Μελχιόρ Μπρούντερλαμ | |
---|---|
Γέννηση | 1355 (περίπου)[1] Υπρ |
Θάνατος | 1410[2] και 1411 Υπρ |
Χώρα πολιτογράφησης | Νότιες Κάτω Χώρες |
Ιδιότητα | ζωγράφος |
Κίνημα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μελχιόρ Μπρούντερλαμ (Melchior Broederlam, γενν. Υπρ, πιθανόν περί το 1350, απεβ. Υπρ (;), μετά το 1409) ήταν ένας από τους πρωιμότερους ζωγράφους της φλαμανδικής σχολής ζωγραφικής στον οποίο μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα αρκετά έργα που έχουν επιβιώσει. Εργάστηκε κυρίως για λογαριασμό του Φιλίππου Β΄ του Ισχυρού, Δούκα της Βουργουνδίας και καταγράφεται κατά την περίοδο 1381 ως 1409.[3] Αν και μόνον ένα μεγάλο ζευγάρι διπτύχων μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε αυτόν, δεν αμφισβητείται η σημαντική συμβολή του στη δυτική τέχνη.[4]
Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του παρέμεινε επί μακρό χρονικό διάστημα στην Ιταλία, όπου υιοθέτησε την αίσθηση του χώρου και τη χρήση μοντέλων, επηρεαζόμενος από την ιταλική ζωγραφική του 14ου αιώνα (trecento). Από το 1381 ήταν ο ζωγράφος της αυλής του Λουδοβίκου Β΄ της Φλάνδρας (Louis de Mâle), Δούκα της Βραβάντης και μετά τον θάνατό του, το 1384, εργάστηκε για λογαριασμό του διαδόχου και γαμπρού του, Φιλίππου του Ισχυρού, αν και η βάση του παρέμενε στην Υπρ, ενώ παράλληλα εκτελούσε πολλές εργασίες, κυρίως διακοσμητικές, στο ανάκτορο της Εσντέν (Hesdin) που σήμερα δεν υπάρχει , το οποίο ήταν γεμάτο από περίτεχνες μηχανικές συσκευές, ένα είδος "μουσείου της φύσης", που χρειάζονταν ζωγράφισμα.[5] Όπως πολλοί ζωγράφοι που εργάζονταν σε αυλές ηγεμόνων, του Γιαν φαν Έικ συμπεριλαμβανομένου, ονομάστηκε valet de chambre του Δούκα το 1387 και προάχθηκε σε ζωγράφο της αυλής το 1391. Συνέχισε να εργάζεται και για τον διάδοχο του Φιλίππου Ιωάννη τον Άφοβο, αν και αναφέρεται στις καταγραφές λογαριασμών του δουκάτου για τελευταία φορά το 1409.
Πιθανότατα οι μόνες σωζόμενες αμιγώς ζωγραφικές δημιουργίες του (σε αντίθεση με τη ζωγραφική σε εγχάρακτα έργα) είναι οι πτέρυγες ενός τριπτύχου του Ζακ ντε Μπερζ (Jacques de Baerze), που κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Φιλίππου για λογαριασμό της μονής Σαμόλ (Champmol) κοντά στη Ντιζόν, το οποίο ο Μπρούντερλαμ ολοκλήρωσε το 1399, χρωματίζοντας με χρυσό και άλλα χρώματα τις εγχάρακτες επιφάνειες στο εσωτερικό του.[6] Το έργο βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Ντιζόν (Musée des Beaux-Arts de Dijon) καθώς και ένα ακόμη τρίπτυχο από την ίδια ανάθεση, στο οποίο χρωμάτισε επίσης με χρυσό και άλλα χρώματα τις σκαλισμένες μορφές.[3] Πιθανότατα είχε ζωγραφίσει και τις πτέρυγες αυτού του έργου, αλλ' αυτές έχουν χαθεί. Οι κανόνες της Συντεχνίας συνήθως επέβαλαν η εγχάραξη και ο επιχρωματισμός ενός έργου όφειλαν να εκτελούνται από μέλη διαφορετικών συντεχνιών.[7]
Η χρήση ελαιοχρωμάτων από πλευράς Μπρούντερλαμ είχε ισχυρή επίδραση στους ζωγράφους της επόμενης γενεάς, περιλαμβανομένων των Ρομπέρ Καμπέν και Γιαν φαν Έικ. Και τα δύο πάνελ περιλαμβάνουν δύο σκηνές, με μεγάλα τοπία και με τρόπο που προέρχεται από την Ιταλία. Αν και η προοπτική τους πολύ απέχει από την πλήρη ανάπτυξη, το φως και οι σκιάσεις χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να δίνουν μια αίσθηση βάθους και μάλιστα με εξελιγμένο τρόπο, ενώ η ρεαλιστική απεικόνιση του Αγίου Ιωσήφ επρόκειτο να αποτελέσει ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της Ολλανδικής ζωγραφικής. Μολονότι ο ουρανός είναι βαμμένος χρυσός στα πάνελ της Ντιζόν, ένα γεράκι που υπερίπταται σε ένα από αυτά δείχνει ότι πρόθεση είναι η απεικόνιση του πραγματικού χώρου. Τα κτίσματα στον "Ευαγγελισμό" συνδυάζουν ρωμανική και γοτθική τεχνοτροπία και πιθανότατα θέλουν να καταδείξουν την αντίθεση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μια οπτική αλληγορία που επρόκειτο να γίνει χαρακτηριστικό στη ζωγραφική των φαν Έικ.[8]
Μερικά άλλα έργα έχουν αποδοθεί στον Μπρούντερλαμ ή στο εργαστήριό του, αλλά χωρίς αυτό να γίνεται γενικά αποδεκτό.[9] Ιδιαίτερα οι έξι σκηνές (δύο πάνελ που είναι ζωγραφισμένα και στις δύο πλευρές τους) από τρίπτυχα της μονής Σαμόλ, διαμοιρασμένα σήμερα στην Αμβέρσα και στη Βαλτιμόρη, συχνά αποδίδονται στον Μπρούντερλαμ, αν και οι εικονογραφικές και στυλιστικές λεπτομέρειες καταδεικνύουν τεχνοτροπία ζωγράφων της κοιλάδας του Μεύση (Mosan).[10]