![]() Εικονογράφηση του Χάρι Κλαρκ (1923) | |
Συγγραφέας | Έντγκαρ Άλλαν Πόε |
---|---|
Τίτλος | The Tell-Tale Heart |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1842 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | Ιανουάριος 1843 |
Μορφή | διήγημα |
LC Class | OL41059W[1] |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Μαρτυριάρα καρδιά (πρωτότυπος τίτλος:The Tell-Tale Heart) είναι διήγημα τρόμου του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό της Βοστώνης The Pioneer τον Ιανουάριο του 1843.[2]
Την ιστορία αφηγείται ένας ανώνυμος αφηγητής που προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για τη λογική του ενώ ταυτόχρονα περιγράφει έναν φόνο που διέπραξε. Το θύμα ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με τον οποίο ζούσε κάτω από την ίδια στέγη. Ο αφηγητής περιγράφει πώς οδηγήθηκε στον φόνο και πιστεύει ότι διέπραξε το τέλειο έγκλημα, με τον τεμαχισμό του πτώματος και την απόκρυψή του κάτω από τις σανίδες του δαπέδου. Όμως, ομολογεί το έγκλημα όταν ακούει έναν θόρυβο που ερμηνεύει ως χτύπους της καρδιάς του νεκρού.[3]
Όπως και στο διήγημα Ο μαύρος γάτος (1843), ο δολοφόνος καλύπτει προσεκτικά τα ίχνη του εγκλήματός του και πιστεύει ότι έχει διαφύγει τη σύλληψη, αλλά τελικά καταρρέει και αποκαλύπτεται μόνος του. Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα διαταραγμένη προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να παρουσιάζει την ιστορία του με μεγάλη συνοχή.[4]
Το διήγημα είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Πόε, αναγνωρίζεται ως κλασική ιστορία τρόμου και έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο.[5]
Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο από τον ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για τη διαύγεια και τον ορθολογισμό του, αλλά που παραδέχεται ότι πάσχει από μια ασθένεια (νευρικότητα) που του προκαλεί «υπερευαισθησία των αισθήσεων» την οποία θεωρεί όμως ως απόδειξη της λογικής του και όχι ως σύμπτωμα τρέλας.
Ο ηλικιωμένος, με τον οποίο ζει ο αφηγητής, έχει ένα θολό, χλωμό, μπλε μάτι που μοιάζει με με μάτι γύπα, το οποίο τρομάζει και χειραγωγεί τον αφηγητή τόσο πολύ που σχεδιάζει να τον δολοφονήσει, παρόλο που αναφέρει ότι τον αγαπάει και δεν ένιωσε ποτέ αδικημένος από αυτόν. Ο αφηγητής επιμένει ότι αυτή η προσεκτική ακρίβεια στη διάπραξη του φόνου αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να είναι παράφρονας. Για επτά νύχτες, ο αφηγητής ανοίγει την πόρτα του δωματίου του γέρου γύρω στα μεσάνυχτα και ρίχνει με το φανάρι μια λεπτή δέσμη φωτός στο «κακό μάτι». Ωστόσο, το μάτι-γύπας του γέρου είναι πάντα κλειστό, καθιστώντας αδύνατο να «κάνει τη δουλειά», κάνοντας έτσι τον αφηγητή περισσότερο νευρικό. [6]
Την όγδοη νύχτα, ο γέρος ξυπνά τρομαγμένος και κάθεται στο κρεβάτι του ενώ ο αφηγητής εκτελεί τη νυχτερινή του τελετουργία. Αντί να φύγει, μισανοίγει το φανάρι του και μια ακτίνα φωτός λάμπει ακριβώς στο μάτι του γέρου, αποκαλύπτοντας ότι είναι ορθάνοιχτο. Ο αφηγητής ακούει την καρδιά του γέρου να χτυπά, ολοένα και πιο δυνατά. Αυτό αυξάνει το άγχος και τον τρόμο του σε σημείο που αποφασίζει να τον χτυπήσει: πηδά πάνω στον γέρο, τον ρίχνει στο πάτωμα και αναποδογυρίζει το κρεβάτι πάνω του. Στη συνέχεια διαμελίζει το θύμα του, κρύβει τα κομμάτια κάτω από τις σανίδες του δαπέδου και εξαφανίζει όλα τα ίχνη του εγκλήματος.
Ωστόσο, ένας γείτονας, έχοντας ακούσει κραυγές, ειδοποίησε την αστυνομία. Ο αφηγητής καλεί τους τρεις αστυνομικούς που εμφανίζονται στην πόρτα του στις 4 το πρωί να ψάξουν, πεπεισμένος ότι δεν θα βρουν τίποτα. Τους λέει ότι οι κραυγές που ακούστηκαν ήταν δικές του μέσα σε έναν εφιάλτη και ότι ο γέρος λείπει σε ταξίδι. Δείχνει και τα χρήματα του γέρου, που είναι στη θέση τους. Βέβαιος ότι δεν θα βρουν κανένα στοιχείο του φόνου, τους φέρνει καρέκλες, και κάθονται στο δωμάτιο του γέρου, ακριβώς πάνω από το μέρος όπου θάφτηκε το πτώμα. Οι αστυνομικοί δεν υποψιάζονται τίποτε.[7]
Καθώς αισθάνεται όλο και πιο άνετα, ο αφηγητής ξαφνικά αρχίζει να νιώθει άβολα και παρατηρεί έναν χαμηλό, αχνό χτύπο, ο οποίος γίνεται όλο και πιο δυνατός. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι ο χτύπος της καρδιάς του γέρου, κάτω από τις σανίδες. Ο ήχος αυξάνεται σταθερά, αν και οι αξιωματικοί δεν φαίνεται να τον ακούνε. Ωστόσο, τρομοκρατημένος από τους συνεχείς χτύπους και πεπεισμένος ότι οι αστυνομικοί έχουν επίγνωση όχι μόνο των καρδιακών παλμών αλλά και της ενοχής του, ο αφηγητής καταρρακώνεται και τελικά ομολογεί τον φόνο και τους εξηγεί πού είναι κρυμμένα τα μέλη του πτώματος.[4]
Ο αφηγητής που διηγείται το έγκλημά του είναι συχνή τεχνική στα διηγήματα του Πόε. Στο διήγημα Μαρτυριάρα καρδιά ο ήρωας είναι ξεκάθαρα τρελός και τα κίνητρα για το έγκλημά του είναι απολύτως παράλογα, στο επόμενο διήγημα - Ο μαύρος γάτος (1843) - ο αφηγητής είναι επιρρεπής σε εκρήξεις οργής, που προκαλούνται από μια πολύ πραγματική και όχι φανταστική αιτία, από την οποία υπέφερε ο ίδιος ο Πόε για πολλά χρόνια - τον αλκοολισμό. Στο Ο Δαίμονας της διαστροφής (1845) ο αφηγητής αφού διέπραξε έναν «τέλειο» φόνο και για πολλά χρόνια έμεινε ατιμώρητος, ομολογεί το έγκλημά του επίσης υπό την πίεση των αυτοκαταστροφικών παρορμήσεών του. Στο Βαρέλι του Αμοντιλάδο (1846) ο δολοφόνος παραμένει ατιμώρητος.