Μικρό Τριανόν | |
---|---|
Petit Trianon | |
Δυτική πρόσοψη του Μικρού Τριανόν | |
Είδος | οίκημα αναψυχής |
Αρχιτεκτονική | κλασικισμός |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 48°48′56″N 2°6′35″E |
Διοικητική υπαγωγή | Βερσαλλίες[1][2] |
Χώρα | Γαλλία[1][2] |
Έναρξη κατασκευής | 1762 |
Αρχιτέκτονας | Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ |
Χρηματοδότης | Λουδοβίκος ΙΕ΄ της Γαλλίας |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το «Μικρό Τριανόν» (Γαλλικά: Petit Trianon) είναι έπαυλη νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, στο Παλάτι των Βερσαλλιών στις Βερσαλλίες της Γαλλίας.[3]Χτίστηκε μεταξύ 1762 και 1768 κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ’ της Γαλλίας , στον κήπο ενός μεγαλύτερου βασιλικού καταφυγίου γνωστού ως «Μεγάλο Τριανόν».
Το «Μικρό Τριανόν» οικοδομήθηκε στην τοποθεσία ενός βοτανικού κήπου που αναπτύχθηκε περίπου μια δεκαετία νωρίτερα από τον Λουδοβίκο ΙΕ’, μέσα στους χώρους του «Μεγάλου Τριανόν», καταφύγιο του Λουδοβίκου ΙΔ’ από το Παλάτι των Βερσαλλιών στα νοτιοανατολικά. Σχεδιάστηκε από τον Ανζ-Ζακ Γκαμπριέλ με εντολή του Λουδοβίκου ΙΕ’ για τη μακροχρόνια ερωμένη του, την Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, και κατασκευάστηκε μεταξύ 1762 και 1768.[4]Η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ πέθανε τέσσερα χρόνια πριν από την ολοκλήρωση του και στη συνέχεια καταλήφθηκε από τη διάδοχό της, Μαντάμ ντυ Μπαρί. Αργότερα όμως, ο 20χρονος Λουδοβίκος ΙΣΤ’, με την ανάρρησή του στο θρόνο το 1774, έδωσε το κάστρο και το γύρω πάρκο του, στην 19χρονη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα για την αποκλειστική χρήση και απόλαυση της.[4][5][6]
Το «Μικρό Τριανόν» είναι ένα διάσημο παράδειγμα της μετάβασης από το στυλ ροκοκό του πρώτου μέρους του 18ου αιώνα, στο πιο νηφάλιο και εκλεπτυσμένο νεοκλασικό στυλ του 1760 και μετά. Το κάστρο, προσελκύει το ενδιαφέρον λόγω των τεσσάρων προσόψεων του, εφόσον είναι προσεκτικά σχεδιασμένες σύμφωνα με το τμήμα του κτήματος που καταλαμβάνουν. Κυριαρχεί ο Κορινθιακός ρυθμός, με δύο ανεξάρτητες στήλες και δύο εμπλεκόμενες κολόνες στο πλάι του επίσημου γαλλικού κήπου, καθώς και κάποιες στήλες που βλέπουν τόσο στην αυλή όσο και στην περιοχή που κάποτε καταλάμβαναν τα θερμοκήπια του Λουδοβίκου ΙΕ’. Παραβλέποντας όμως τον πρώην βοτανικό κήπο του βασιλιά, η υπόλοιπη πρόσοψη έμεινε κενή.
Η Μαρία Αντουανέτα επισκεπτόταν το «Μικρό Τριανόν» όχι μόνο για να ξεφύγει από την τυπική ζωή του παλατιού, αλλά και για να ξεφορτωθεί το βάρος των βασιλικών ευθυνών της. Στις Βερσαλλίες, βρισκόταν υπό μεγάλη πίεση και κρίση τόσο από τη βασιλική οικογένεια όσο και από την αυλή του παλατιού, και το «Μικρό Τριανόν» ήταν το μέρος της ευκολίας και της αναψυχής της, όπου μπορούσε να ξεκουραστεί από την καθημερινότητα της. Δεδομένου ότι όλα ήταν «de par la Reine» (με εντολή της Βασίλισσας), κανένας δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στην ιδιοκτησία χωρίς τη ρητή άδεια της (ούτε καν ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’, σύμφωνα με κάποια λεγόμενα της εποχής). Αυτή την απομάκρυνση από τον κύκλο του παλατιού, η Αντουανέτα την έκανε πολύ πρόθυμα, καθώς μονό ο «προσωπικός της κύκλος (μέσα στον οποίο ήταν η Μαρία Λουίζα Θηρεσία της Σαβοΐας, και η Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ), ήταν καλεσμένος στο «Μικρό Τριανόν».
Ήταν χώρος οικειότητας και ευχαρίστησης, και σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει η λιγότερη δυνατή επαφή μεταξύ επισκεπτών και υπαλλήλων. Για το σκοπό αυτό, το τραπέζι στην τραπεζαρία είχε σχεδιαστεί να είναι φορητό, και είχε μηχανισμό προσαρμογής ύψους από το πάτωμα, έτσι ώστε οι οικιακοί βοηθοί να μπορούν να τακτοποιήσουν πιο σωστά τις θέσεις.
Είναι ενδιαφέρον ότι στο διαμέρισμα της Μαρίας Αντουανέτας, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία, που μαρτυρούν της ανάγκη που είχε για ιδιωτική ζωή. Η διακόσμηση του μπουντουάρ της εμφανίζει μια εφευρετικότητα μοναδική για την εποχή, με καθρέφτες που, με την απλή στροφή μιας μανιβέλας, μπορούν να ανυψωθούν ή να χαμηλώσουν για να αποκρύψουν τα παράθυρα και να αντανακλούν το φως των κεριών. Επιπλέον, η κρεβατοκάμαρα της, αν και απλή, είναι επίσης κομψή σύμφωνα με το γενικό της στυλ, με έπιπλα από τους Ζωρζ Ζακόμπ και Ζαν Ανρί Ριζενέρ. Η ταπετσαρία ζωγραφίστηκε από τον Ζαν Μπατίστ Πιλιμό.
Στις 5 Οκτωβρίου 1789, η Μαρία Αντουανέτα βρισκόταν στους κήπους του «Μικρού Τριανόν» όταν ένας υπηρέτης έφερε νέα για την επικείμενη άφιξη ενός ένοπλου πλήθους από το Παρίσι. Μετά την αναγκαστική αποχώρηση της βασιλικής οικογένειας την επόμενη μέρα, η έπαυλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε, αλλά παρέμειναν οι κηπουροί και το προσωπικό που συνέχισε να ζει εκεί. Οι ανακαινίσεις που ήταν σε εξέλιξη διακόπηκαν, αφήνοντας μεγάλα ποσά οφειλόμενα στους κατασκευαστές. Ο πρώην κηπουρός της βασίλισσας, Αντουάν Ριτσάρντ, διορίστηκε ως επιμελητής των κήπων και των φυτώριων το 1792 από τον Υπουργό Εσωτερικών. Μετά την τελική ανατροπή της μοναρχίας τον Ιούλιο του 1792, όλα τα έπιπλα, τα έργα τέχνης και άλλα πολύτιμα αντικείμενα του «Μικρού Τριανόν» στάλθηκαν σε δημοπρασία, με διάταγμα της Σύμβασης της 10ης Ιουνίου 1793. Η δημοπρασία ξεκίνησε την Κυριακή, 25 Αυγούστου 1793 και συνεχίστηκε μέχρι τις 11 Αυγούστου 1794. Τα ακίνητα που πωλήθηκαν ήταν ευρέως διάσπαρτα. Αξεσουάρ ασημικών, μόλυβδου και ορείχαλκου ζητήθηκαν για χρήση στα οπλοστάσια. Ο γλύπτης Αμάμπλ Μπουασάρ, διορίστηκε τον Απρίλιο του 1794 για να αφαιρέσει από την ιδιοκτησία "εμβλήματα από δικαιώματα και φεουδαρχίες".
Με την εδραίωση της Δημοκρατίας, το κτίριο υπέστη ορισμένες αλλαγές. Δηλωμένο πλέον ως εθνική ιδιοκτησία, το οικόπεδο του χωρίστηκε σε δέκα κομμάτια. Η πόλη των Βερσαλλιών πρότεινε τη δημιουργία βοτανικού κήπου, αλλά αυτό το σχέδιο δεν εγκρίθηκε. Το 1796, η γη μισθώθηκε σε μια ταβέρνα. Μέχρι το 1801, η χρήση των εγκαταστάσεων για χορούς και φεστιβάλ είχε οδηγήσει σε παραμέληση και βανδαλισμό. Τα κτήρια της έκτασης αναφέρθηκαν ότι ήταν ερειπωμένα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν ορισμένες βελτιώσεις στη διάταξη των κήπων και εγκαταστάθηκε ένα σχολείο σε μέρος του συγκροτήματος.
Μετά από μερικά χρόνια ημι-παραμέλησης, το «Μικρό Τριανόν» έλαβε ξανά τον παραδοσιακό του ρόλο, όταν ο νέος αυτοκράτορας, ο Ναπολέων, παραχώρησε τη χρήση του κτηρίου στην αδελφή του Παυλίνα. Πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη ανακαίνιση οροφών, σωληνώσεων, δαπέδων και καμινάδων. Τα κύρια δωμάτια ξαναβάφτηκαν και τοποθετήθηκαν καθρέφτες για να αντικαταστήσουν εκείνους που πουλήθηκαν ή καταστράφηκαν. Τέλος, κρεμάστηκαν πίνακες και κατασκευάστηκε μια γέφυρα για τη σύνδεση των ανοιχτών περιοχών που περνούσαν πάνω από ένα βαθουλωτό μονοπάτι.