Γενικά με τον όρο μεροληπτικότητα, ή μεροληψία, ή και μονομέρεια χαρακτηρίζεται η ανακριβής εκτίμηση φαινομένων που βασίζεται σε επιμερισμένη παρατήρηση, δηλαδή μόνο σ΄ ένα μέρος - δείγμα. Η δε ανακρίβεια αυτής με χαρακτηριστική έλλειψη και μη-αντιπροσωπευτικότητα, οφείλεται ως ένα σημείο, στη συστηματική διαστρέβλωση (distortion) κατά τη συλλογή δεδομένων, ή κατά την ανάλυση των δεδομένων της παρατήρησης, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Μια μεροληπτική παρατήρηση και εξ αυτής ένας μεροληπτικός προσδιορισμός κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε μια προκατειλημμένη στάση για το ίδιο το παρατήρημα, που όμως στην πραγματικότητα δεν παύει να είναι μια "αξιολόγηση" εκτίμησης όχι όμως αντικειμενικής. Μια τέτοια λανθασμένη παρατήρηση, μπορεί να συμβεί και ασυνείδητα όταν το βάθρο παρατήρησης είναι μονομερές, π.χ. ερωτηματολόγιο, θέση φωτογράφησης κ.λπ. Για παράδειγμα σε μια συμπλοκή αναρχικών και μονάδων τάξης, διαφορετική θα είναι η παρατήρηση πίσω από τη μία εκ των δύο ομάδων (μονομερής), με εκείνη από την οροφή παρακείμενου κτιρίου (περισσότερο αντικειμενική).
Υπό την άποψη αυτή η μεροληπτικότητα σε συνδυασμό με την έννοια θέση (κατάσταση) αποτελεί συνώνυμο της προκατάληψης, όπου εν προκειμένω διαστρεβλώνεται συχνότερα από τις προτιμήσεις του παρατηρητή. Το γεγονός αυτό επισείουν πολλοί κοινωνιολόγοι, όπως οι M. W. Riley και J. Toby,[1] προκειμένου να περιφρουρήσουν τις επιστημονικές μεθόδους από την μεροληπτικότητα του παρατηρητή - ερευνητή.
Είναι γεγονός ότι ένα μεροληπτικό δείγμα που λαμβάνεται κατά οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικό όταν αφορά ιδιαίτερα ένα πληθυσμό κατά μία ή περισσότερες κατανομές χαρακτηριστικών, (π.χ. γένος, ηλικία, μόρφωση, επάγγελμα, μόνιμη διαμονή, πολιτική θέση, θρησκεία κ.ά.). Όπως επισημαίνουν οι W. J. Goode και P. K. Hatt [2] "όταν κάποιος απομακρύνεται από την τυχαία επιλογή δείγματος, τότε θα επιφέρει μεροληπτικότητα στο δείγμα". Ειδικότερα σε παρατηρήσεις συμπεριφοράς, καθώς και σε δημοσκοπήσεις η μεροληπτικότητα μπορεί να προέρχεται από τη φραστική διατύπωση σχετικής ερώτησης που οδηγεί σε προκαθορισμένη απάντηση αποκλείοντας άλλες ενδεχόμενες μνείες. Γι΄ αυτές τις περιπτώσεις ο L. Guttman ορίζει ότι "αμερόληπτη ερώτηση είναι αυτή που υποβάλλεται τόσο προς ευνοϊκά δια κείμενους όσο και δυσμενώς διακείμενους του θέματος"[3] Ίδια όμως συνέπεια, αποτροπής ορθών παρατηρήσεων, έχουν και οι μεροληπτικές απαντήσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι οι άνθρωποι κατά σύστημα ανακριβολογούν όταν αναφέρονται στη συμπεριφορά τους. Γεγονός που θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη σε κοινωνικές ερευνητικές διαδικασίες.
Παρά ταύτα στην πράξη η μεροληπτικότητα αποτελεί εξαιρετικό εργαλείο της προπαγάνδας, των προσωπικών ή ομαδικών στοχοποιήσεων, των δημοσκοπήσεων καθώς και της δημοσιογραφίας, (του καλούμενου κίτρινου τύπου), που εξυπηρετούν συγκεκριμένες (φανερές ή αφανείς - υπόγειες) σκοπιμότητες, περιπτώσεις που θα πρέπει να κρίνονται σε βάθος και με ιδιαίτερη προσοχή, ανεξάρτητα ποιος είναι ο παρουσιαστής τους.