Ο όρος μη γραμμική οπτική εννοεί τον κλάδο της οπτικής που περιγράφει τη συμπεριφορά του φωτός σε μη γραμμικά μέσα, δηλαδή σε μέσα διαδόσεως του φωτός εντός των οποίων η πυκνότητα πολώσεως P αποκρίνεται μη γραμμικά στο ηλεκτρικό πεδίο E των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που αποτελούν το φως. Η μη γραμμικότητα παρατηρείται μόνο σε πολύ υψηλές εντάσεις φωτός (τιμές των ηλεκτρικών πεδίων των ατόμων, της τάξεως των 108 V/m), όπως εκείνες που παρέχουν τα λέιζερ. Πάνω από το όριο Schwinger, ο ίδιος ο κενός χώρος αναμένεται να καθίσταται μη γραμμικός. Στη μη γραμμική οπτική, η αρχή της επαλληλίας δεν ισχύει.[1][2]
Το πρώτο μη γραμμικό οπτικό φαινόμενο που προβλέφθηκε ήταν η διφωτονική απορρόφηση: το προέβλεψε η Μαρία Γκέπερτ-Μάγιερ στη διδακτορική διατριβή της το 1931, αλλά παρέμεινε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα μέχρι το 1961 και τη σχεδόν ταυτόχρονη παρατήρηση του φαινομένου αυτού στα Εργαστήρια Bell[3] και την ανακάλυψη του διπλασιασμού της συχνότητας φωτονίων από τον Πήτερ Α. Φράνκεν (1928-1999)και τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Αμφότερες οι ανακαλύψεις έγιναν λίγο μετά την κατασκευή του πρώτου λέιζερ από τον Θήοντορ Μάιμαν.[4] Ωστόσο κάποια μη γραμμικά φαινόμενα ανακαλύφθηκαν πριν την κατασκευή του πρώτου λέιζερ.[5] Η θεωρητική βάση για πολλές μη γραμμικές διαδικασίες περιγράφηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Νίκολας Μπλόμπεργκεν Nonlinear Optics.[6]