Μεχμέτ Σέχου | |
---|---|
Ο Μεχμέτ Σέχου το 1967 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Mehmet Shehu (Αλβανικά) |
Γέννηση | 10 Ιανουαρίου 1913[1][2][3] Τσορούς |
Θάνατος | 17 Δεκεμβρίου 1981[1][2] Τίρανα |
Αιτία θανάτου | τραύμα από πυροβολισμό |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Αλβανία |
Θρησκεία | αθεϊσμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αλβανικά[4] |
Σπουδές | Στρατιωτική Ακαδημία Νουντσιατέλα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Εργατικό Κόμμα της Αλβανίας |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Φιτσιρέτε Σέχου |
Τέκνα | Μπασκίμ Σέχου |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός/Διεθνείς ταξιαρχίες |
Πόλεμοι/μάχες | Ισπανικός Εμφύλιος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Αλβανίας (1954–1981) Υπουργός Άμυνας (1974–1981) |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μεχμέτ Ισμαήλ Σέχου (αλβανικά: Mehmet Ismail Shehu, 10 Ιανουαρίου 1913 – 17 Δεκεμβρίου 1981) ήταν Αλβανός κομμουνιστής πολιτικός, που υπηρέτησε ως ο 23ος πρωθυπουργός της Αλβανίας, από το 1954 έως το 1981. Ώντας αναγνωρισμένος στρατιωτικός εξειδικευμένος στην τακτική, χωρίς την ηγεσία του οποίου οι κομμουνιστές παρτιζάνοι ίσως αποτύγχαναν στον αγώνα τους να καταλάβουν την Αλβανία για τον μαρξιστικό-λενινιστικό σκοπό, ο Σέχου έδειξε ιδεολογική κατανόηση και εργατική ηθική που τον έκανε να ξεχωρίσει και είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία προώθηση του στο κομμουνιστικό κόμμα.[5] Ο Μεχμέτ Σέχου μοιράστηκε την εξουσία με τον Ενβέρ Χότζα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με επίσημες πηγές της αλβανικής κυβέρνησης αυτοκτόνησε στις 17 Δεκεμβρίου 1981. Μετά το γεγονός αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε ολόκληρη η φατρία Σέχου (η σύζυγός της Φιτσιρέτε Σέχου Σαντζακτάρι, γιοι και άλλοι συγγενείς του) ενώ ο ίδιος ο Μεχμέτ Σέχου ανακηρύχθηκε ως ένας «από τους πιο επικίνδυνους προδότες και εχθρούς της χώρας του».[6] Ωστόσο συντηρούνται φήμες, πως ο Σέχου δολοφονήθηκε στην πραγματικότητα μετά από εντολές του Χότζα.
Ο Σέχου γεννήθηκε στο Τσορούς της Επαρχίας Μαλακάστρα στη νότια Αλβανία, από Τοσκική μουσουλμανική οικογένεια Ιμάμηδων. Ο πατέρας του ήταν γνωστός ως «ο φανατικός σεΐχης» και συμμετείχε στην αγροτική εξέγερση του 1914 ενάντια στη διακυβέρνηση του πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ, στην οποία οι αγρότες ζητούσαν την επιστροφή της οθωμανικής κυριαρχίας.[7]
Ο Σέχου αποφοίτησε από το Επαγγελματικό Γυμνάσιο της Αλβανίας στα Τίρανα το οποίο χρηματοδοτούνταν από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, το 1932. Ενδιαφέρθηκε ιδίως για τη γεωργία. Μη καταφέρνοντας να βρει θέση εργασίας στο Υπουργείο Γεωργίας κατάφερε να πάρει υποτροφία για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της στρατιωτικής ακαδημίας Νουντσιατέλα στη Νάπολη της Ιταλίας. Αφού αποβλήθηκε λόγω των φιλοκομμουνιστικών του πεποιθήσεων, το 1936, εισήλθε στη Σχολή Αξιωματικών των Τιράνων αλλά έφυγε το επόμενο έτος αφού κατατάχθηκε εθελοντικά στη δημοκρατική πλευρά κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Εντάχθηκε στο Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ανήλθε στη θέση του διοικητή του Τέταρτου Τάγματος της 12ης Ταξιαρχίας Garibaldi. Μετά την ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων συνελήφθη στη Γαλλία στις αρχές του 1939, καθώς οπισθοχωρούσε από την Ισπανία μαζί με φίλους του. Φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γαλλία και μεταφέρθηκε αργότερα σε ιταλικό στρατόπεδο, όπου εντάχθηκε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.[5]
Το 1942 επέστρεψε στην Αλβανία, η οποία ήταν υπό ιταλική κατοχή, και εντάχθηκε αμέσως στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας και στο κίνημα της Αλβανικής αντίστασης. Το 1943 επελέγη ως υποψήφιο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον Αύγουστο του 1943, λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας, ανήλθε τάχιστα στη θέση του διοικητή της 1ης Επιθετικής Ταξιαρχίας των παρτιζάνων. Ακολούθως υπήρξε διοικητής της 1ης Παρτιζανικής Επιθετικής Μεραρχίας του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Από το 1944 έως το 1945 ήταν μέλος του Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης (προσωρινή κυβέρνηση).[8]
Μετά την απελευθέρωση της Αλβανίας από τη γερμανική κατοχή (Νοέμβριος 1944), ο Σέχου έγινε αναπληρωτής επικεφαλής του γενικού επιτελείου και, αφού σπούδασε στη Μόσχα, αρχηγός του γενικού επιτελείου. Αργότερα, ήταν υποδιοικητής και στρατηγός.
Το 1948 ο Σέχου «λογόκρινε» από το κόμμα τα στοιχεία που «προσπάθησαν να διαχωρίσουν την Αλβανία από τη Σοβιετική Ένωση και να την οδηγήσουν υπό την επιρροή του Βελιγραδίου». Αυτό τον έκανε το πλησιέστερο άτομο στον Ενβέρ Χότζα και του έφερε υψηλά αξιώματα. Ωστόσο παρέμεινε στη σκιά του Χότζα.
Από το 1948 ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας και από το 1948 έως το 1953 ήταν γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής. Έχασε το τελευταίο αξίωμα στις 24 Ιουνίου όταν ο Ενβέρ Χότζα του έδωσε τις θέσεις του Υπουργού Άμυνας και του Υπουργού Εξωτερικών, διατηρώντας όμως την πρωθυπουργία. Ο Χότζα μάλλον δεν ήταν διατεθειμένος να του δώσει υπερβολική εξουσία.
Από το 1948 έως το 1954 ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός (αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Υπουργών) και Υπουργός Εσωτερικών. Αυτή η θέση τον έκανε διοικητή της μυστικής αστυνομίας, της Sigurimi. Το 1954, διαδέχθηκε τον Χότζα στη θέση του Πρωθυπουργού. Από το 1974 ήταν επίσης Υπουργός Λαϊκής Άμυνας, ενώ από το 1947 μέχρι το θάνατό του ήταν εκπρόσωπος της Λαϊκής Συνέλευσης.[9]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Σέχου απέκτησε τη φήμη του βίαιου. Κατά τη διάρκεια της διοίκησής του, οι περισσότεροι αρχηγοί των φυλών στα βουνά της βόρειας Αλβανίας εκτελέστηκαν. Το 1949 διέταξε την εκτέλεση 14 μελών Καθολικών φυλών στην περιοχή Μιρντίτα αφότου αντιστασιακοί μαχητές, ευθυγραμμισμένοι με συντηρητικούς Αλβανούς πολιτικούς εξόριστους, οι οποίοι εργαζόταν ως κατάσκοποι του Ιταλικού Ναυτικού, εκτέλεσαν τον Μπάρντοκ Μπίμπα, συγγενή του καθολικού φυλάρχου Γκιον Μαρκαγκιόνι που είχε στραφεί εναντίον του φυλετικού συστήματος ώστε να γίνει βαθμοφόρος αξιωματούχος των κομμουνιστών της επαρχίας. Ο Μάικ Μπιουρκ, ο Αμερικανός αρχικατάσκοπος ο οποίος το 1950 έστησε παραστρατιωτικό σχέδιο για να αποσταθεροποιήσει και απομακρύνει την αλβανική κυβέρνηση, δήλωσε το 1986 ότι ο Σέχου ήταν «ένα σκληρό καθίκι», του οποίου οι δυνάμεις ασφαλείας «δυσκόλεψαν το έργο» των Αμερικανών πρακτόρων.[10][11]
Στο 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Οκτώβριος 1961) ο Αναστάς Μικογιάν, ένας από τους σοβιετικούς ηγέτες, μνημόνευσε τον Μέχμετ Σέχου, ο οποίος είπε σε συνέδριο του Αλβανικού Κόμματος: «Όποιος διαφωνεί με την ηγεσία μας από κάθε άποψη, θα τον φτύσουμε στο πρόσωπο, θα τον χτυπήσουμε στο πηγούνι και, αν χρειαστεί, θα του βάλουμε σφαίρα στο κεφάλι.»[12]
Ο Σέχου θεωρούνταν το δεξί χέρι του Ενβέρ Χότζα και ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στην Αλβανία. Για 40 χρόνια ο Χότζα ήταν ο φίλος του Σέχου και ο κοντινότερος σύντροφος του. Ο Σέχου ήταν ένας από εκείνους που προετοίμαζαν την κινεζοαλβανική συμμαχία και τη διάσπαση με τη Σοβιετική Ένωση (Δεκέμβριος 1961).[13]
Στις 17 Δεκεμβρίου 1981, βρέθηκε νεκρός στην κρεβατοκάμαρά του στα Τίρανα με μια πληγή από σφαίρα στο κεφάλι του. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση (18 Δεκεμβρίου), είχε αυτοκτονήσει κατά τη διάρκεια νευρικού ξεσπάσματος. Ο Σέχου χαρακτηρίστηκε ως «εχθρός του λαού» και τάφηκε σε έρημη τοποθεσία κοντά στο χωριό Ντροκ των Τιράνων. Ο γιος του Σέχου ξεκίνησε αργότερα μια εκστρατεία για να αποδείξει ότι ο πατέρας του είχε πράγματι δολοφονηθεί. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Σέχου είχε αρχίσει να αναφέρεται ενάντια στον απομονωτισμό του Χότζα.[14]
Μετά το θάνατό του, λέχθηκε πως ο Σέχου ήταν κατάσκοπος όχι μόνο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και της CIA και της KGB. Στο βιβλίο Titoites (1982) του Χότζα, πολλά κεφάλαια είναι αφιερωμένα στη στηλίτευση του Σέχου. Το 1982, το κομμουνιστικό κόμμα εξέδωσε μια δεύτερη έκδοση της επίσημης ιστορίας του, αφαιρώντας όλες τις αναφορές στον Σέχου.[15][16] Η χήρα του Σέχου, Φιτσερέτε (το γένος Σαντζακτάρι) και δύο από τους γιους του συνελήφθησαν χωρίς καμία εξήγηση και αργότερα φυλακίστηκαν με διαφορετικά προσχήματα.[17]
Μετά την πτώση του κομμουνισμού και την αποφυλάκισή του το 1991, ο νεώτερος γιος του Μεχμέτ Σέχου, Μπασκίμ, άρχισε να αναζητά τον τάφο του πατέρα του. Στις 19 Νοεμβρίου 2001, ανακοινώθηκε πως το σημείο ταφής του Μεχμέτ Σέχου βρέθηκε.[17]
Μια δραματοποιημένη αναφορά της πτώσης και του θανάτου του Μεχμέτ Σέχου είναι το θέμα του μυθιστορήματος του Ισμαήλ Κανταρέ Ο διάδοχος (2003).