Μαργκάτ

Συντεταγμένες: 35°9′4.00″N 35°56′57.01″E / 35.1511111°N 35.9491694°E / 35.1511111; 35.9491694

Μαργκάτ
Χάρτης
Είδοςκάστρο και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες35°9′4″N 35°56′57″E
Διοικητική υπαγωγήMarqab
ΧώραΣυρία
Έναρξη κατασκευής1062
Commons page Πολυμέσα

To Μαρ(γ)κάτ, επίσης γνωστό ως Μα(ρ)κάμπ (αραβικά: قلعة المرقب‎‎ Qalaat al-Marqab), είναι ένα κάστρο κοντά στην πόλη Μπανιγιάς της Συρίας, το οποίο ήταν φρούριο Σταυροφόρων και ένα από τα σημαντικότερα προπύργια των Οσπιτάλιων Ιπποτών. Βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα από τις ακτές της Μεσογείου και περίπου 6 χιλιόμετρα νότια της Μπανιγιάς.

Το κάστρο παρέμεινε σε κακή κατάσταση μέχρι το 2007, όταν άρχισαν εργασίες ανακατασκευής και αναστήλωσης.

Το Μαργκάτ βρίσκεται σε έναν λόφο, που σχηματίζεται από ένα ηφαίστειο ύψους περίπου 360 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στο δρόμο μεταξύ Τρίπολης (του Λιβάνου) και Λαττάκειας, με θέα στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Σύμφωνα με αραβικές πηγές, ο τόπος του Κάστρου Μαργκάτ οχυρώθηκε για πρώτη φορά το 1062 από μουσουλμάνους[1], οι οποίοι συνέχισαν να το κατέχουν στο Χριστιανικό Πριγκιπάτο της Αντιόχειας μετά από την Πρώτη Σταυροφορία. Όταν το Πριγκιπάτο ηττήθηκε στη Μάχη του Χαρράν το 1104, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία τους και κατέλαβε το Μαργκάτ[2] από τους Μουσουλμάνους. Λίγα χρόνια αργότερα κατελήφθη από τον Τάγκρέδο, τον Πρίγκιπα της Γαλιλαίας, αντιβασιλέα της Αντιόχειας, και έγινε μέρος του Πριγκιπάτου.

Στη δεκαετία του 1170, πέρασε υπό τον έλεγχο του Ρεϊνάλδου Β' της Αντιόχειας ως υποτελής της κομητείας της Τρίπολης. Το φρούριο ήταν τόσο μεγάλο, που είχε τους δικούς του αξιωματούχους και έναν αριθμό υποτελών. Ο γιος του Ρεϊνάλδου, Βερτράνδος, το πούλησε στους Ιωαννίτες Ιππότες το 1186, καθώς ήταν πολύ ακριβό για τη συντήρησή του από την οικογένειά του. Μετά από κάποια ανοικοδόμηση και επέκταση από τους Οσπιτάλιους, έγινε η έδρα τους στη Συρία. Υπό τον έλεγχο των Οσπιτάλιων Ιπποτών, οι δεκατέσσερις πύργοι του θεωρήθηκαν απόρθητοι.

Το 1188, ο Σαλαντίν ήρθε εναντίον του Μαργκάτ έχοντας αφήσει το Κρακ των Ιποττών αναζητώντας ευκολότερο θήραμα. Σύμφωνα με τον Αμπούλ-Φεντά, "αναγνωρίζοντας ότι το Μακάμπ ήταν απόρθητο και ότι δεν είχε καμία ελπίδα να το καταλάβει, πέρασε στην Τζαμπάλα".[1] Ήταν ένα από τα λίγα εδάφη, που έμειναν σε χριστιανικά χέρια, μετά τις κατακτήσεις του Σαλαντίν.

Στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Οσπιτάλιοι Ιππότες έλεγχαν τη γύρω γη και τους δρόμους και είχαν μεγάλα κέρδη από ταξιδιώτες και προσκυνητές, που περνούσαν από εκεί. Ο Ισαάκιος Κομνηνός της Κύπρου φυλακίστηκε εκεί, αφότου ο Ριχάρδος Α' της Αγγλίας (ο Λεοντόκαρδος) κατέλαβε την Κύπρο από αυτόν κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας. Ο επίσκοπος της γειτονικής Βαλένιας χρησιμοποίησε επίσης το Μαργκάτ ως έδρα του μετά το 1240 περίπου. Το Μαργκάτ ήταν δεύτερο σε μέγεθος και δύναμη από το άλλο φρούριο των Ιωαννιτών Ιπποτών στα νότια, το Κρακ των Ιπποτών.

Αεροφωτογραφία του Μαργκάτ, που τραβήχτηκε τη δεκαετία του '30

Τον Σεπτέμβριο του 1281, οι Ιππότες του Μαργκάτ έστειλαν ένα στρατό για να υποστηρίξουν τη μογγολική εισβολή στη Συρία, την οποία ο Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου Καλαούν απέτρεψε με επιτυχία, αφού νίκησε τον συνασπισμό στη Χομς. Για να τιμωρήσει τους Ιωαννίτες Ιπππότες, ο σουλτάνος συγκέντρωσε στρατό στη Δαμασκό και πολιόρκησε το Μαργκάτ στις 17 Απριλίου 1285. Μετά από μια πολιορκία 38 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας ανθρακωρύχοι κατάφεραν να σκάψουν αρκετές σήραγγες κάτω από τα τείχη του φρουρίου, καταστράφηκε μια προεξοχή του νοτιότερου τείχους. Οι υπερασπιστές πανικοβλήθηκαν και, όταν ανακάλυψαν τις πολλές σήραγγες γύρω από το φρούριο, παραδόθηκαν στον διοικητή των Μαμελούκων, Φαχρ αλ Ντιν Μούκρι στις 23 Μαΐου. Ο σουλτάνος της Αιγύπτου εισήλθε στο Μαργκάτ δύο ημέρες αργότερα. Την πολιορκία βίωσε ως αυτόπτης μάρτυρας ο 11χρονος Αμπούλ Φεντά με τον πατέρα του, τον Αγιουβίδη κυβερνήτη της Χάμα. Ο σουλτάνος επέτρεψε στους Ιωαννίτες Ιππότες να φύγουν με ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Αντί να καταστρέψει το Μαργκάτ, όπως έκανε με άλλα φρούρια, επισκεύασε τις άμυνές του και έθεσε μια ισχυρή φρουρά εκεί λόγω της στρατηγικής της αξίας.[3]

Το Μαρκάτ, γνωστό ως Μαρκάμπ από τους μουσουλμάνους, έγινε περιοχή της επαρχίας της Τρίπολης. Ο ταξιδιώτης Ιμπν Μπατούτα επισκέφθηκε το φρούριο και σημείωσε ότι ένα προάστιο χτίστηκε έξω από αυτό για αλλοδαπούς, στους οποίους δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο φρούριο. Ο διοικητής της περιφέρειας, που έδρευε στο φρούριο Μαρκάμπ, κατείχε τπν στρατιωτικό τίτλο του "Εμίρη 20 Μαμελούκων". Είχε καθήκον την υπεράσπιση της ακτής, ιδίως από απειλές από το νησί της Κύπρου, και τη συντήρηση των πύργων φρουράς και των παρατηρητηρίων.

Ο μουσουλμάνος ιστορικός του 15ου αιώνα Χαλίλ αλ Ζαχίρι σημείωσε ότι το φρούριο Μαρκάμπ ήταν από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της επαρχίας Τρίπολης. Το Μαρκάμπ ήταν "σαφώς αδιαπέραστο και ελέγχει μια περιοχή με πολλά χωριά".[3]

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής εποχής, το Μαργκάτ έγινε το διοικητικό κέντρο ενός καζά ("περιφέρεια") με το ίδιο όνομα, το οποίο περιείχε τρεις ναχιγιέδες ("επαρχίες"). Στη δεκαετία του 1890, υπήρχαν συνολικά 393 περιοχές με συλλογικό πληθυσμό 39.671 κατοίκων, εκ των οποίων 21.121 ήταν Αλαουίτες. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα ήταν οι ελιές, τα κρεμμύδια, ο καπνός και το μετάξι, τα οποία εμπορεύονταν σε μεγάλο βαθμό με εμπόρους με βάση τη Βηρυτό. Το φρούριο χρησίμευσε ως κατοικία του καϊμακάμη (στρατιωτικός κυβερνήτης) της περιοχής μέχρι το 1884, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στην Μπανιγιάς.[4]

Όπως το Κρακ των Ιπποτών, το Μαργκάτ είναι ένα μεγάλο κάστρο με πολλά τυπικά στοιχεία ενός ομόκεντρου κάστρου. Έχει μια καμπύλη είσοδο, που οδηγεί στη βάση ενός πύργου με πύλη. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της εσωτερικής άμυνας είναι ένας μεγάλος κυκλικός πύργος. Σε αντίθεση με το Κρακ των Ιπποτών, το Μαργκάτ έχει ένα μεγάλο εξωτερικό θάλαμο, δίνοντάς του μια μεγαλύτερη συνολική έκταση.

Μαργκάτ
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μαργκάτ
35°9′4″N 35°56′57″E
ΧώραΣυρία
Διοικητική υπαγωγήMarqab
Ίδρυση1062
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το χωριό αλ-Μαρκάμπ ( αραβικά: المرقب‎‎) βρίσκεται ακριβώς βόρεια του κάστρου, περνώντας από το δρόμο που οδηγεί βόρεια προς την παράκτια πόλη Μπανιγιάς.

Σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Συρίας (CBS), το χωριό είχε πληθυσμό 2.618 κατοίκους από την απογραφή του 2004.[5] Οι κάτοικοί του είναι κυρίως Σουνίτες Μουσουλμάνοι. Μαζί, to Al Mark;amp, το Μπασατίν αλ Άσαντ και το Αλ Μπάιντα σχηματίζουν έναν κυρίως σουνιτικό μουσουλμανικό θύλακα σε μια περιοχή, που κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από μέλη της κοινότητας των Αλαουιτών.[6]

Ένα προάστιο υπήρχε έξω από το φρούριο τουλάχιστον από τα τέλη του 12ου αιώνα, κατά την περίοδο των Σταυροφόρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι κυριότερες εξαγωγές του ήταν σουμάκ, κρασί, μούστος, αμύγδαλα, σύκα και κεραμικά. Το 1325, ο γεωγράφος της Βόρειας Αφρικής Ιμπν Μπατούτα επισκέφτηκε το προάστιο. Το 1938 το Αλ Μαρκάμπ στεκόταν κοντά στους πρόποδες του φρουρίου και ήταν μεταξύ πέντε σουνιτικών μουσουλμανικών χωριών της περιοχής, που περιείχε επίσης πολλά χωριά με Αλαουίτες, Ελληνορθόδοξους, Έλληνες Καθολικούς και Μαρωνίτες. Το 1945, στο τέλος της γαλλικής κυριαρχίας, το Αλ Μαρκάμπ είχε πληθυσμό 832 κατοίκων. Ξεκινώντας το 1968, γνώρισε σημαντική ευημερία λόγω της κατασκευής του αγωγού και του λιμανιού πετρελαίου της Iraq Petroleum Company στην Μπανιγιάς.[4]

  1. 1,0 1,1 Kennedy 1994
  2. Ήταν επίσης γνωστό ως Μάργαθον ή Μαργ(κ)άντ. Professor Denys Pringle (2013). Pilgrimage to Jerusalem and the Holy Land, 1187–1291. Ashgate Publishing. ISBN 9781409483113. 
  3. 3,0 3,1 ed. Heinrichs, 1989, p. 580.
  4. 4,0 4,1 ed. Heinrichs, 1989, p. 582.
  5. General Census of Population and Housing 2004 Αρχειοθετήθηκε 2013-01-12 at Archive.is (Αραβικά)
  6. Holliday, Joseph. The Assad Regime: From Counterinsurgency to Civil War. Middle East Security Report 8. Institute for the Study of War. Μάρτιος 2013.