προστασία» της, πιθανότατα επειδή η Μαργαρίτα Μπράχε την υπεράσπισε, όταν εκείνη γέννησε ένα νόθο παιδί.[4]

Σε αυτό το σημείο της ζωής ήταν προφανώς μία ελκυστική γυναίκα, και περιγράφεται ως "η πολύ όμορφη κυρία Μπράχε".[2] Το 1647 έλαβε μία πρόταση από τον κρατικό αξιωματούχο Γιόχαν Ούξενχανα, τον μεγαλύτερο γιο και κληρονόμο του πανίσχυρου καγκελάριου κόμη Άξελ Ούξενχανα. Ο μνηστήρας της ήταν οκτώ χρόνια νεώτερός της και την είχε ήδη ερωτευτεί πριν από το γάμο του με την Άννα Στούρε (1646), έτσι όταν έγινε χήρος, της πρότεινε γάμο. Η πρόταση και ο γάμος προκάλεσαν σκάνδαλο και πολιτική δυσκολία στην Αυλή. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, ο γάμος εντός των ευγενών ήταν μία πολιτική συμφωνία, για τη δημιουργία ισορροπίας μεταξύ των πολιτικών μερίδων των ευγενών στην Αυλή, όπου ο μονάρχης έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ των ισχυρών μερίδων των Μπράχε και των Ούξενχανα.[5] Ως συνέπεια, ένα φυλλάδιο μερίδας κατηγόρησε τον Άξελ Ούξενχανα ότι διοργάνωσε τον γάμο, για να δημιουργήσει μία συμμαχία μεταξύ του ίδιου και του αδελφού της Μαργαρίτας, του Περ Μπράχε και της μερίδας του· αυτό προκάλεσε πολιτικές συγκρούσεις. Αυτή η κατηγορία τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι ο Άξελ Ούξενχανα μνήστευσε τον μικρότερο γιο του Έρικ Oύξενχανα με την ανιψιά της Μαργαρίτας, την Έλσα-Ελισάβετ Μπράχε, η οποία κατέστησε δυνατή την πραγματοποίηση του γάμου, χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία ισχύος μεταξύ των μερίδων των ευγενών.

Στην πραγματικότητα ωστόσο ο Άξελ Ούξενχανα αντιτάχθηκε σθεναρά στον γάμο: ο γιος του δεν είχε παιδιά και είχε προτείνει γάμο σε μία γυναίκα (που δεν είχε παιδιά από τον πρώτο της γάμο και) μάλλον ήταν πολύ μεγάλη για να κάνει. Επιπλέον με έναν γρήγορο γάμο, τόσο σύντομα μετά το τέλος της πρώτης συζύγου του, θα μπορούσε να αναστατώσει την πλούσια πρώην πεθερά του, την πρώην θετή μητέρα της βασίλισσας Έμπα Λέιγιονχουφβουντ, που ήταν άτεκνη και που μπορεί να άλλαζε τη γνώμη που είχε να τον κάνει κληρονόμο της.[2] Έγραψε στον γιο του: «η μητέρα σου και εγώ δεν μπορούμε παρά να συμπαθούμε το πρόσωπο της κυρίας Μαργαρίτας και θα με ευχαρίστηση θα την αγαπήσουμε ως νύφη μας. Ωστόσο, δεν θα θέλαμε να δούμε να εξαφανιστεί κάθε ελπίδα απόκτησης παιδιών σας από τον γάμο σας με αυτήν. Είστε ο μεγαλύτερος γιος μας και -μετά τον Θεό- η μόνη ελπίδα και υποστήριξή μας. Είστε νέος ακόμη, σχεδόν τριάντα πέντε, και δεν καταλαβαίνω γιατί να επιβαρύνετε τον εαυτό σας με μία ηλικιωμένη και άγονη γυναίκα και κατ' αυτόν τον τρόπο να κάνετε κάτι που μπορεί να μετανιώσετε».[5]

Αλλά ο Γιόχαν Ούξενχανα ήταν πραγματικά ερωτευμένος: ήθελε να νυμφευτεί τη Μαργαρίτα αποκλειστικά για αισθηματικούς λόγους και αρνήθηκε να εξετάσει πολιτικούς, οικονομικούς ή λόγους γονιμότητας. Τον Ιούλιο του 1648 ο Γιόχαν και η Mαργαρίτα έφτασαν στο Βίσμαρ στη Γερμανία, όπου παντρεύτηκαν.[2] Δεδομένου ότι ο γάμος δεν ήταν από σκοπιμότητα πολιτική ή οικονομική, ούτε προοριζόταν να κάνει παιδιά, ήταν ένα προφανές ταίριασμα αγάπης, έτσι ήταν αμφιλεγόμενος σε μία εποχή, όπου ο γάμος κανονικά δεν γινόταν από έρωτα: πραγματοποιήθηκε μόλις τέσσερις μήνες μετά το τέλος της πρώτης γυναίκας του γαμπρού· προκάλεσε επίσης σκάνδαλο λόγω της διαφοράς ηλικίας, όταν η νύφη -και όχι ο γαμπρός- ήταν κατά μία δεκαετία μεγαλύτερη.

Το ζευγάρι παρέμεινε στη Γερμανία, όπου ο Γιόχαν Ούξενχανα ήταν Σουηδός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Όσναμπρυκ και η Mαργαρίτα φέρεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Ειρήνης της Βεστφαλίας, μέσω της ήρεμης επιρροής της στον θερμόαιμο σύζυγό της, ο οποίος ωφελήθηκε από τις λεπτές διαπραγματεύσεις της.[2] Ο ίδιος ο Γιόχαν αναφέρθηκε σε επιστολές προς τον πατέρα του: »Μπορώ να παραδεχτώ, ότι αν η γυναίκα μου δεν ήταν εδώ, σίγουρα θα είχα ήδη χαθεί».

Ο γάμος ήταν προφανώς ευτυχισμένος, αλλά άτεκνος. Στις 5 Δεκεμβρίου 1657 η Mαργαρίτα έμεινε χήρα για δεύτερη φορά. Το τέλος του δεύτερου συζύγου της φέρεται να της προκάλεσε τόση θλίψη, που περιορίστηκε στο κρεβάτι της για πολύ καιρό.[2]

Μετά το τέλος του δεύτερου συζύγου της, η Μαργαρίτα Μπράχε ήταν μία από τις πλουσιότερες της Σουηδίας. Ο σύζυγός της είχε λάβει την «κληρονομία των Στούρε» από την Έμπα Λέιγιονχουφβουντ (τη μητέρα της πρώτης συζύγου του, κληρονόμο της Άννας Στούρε) και τα άφησε όλα στη Mαργαρίτα Μπράχε με τη διαθήκη του. Παρόλο που αυτή παραιτήθηκε από ένα μέρος της σε μία διευθέτηση με τον συγγενείς της Άννας Στούρε το 1661, είχε γίνει πολύ πλούσια και ως εκ τούτου μία ελκυστική υποψήφια για γάμο.[2]

Συνέχισε να παρευρίσκεται στην Αυλή και συνόδευσε τον διάδοχο στην επιθανάτιο κλίνη του Καρόλου ΙΑ΄ της Σουηδίας, στο Γκέτενμποργκ το 1660.

Το 1660 έλαβε δύο προτάσεις γάμου: μία από τον Λουδοβίκο-Ερρίκο λάντγκραβο του Νάσσαου-Ντίλενμπουργκ, 66 ετών, τρεις φορές χήρο με δεκαεπτά παιδιά και κακά οικονομικά, και μία από τον Φρειδερίκο Β΄ λάντγκραβο της Έσσης-Χόμπουργκ, 27 ετών, χωρίς παιδιά και ως τότε άγαμο. Ο Λουδοβίκος-Ερρίκος έστειλε τους πρεσβευτές του στη Στοκχόλμη για διαπραγμάτευση και υποστηρίχθηκε από τον αδελφό της Μαργαρίτας, τον Περ Μπράχε, αλλά η ίδια η Mαργαρίτα το σταμάτησε. Εν τω μεταξύ, ο Φρειδερίκος Β΄ ήταν ο ίδιος στη Στοκχόλμη, και την φλέρταρε προσωπικά, έτσι η Μαργαρίτα επέλεξε να αποδεχτεί την πρόταση του Φρειδερίκου Β΄, αν και αυτός ήταν τριάντα χρόνια νεότερός της, το οποίο προκάλεσε ένα μεγάλο σκάνδαλο.[2] Όταν ο Λουδοβίκος-Ερρίκος έστειλε τον αντιπρόσωπό του στη Στοκχόλμη για περαιτέρω διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρότασή του, που έχει γίνει αποδεκτή, διαπίστωσε ότι η Μαργαρίτα είχε ήδη μνηστευθεί με τον Φρειδερίκο Β΄. Ο Λουδοβίκος-Ερρίκος κατηγόρησε τη Μαργαρίτα ότι παραβίασε την υπόσχεσή της για γάμο και υπέβαλε διπλωματικές διαμαρτυρίες στη χήρα αντιβασίλισσα Χεδβίγη-Ελεονόρα και στον Περ Μπράχε, αλλά η Μαργαρίτα αρνήθηκε να αναγκαστεί από τον Λουδοβίκο-Ερρίκο ή τον αδελφό της και δεν περίμενε να λυθεί η διπλωματική σύγκρουση. Στις 12 Μαΐου 1661 παντρεύτηκε τον Φρειδερίκο Β΄ σε έναν μεγάλο γάμο με πλούσιους εορτασμούς στη βασιλική Αυλή της Στοκχόλμης, παρουσία του βασιλιά και της χήρας αντιβασίλισσας. Το ζευγάρι αναφέρεται ότι τα πήγε καλά ερωτικά, αλλά ο γάμος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο και συζητήθηκε πολύ σε απομνημονεύματα και επιστολές της εποχής.

Μετά από τον μήνα του μέλιτος στο κτήμα της, η Μαργαρίτα αναχώρησε με τον σύζυγό της για τη Γερμανία και διαίρεσε το υπόλοιπο της ζωής της ζώντας στην Αυλή της Έσσης-Χόμπουργκ στο Χόμπουργκ και σε κτήματα που αγόρασαν γύρω από την πόλη με τα χρήματά της. Αν και ήταν ευχαριστημένη με τον περίφημο γάμο της, έχασε τη Σουηδία και τους συγγενείς της, αλλά βρήκε ενδιαφέρον με τη γενεαλογική έρευνα.[2]

Ο Λουδοβίκος-Ερρίκος δημοσίευσε μία γραπτή δυσφήμιση με το όνομα Die untreue Margaretha Brahe («Η μοιχός Μαργαρίτα Μπράχε), στην οποία έδειχνε τη Mαργαρίτα ως μοιχό και τον Φρειδερίκο ότι την αποπλάνησε, και ζήτησε να τιμωρηθούν σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία.[5] Η δυσφήμηση ήταν «τερατωδώς συκοφαντική, δυσφημιστική και υπαινικτική»,[2] και ο Λουδοβίκος-Ερρίκος δημοσίευσε επίσης την αλληλογραφία του με τη Μαργαρίτα για να αποδείξει τους όρκους της για γάμο, που όμως αυτή τους διέρρηξε. Ωστόσο δεν υπήρχε καμιά απόδειξη ότι αυτή είχε αποδεχτεί την πρότασή του: είχε αποφύγει να απαντήσει· τον ενθάρρυνε,χωρίς να πει ναι. Ο Φρειδερίκος Β΄ δημοσίευσε μία πιο ήρεμη απάντηση: ότι η σύζυγός του είχε αρνηθεί τον Λουδοβίκο-Ερρίκο, όταν ενημερώθηκε για τον διεφθαρμένο τρόπο ζωής του. Αυτή η σύγκρουση προκάλεσε σκάνδαλο σε όλη τη Γερμανία και «επηρέασε τα συναισθήματα της Mαργαρίτας σε τέτοιο βαθμό, που πίστευε ότι θα πεθάνει», αλλά μέσω της διαμεσολάβησης τού αδελφού της και πολλών Γερμανών πριγκίπων, κατάφερε να πραγματοποιηθεί συμφιλίωση με τον Λουδοβίκο-Ερρίκο πριν από το τέλος του το 1662.

Κατά το τέλος της το 1669, κληροδότησε σχεδόν όλη την περιουσία της στη σύζυγό της «ως ένδειξη εκτίμησης για την τιμή και την πίστη που της έδειχνε πάντα ο νεαρός σύζυγός της.»[5] Αυτό προκάλεσε επίσης σκάνδαλο, καθώς δεν άφησε σχεδόν τίποτε στους συγγενείς της, και ο σύζυγος της ανιψιάς της Έλσας-Ελισάβετ, ο Aδόλφος-Ιωάννης Α΄ παλατινός κόμης του Κλέεμπουργκ αντιτάχθηκε στη διαθήκη, χωρίς επιτυχία.

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 «Margareta Brahe». (Σουηδικά) Dictionary of Swedish National Biography. 18049.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 Margareta Brahe, urn:sbl:18049, Svenskt biografiskt lexikon (art av O. Walde.), hämtad 2017-12-05.
  3. Fabian Persson (1999). Servants of Fortune. The Swedish court between 1598 and 1721. Lund: Wallin & Dalholm. (ISBN 91-628-3340-5)
  4. Fabian Persson (1999). Servants of Fortune. The Swedish court between 1598 and 1721. Lund: Wallin & Dalholm. (ISBN 91-628-3340-5) p. 171
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Wilhelmina Stålberg: Anteqningar om Svenska kvinnor (Notes on Swedish women) (Swedish)