Η μελέτη σειράς ή μελέτη κοόρτης είναι ένα είδος μελέτης παρατήρησης η οποία περιγράφει μια ομάδα ατόμων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό (π.χ. κάπνισμα ή υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα) ή στις ζωές των οποίων έχει συμβεί ένα κοινό γεγονός, όπως έτος γέννησης (σειρά γέννησης) ή αποφοίτηση (σειρά αποφοίτησης).[1] Είναι ένα από τα σημαντικότερα είδη μελετών στις επιστήμες υγείας και στις κοινωνικές επιστήμες και ιδίως στην επιδημιολογία.
Χρησιμοποιείται συχνά για τον προσδιορισμό μίας διερευνούμενης σχέσης μεταξύ ενός παράγοντα έκθεσης (αιτία) και μιας έκβασης. Στην επιδημιολογία, ο παράγοντας έκθεσης είναι συνήθως ένας παράγοντας κινδύνου για κάποιο νόσημα (π.χ. κάπνισμα), ενώ η έκβαση είναι το νόσημα (π.χ. καρκίνος του πνεύμονα). Βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή μίας μελέτης σειράς είναι ο σαφής ορισμός των ομάδων, δηλαδή των σειρών. Αυτές πρέπει να προέρχονται ιδανικά από τον ίδιο πληθυσμό και να διαφέρουν μόνο ως προς τον παράγοντα έκθεσης που μελετάται. Το σημαντικότερο κριτήριο επιλογής συμμετεχόντων σε μία μελέτη σειράς είναι η απουσία της έκβασης (νοσήματος) κατά την στιγμή προσδιορισμού του παράγοντα έκθεσης.
Οι μελέτες σειράς (και οι μελέτες παρατήρησης γενικότερα) διαφέρουν από τις κλινικές δοκιμές στο ότι δεν καθορίζει ο ερευνητής τον παράγοντα έκθεσης, την επέμβαση ή την θεραπεία που θα λαμβάνουν οι συμμετέχοντες των ομάδων σύγκρισης.[1] Παράγοντες ελέγχου (προστατευτικοί ή επιβαρυντικοί) καταγράφονται ως χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης σταθμίζονται βάσει των παραγόντων αυτών. Ο παράγοντας έκθεσης και οι παράγοντες ελέγχου καταγράφονται στην αρχή της μελέτης σειράς και οι συμμετέχοντες παρακολουθούνται για κάποιο χρονικό διάστημα για να καταγραφεί ο ρυθμός επίπτωσης της υπό μελέτη έκβασης. Χρησιμοποιούνται μοντέλα παλινδρόμησης για να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο ο παράγοντας έκθεσης συμβάλλει στην επίπτωση της έκβασης (νόσου), ενώ λαμβάνονται υπόψη άλλοι εμπλεκόμενοι παράγοντες. Οι κλινικές δοκιμές, και ειδικά οι διπλά τυφλές, τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, γενικά θεωρούνται ανώτερη μεθοδολογία στην ιεραρχία των μελετών, εφόσον επιτρέπουν τον μέγιστο έλεγχο των παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, ενώ η τυφλότητα και η τυχαιοποίηση μειώνουν τον κίνδυνο συστηματικών σφαλμάτων. Επίσης, με τον τρόπο αυτό, ελαχιστοποιείται η επιρροή γνωστών και άγνωστων συγχυτικών παραγόντων.[1]
Στις μελέτες σειράς, ο εντοπισμός πιθανών συγχυτικών παραγόντων μπορεί να γίνει από προηγούμενες μελέτες. Επίσης, διάφορες μέθοδοι μπορούν να επιστρατευτούν για την μείωση των συστηματικών σφαλμάτων. Μια τέτοια μέθοδος είναι η τυφλότητα του ερευνητή κατά την ανίχνευση της έκβασης, δηλαδή το να μην γνωρίζει ο ερευνητής αν ο συμμετέχων ανήκει στην ομάδα με ή χωρίς τον παράγοντα έκθεσης.[2] Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι εφικτό ή δεν είναι ηθικό να διεξαχθεί μια κλινική δοκιμή, όπως στην περίπτωση που ο παράγοντας έκθεσης πιθανολογείται ότι προκαλεί κάποιο αρνητική έκβαση στην υγεία. Η φυσική έκθεση των ανθρώπων σε αυτούς τους παράγοντες, είτε από ατύχημα (π.χ. ραδιενέργεια) είτε περιστασιακή (π.χ. έκθεση στον ήλιο) είτε εκούσια (π.χ. κάπνισμα) μπορεί να καταγραφεί χωρίς να υποβληθούν οι συμμετέχοντες σε παράγοντες κινδύνου εκτός από αυτούς στους οποίους εκτίθενται στην καθημερινότητά τους.
Οι μελέτες σειράς μπορούν να είναι προοπτικές ή αναδρομικές.[3] Στις προοπτικές μελέτες σειράς, επιλέγονται άτομα που δεν έχουν την υπό μελέτη έκβαση και χωρίζονται σε δύο ομάδες βάσει της παρουσίας ή απουσίας του υπό μελέτη παράγοντα έκθεσης. Τα άτομα που έχουν τον παράγοντα έκθεσης μπορούν να χωριστούν σε περαιτέρω υπο-ομάδες, βάσει των επιπέδων του παράγοντα έκθεσης. Οι συμμετέχοντες παρατηρούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και καταγράφεται η τυχόν εμφάνιση της έκβασης σε αυτούς. Στις αναδρομικές μελέτες σειράς, επιλέγεται μια σειρά ατόμων στα οποία δεν είναι γνωστό αν έχει συμβεί η έκβαση και χωρίζονται σε δύο ομάδες βάσει της παρουσίας ή απουσίας του υπό μελέτη παράγοντα έκθεσης. Οι ερευνητές αναζητούν αναδρομικά, από προϋπάρχοντα αρχεία, στοιχεία για το αν εμφανίστηκε η έκβαση σε κάθε συμμετέχοντα κατά την περίοδο μεταξύ της έναρξης του παράγοντα έκθεσης και του παρόντος. Οι αναδρομικές μελέτες σειράς, αν και ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο συστηματικών σφαλμάτων και επιρροής συγχυτικών παραγόντων, είναι φτηνότερες και ταχύτερες, εφόσον τα δεδομένα έχουν ήδη καταγραφεί και απλά απαιτείται η συλλογή και η ανάλυσή τους.[3]
Από το 1951 μέχρι το 2001, διεξάχθηκε η «Μελέτη Βρετανών Ιατρών» (British Doctors Study), στην οποία συμμετείχαν καπνιστές (ομάδα εκτεθειμένων) και μη καπνιστές (ομάδα μη εκτεθειμένων). Στην μελέτη αυτή, έγινε εξομοίωση των συμμετεχόντων των δύο ομάδων ως προς άλλους παράγοντες οι οποίοι πιθανόν να επηρέαζαν την έκβαση (καρκίνος του πνεύμονα), όπως η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και το φύλο. Με αυτό τον τρόπο, η επίδραση του παράγοντα έκθεσης (κάπνισμα) στην έκβαση (καρκίνος του πνεύμονα) μπορούσε να απομονωθεί. Στην συγκεκριμένη μελέτη, η ύπαρξη στατιστικά σημαντικής αύξησης του καρκίνου του πνεύμονα στην ομάδα των εκτεθειμένων αποτέλεσε τεκμήριο υπέρ της υπόθεσης ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα. Παρόλ' αυτά, σπάνιες εκβάσεις, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα, δεν μελετώνται συνήθως με μελέτες σειράς, αλλά με μελέτες πασχόντων-μαρτύρων.
Άλλα παραδείγματα αποτελούν η Καρδιολογική Μελέτη Φράμιγχαμ από την Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, η Εθνική Μελέτη Παιδικής Ανάπτυξης από την Βρετανία και η Μελέτη Whitehall από την Βρετανία.