Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μαχανταρμαρακσίτα | |
---|---|
Η Μεγάλη Στούπα του βασιλιά Ντουταγκαμάνι στην Ανουρανταπούρα της Σρι Λάνκα | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1ος αιώνας π.Χ. |
Χώρα πολιτογράφησης | Ινδοελληνικό βασίλειο |
Θρησκεία | Βουδισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μπίκου |
Περίοδος ακμής | 2ος αιώνας π.Χ. |
Ο Μαχανταρμαρακσίτα (Σανσκριτικά: Mahadharmaraksita, δηλ. «Μέγας προστάτης του Ντάρμα») ήταν Έλληνας («Γιόνα» στα Πάλι και «Γιαβάνα» στα Σανσκριτικά, δηλ. «Ίωνας») Βουδιστής μοναχός και διδάσκαλος, ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ινδοέλληνα βασιλιά Μενάνδρου Α'.
Στο ιστορικό κείμενο «Μαχαβάμσα» («Μεγάλο Χρονικό»), γραμμένο στη γλώσσα Πάλι, αναφέρεται πως ο Μαχανταρμαρακσίτα ταξίδεψε από την πόλη «Αλασάνδα» (πιστεύεται ότι είναι η Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, περίπου 150 χιλιόμετρα βόρεια της σημερινής Καμπούλ, ή, ενδεχομένως, η Αλεξάνδρεια Αραχωσίας), με 30.000 μοναχούς, για την τελετή εγκαινίων της Μεγάλης Στούπας στην Ανουρανταπούρα της Σρι Λάνκα, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκεύη της λίγο μετά το θάνατο του βασιλιά της Σρι Λάνκα Ντουταγκαμάνι (βασίλεψε 161 - 137 π.Χ.).
Η «Μαχαβάμσα» παραθέτει τις αποστολές των λατρευτών που επισκέφθηκαν τη Σρι Λάνκα για την καθιέρωση της Μεγάλης Στούπας, εξηγώντας ότι:
«Από την Αλασάνδα την πόλη των Γιόνα ήρθε ο θήρα (πρεσβύτερος) Γιόνα Μαχανταμμαρακχίτα με τριάντα χιλιάδες μπίκου (μοναχούς).»(«Μαχαβάμσα» XXIX)
Η αναφορά αυτή θεωρείται ότι έχει αρκετές ιστοριογραφικές επιπτώσεις όσον αφορά τον ρόλο των Ελλήνων στη Βουδιστική κοινότητα εκείνης της εποχής:[εκκρεμεί παραπομπή]
Ένα άλλο κείμενο, το «Μιλίνδα Πάνχα» («Μενάνδρου Διάλογος»), καθώς και αρχαιολογικά στοιχεία, αποδεικνύουν πως ο Μένανδρος κυβερνούσε μια τεράστια αυτοκρατορία στη βόρεια Ινδία, και πως, ασπαζόμενος το Βουδισμό, έγινε «αρχάτ» («φωτισμένος», «τελειοποιημένος», δηλ. αυτός που έχει φτάσει στη νιρβάνα). [εκκρεμεί παραπομπή]Σύμφωνα με την Βουδιστική παράδοση, ο Μένανδρος υπήρξε μέγας ευεργέτης της Βουδιστικής πίστης, στο ίδιο επίπεδο με τον Ινδό Ασόκα και τον Κοσσανό Κανίσκα.[εκκρεμεί παραπομπή]