Μενεμένη | |
---|---|
38°36′13″N 27°4′41″E | |
Χώρα | Τουρκία |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Σμύρνης |
Έκταση | 573 km²[1] |
Υψόμετρο | 20 μέτρα |
Πληθυσμός | 186.182 (2020)[2] |
Ταχ. κωδ. | 35660[3] |
Ζώνη ώρας | UTC+03:00 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μενεμένη[4][5] (παλαιότερα Μαινεμένη, τουρκ. Menemen) είναι περιοχή της επαρχίας Σμύρνης στην Τουρκία, καθώς και η κεντρική πόλη της περιοχής. Η περιοχή εκτείνεται σε μια εύφορη πεδιάδα που βρέχεται από τον ποταμό Έρμο (Gediz). Η περιοχή της Μενεμένης γειτνιάζει με τις περιοχές Aliağa και Φώκαιας (Foça) στα βόρεια και Μπουρνόβα, Κορδελιού (Karşıyaka) και Çiğli στα νότια, με τις δύο τελευταίες να ανήκουν στην μητροπολιτική περιοχή της Σμύρνης. Η περιοχή της Μενεμένης διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή 27 χιλιομέτρων στα δυτικά και συνορεύει με την επαρχία Μανίσας στα ανατολικά.
Η πόλη της Μενεμένης βρίσκεται σε απόσταση 35 χιλιομέτρων από το κέντρο της Σμύρνης. Οι οικισμοί σε όλη την περιοχή είναι αραιά διασκορπισμένοι κατά μήκος της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Σμύρνης στο νότο και αποτελείται από απομονωμένα χωριά και αγρούς στον βορρά, με αποτέλεσμα να έχει μέσο ποσοστό αστικοποίησης μόνο 42%. Η οικονομία εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία και την κτηνοτροφία, αν και τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και η παραγωγή και εξαγωγή δέρματος, κεραμικών και άλλων πήλινων ειδών και πλαστικών προϊόντων, με βάση δύο ξεχωριστές οργανωμένες βιομηχανικές ζώνες. Τα κεραμικά προϊόντα της Μενεμένης είναι διάσημα σε όλη την Τουρκία εδώ και αιώνες. Αυτές οι δύο οργανωμένες βιομηχανικές ζώνες καθώς και οι δραστηριότητες από την παρακείμενη μητροπολιτική περιοχή της Σμύρνης αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην οικονομία της περιοχής. Ωστόσο, ο ποταμός Έρμος, ο οποίος διαρρέει την πεδιάδα της Μενεμένης για να καταλήξει στο Αιγαίο, εξακολουθεί να αποτελεί τον ζωοδότη της περιοχής και ζητήματα που σχετίζονται με την ροή του, καθώς και τα σημερινά επίπεδα σχετικά υψηλής ρύπανσης, είναι θέματα συνεχούς συζήτησης. Το επίπεδο εκπαίδευσης είναι υψηλό στην Μενεμένη, με ποσοστό αναλφαβητισμού περί το 1%.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την ιστορική προέλευση του ελληνικού ονόματος Μενεμένη ή Μαινεμένη. Η συνηθέστερη εξήγηση αποδίδει το όνομα στην αρχαία ελληνική λέξη μαινόμενος (εξαγριωμένος, εκτός εαυτού), που αναφέρεται στον μύθο κατά τον οποίο ο Ηρακλής εξεμάνη, για τον οποίο ο Ευριπίδης έγραψε το έργο «Ηρακλής μαινόμενος». Επιπλέον, το «μενεμένος» σήμαινε «πλημμυρισένος» ή «υπερχειλισμένος». Ελλείψει σύγχρονων φραγμάτων και άλλων μέσων ελέγχου της ροής του νερού στην αρχαιότητα, ο ποταμός Έρμος (σήμερα Gediz) προκαλουσε συχνά σοβαρές στην κοιλάδα μέχρι πρόσφατα. Το ποτάμι έχει το παρατσούκλι στα τούρκικα «Cadı Gediz», «ο μάγος Έρμος».
Με πληθυσμό περίπου 136.000, η Μενεμένη είναι η πέμπτη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στην επαρχία Σμύρνης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός της επαρχίας ήταν λίγο πάνω από εκατό χιλιάδες το 2000, μπορεί να υπολογιστεί ότι ειδικά η πόλη της Μενεμένης, αλλά και τα περίχωρά της, έχουν υψηλό ποσοστό αύξησης πληθυσμού. Καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση αυτή ήταν η εσωτερική μετανάστευση από περιοχές της Ανατολικής Ανατολίας στη δεκαετία του 2000.
Η Μενεμένη αποτελείται, εκτός από τον κεντρικό δήμο, από οκτώ οικισμούς με τους δικούς τους δήμους. Ο αριθμός των εξαρτημένων οικισμών εμφάνισε διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης και των ανθρώπινων μετακινήσεων, και σήμερα πολλοί εξ αυτών έχουν συνδεθεί με την πόλη σχεδόν ως περίχωρά της, ενώ νέοι οικισμοί έχουν συσταθεί σε περιοχές όπου υπήρχαν παλιότερα μικρά χωριουδάκια. Με στοιχεία του 2005, η περιοχή αποτελείται από είκοσι τέτοιους οικισμούς.
Ένας οικισμός στην περιοχή Panaztepe που χρονολογείται στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, με αρκετούς θολωτούς τάφους, δείχνει εμφανή μυκηναϊκή επιρροή[6]. Ο πρώτος πυρήνας της Μενεμένης σχηματίστηκε στην αριστερή όχθη του ποταμού Έρμου, πολύ κοντά στο σημερινό χωριό Yahşelli. Αυτός ο οικισμός χρονολογείται περί το 1000 π.Χ. και βρίσκεται στα φυσικά σύνορα Ιωνίας και Αιολίδας της αρχαιότητας. Πιστεύεται ότι ο οικισμός μεταφέρθηκε από τον παλιό του τόπο στο σημερινό χωριό Asarlık μεταξύ των ετών 263 και 241 π.Χ. και αργότερα στην σημερινή του θέση κατά την εποχή της τουρκικής ηγεμονίας στην Ανατολία (13ος-14ος αιώνας).
Η πόλη ιδρύθηκε από Έλληνες εποίκους. Η περιοχή ήταν αρχικά τα υπό ελληνική πολιτική επιρροή και αργότερα τέθηκε υπό την κυριαρχία του Φρυγικού Βασιλείου. Κατόπιν καταλήφθηκε από τους Λυδούς και η κυριαρχία τους διήρκεσε μεταξύ 676-546 π.Χ. μέχρι την έναρξη της περσικής κυριαρχίας στη δυτική Ανατολία μετά την ήττα που υπέστησαν ενάντια στον περίφημο Πέρση βασιλιά Κύρο.
Όταν η Περσική Αυτοκρατορία κατέρρευσε μετά από μια σειρά ήττες από τους Μακεδόνες, η περιοχή έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά τον θάνατό του το 323 π.Χ., η Μενεμένη και τα περίχωρά της έγιναν μέρος του Βασιλείου της Περγάμου.
Το 64 π.Χ. η περιοχή έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αργότερα, με τη διαίρεση της ρωμαϊκής επικράτειας σε δύο ανεξάρτητα κράτη το 395 μ.Χ., τέθηκε υπό τη βυζαντινή κυριαρχία μαζί με τις υπόλοιπες ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες.
Με την εγκαθίδρυση τουρκικού κράτους στην Ανατολία μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ (1071 μ.Χ.), η περιοχή έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων το 1084 μ.Χ., η κυριαρχία τους όμως συχνά διακόπτεται από σταυροφορίες, οι οποίες είχαν καταστροφική επίδραση, τόσο στα Βυζαντινά όσο και στα Σελτζουκικά εδάφη στη Μικρά Ασία.
Με την παρακμή των Σελτζούκων το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα, οι ντόπιοι φεουδάρχες είχαν ιδρύσει αρκετές ηγεμονίες στην περιοχή της Ανατολίας. Το μπεϊλίκι του Σαρουχάν, που ιδρύθηκε με έδρα την Μανίσα, συμπεριέλαβε την Μενεμένη μαζί με την Φώκαια και τα περίχωρά της το 1313. Τη στιγμή της τουρκικής κατάκτησης, η Μενεμένη δεν υπήρχε ως πόλη: ήταν μόνο το κέντρο του συγκροτήματος που κατείχε στην περιοχή η αριστοκρατική βυζαντινή οικογένεια Ταραχανιώτη. Φαίνεται όμως ότι υπό τον Saruhanoglu η ανάπτυξη της περιοχής ήταν σχετικά γρήγορη. Ως υπενθύμιση της προέλευσής του, ο νέος οικισμός ονομάστηκε Tarhaniyat και αυτό το εναλλακτικό όνομα διασώθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως δείχνουν οθωμανικά τεκμήρια, ιδίως τα απογραφικά μητρώα.
Η νέα αναδυόμενη δύναμη στην Ανατολία, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη το τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βαγιαζήτ Α΄.
Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τη Μενεμένη είχε γίνει ένα από τα σημαντικά παραδοσιακά κέντρα παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών ειδών και ειδών ένδυσης στην δυτική Ανατολία, καθώς ευνοήθηκε από την θέση της ακριβώς στο κέντρο μιας περιοχής με εκτεταμένες βαμβακοφυτείες. Τα υφάσματα της ήταν πολύ περιζήτητα, ιδίως ως προϊόντα εξαγωγής σε υπερπόντιες αγορές[7].
Το 1850 η Μενεμένη έγινε μέρος του νεοσυσταθέντος Βιλαετιού του Αϊδινίου με έδρα την Σμύρνη.
Το 1914, ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός στην περιοχή επηρεάστηκε από τη βίαιη εκστρατεία εθνοκάθαρσης του οθωμανικού κράτους, ενώ οθωμανικές παραστρατιωτικές ομάδες, οι Μπασί Μπαζούκ, μερικοί των οποίων ήταν Τουρκοκρητικοί και άλλοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, λεηλατούσαν και δολοφονούσαν ντόπιους Έλληνες, καταστρέφοντας χωριά νότια της Μενεμένης. Η πολιτική αυτή θεωρούνταν αντίποινα για τους μουσουλμάνους που υπέφεραν υπό ελληνική κυριαρχία από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), στους οποίους δεκάδες χιλιάδες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Στο Serekieuy, στην περιοχή της Μενεμένης, Έλληνες χωρικοί σκοτώθηκαν από αυτές τις ομάδες, αφού προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάποια αντίσταση. Λίγοι διέφυγαν στην πόλη της Μενεμένης, που τότε είχε πληθυσμό 20.000. Οι Μπασί-Μπαζούκοι τους επιτέθηκαν, αλλά δεν έπληξαν την ίδια την πόλη[8]. Μετά τις επιθέσεις στα χωριά της Μενεμένης οι ίδιες ομάδες επιτέθηκαν στη Φώκαια, με αποτέλεσμα τη Σφαγή της Φώκαιας[9]. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, ο ελληνικός πληθυσμός της Μενεμένης, όπως και άλλων περιοχών της δυτικής Ανατολίας, αναγκάστηκε να τις εγκαταλείψει ως μέρος αυτού του σχεδίου εθνοκάθαρσης [10].
Μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την Σμύρνη και προχώρησαν στην ενδοχώρα κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-1922). Μετά τη μάχη στο Μπέργκαμα, μονάδες ελληνικού στρατού κατάφεραν υποχωρώντας να εισέλθουν στην Μενεμένη ως τμήμα της ελληνικής ζώνης κατοχής της Σμύρνης. Ωστόσο, αναγκαστηκαν να υποχωρήσουν προσωρινά από την πόλη μετά από έντονη τουρκική αντίσταση κατά την οποία διαπράχθηκαν ακρότητες και από τις δύο πλευρές[11]. Η επακόλουθη σφαγή, στις 17 Ιουνίου 1919, λόγω αυτών των εξελίξεων, είχε ως αποτέλεσμα 200 Τούρκοι πολίτες να σκοτωθούν από Έλληνες[12]. Οι οθωμανικές αρχές διαμαρτυρήθηκαν για τα γεγονότα αυτά[13] , αλλά ο ελληνικός στρατός ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση στην πόλη. Από την άλλη πλευρά, συμμαχική επιτροπή μετά από έρευνα συμπέρανε ότι οι ισχυρισμοί τους ήταν ψευδείς[14], αλλά συμφώνησαν ότι η σφαγή δεν οργανώθηκε από την ελληνική διοίκηση[15], αλλά ήταν αποτέλεσμα πανικού και θυμού νεαρών Ελλήνων στρατιωτών που δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν από τους αξιωματικούς τους. Στο Μπέργκαμα, οι Τούρκοι παράστρατιωτικοί που επανεκατέλαβαν την πόλη σκότωσαν τους Τούρκους κατοίκους που είχαν υποδεχθεί τους Έλληνες και σφαγιάστηκαν και βασανίστηκαν όλοι οι Έλληνες στρατιώτες που ήταν κρατούμενοι[16].
Η πόλη ανακτήθηκε, τρία χρόνια αργότερα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 από τον τουρκικό στρατό, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922). Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Μενεμένη στα τέλη του 1923 και το 1924 βάσει της συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, σύμφωνα με την οποία Τούρκοι μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας εγκαταστάθηκαν αργότερα στην πόλη.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1930, ο Δερβίσης Μεχμέτ, Τουρκοκρητικός[17] Σούφι και αυτοαποκαλούμενος προφήτης, έφτασε στην Μενεμένη με έξι οπαδούς του σε μια προσπάθεια να υποκινήσει εξέγερση ενάντια στην κοσμική κυβέρνηση και να αποκαταστήσει τον ισλαμικό νόμο. Ο Μεχμέτ και οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του κατέκλυσαν την τοπική στρατιωτική φρουρά και σκότωσαν τον διοικητή της. Κατόπιν περιέφεραν το κομμένο κεφάλι του στην πόλη. Ο στρατός σύντομα ανέκτησε τον έλεγχο, σκοτώνοντας τον Μεχμέτ και αρκετούς από τους οπαδούς του.
Η νεοϊδρυθείσα Τουρκική Δημοκρατία θεώρησε το περιστατικό σοβαρή απειλή κατά της κοσμικής μεταρρύθμισης. Μετά από σειρά δικών, 37 άτομα καταδικάστηκαν σε θάνατο και αργότερα απαγχονίστηκαν στην πλατεία της πόλης, ενώ αρκετοί άλλοι φυλακίστηκαν. Το 1932 ανεγέρθηκε ένα μνημείο στη Μενεμένη για να τιμήσει το συμβάν.
Τον Μάιο του 2015, η Ελληνική Εκκλησία «Άγιος Κωνσταντίνος» άνοιξε ξανά και πραγματοποιήθηκε η πρώτη λειτουργία μετά από 93 χρόνια[18].
few days later, the retreat of the Greek troops from Menemen... excesses took place on both sides...The events of Aidin and the occupation of towns such as Menemen, Bergama and Odemish by the Greeks had been followed by incidents similar to those of Smyrna 28/. These incidents were used by the Sheik-ui--Islam to accuse the Greek troops of alleged atrocities against the Turkish population.
the troops who, due to weakened morale, fatigue, and fear, committed, without any provocation, a veritable massacre of defenseless Turkish civilians.