Μιχάιλ Ρακοβίτσα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Mihai Racoviță (Ρουμανικά) |
Γέννηση | 1660[1] |
Θάνατος | Ιουλίου 1744 ή Ιανουάριος 1756[1] ή 1744[2] Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηγεμονία της Μολδαβίας Βλαχία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ηγεμόνας |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ana Codreanu |
Τέκνα | Κονσταντίν Ρακοβίτσα Στέφαν Ρακοβίτσα princess (Anastasia) Racovitza[3] prince Mikhael Rakovitzas, beizades[3] |
Γονείς | Boyar Ionitza Racovitza[3] |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μιχάι(λ) Ρακοβίτσα, ρουμαν.: Mihai(l) Racoviță (π. 1660 – Ιούλιος 1744) ήταν πρίγκιπας της Μολδαβίας σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις (Σεπτέμβριος 1703 – 23 Φεβρουαρίου 1705· 31 Ιουλίου 1707 – 28 Οκτωβρίου 1709· 5 Ιανουαρίου 1712 – Οκτώβριος) και της Βλαχίας σε δύο περιπτώσεις (Οκτώβριος 1730 - 2 Οκτωβρίου 1731 και Σεπτέμβριος 1741 - το τέλος του). Τα διαστήματα εξουσίας του διακόπτονταν με την ανάδειξη των Φαναριωτών στα Παραδουνάβια πριγκιπάτα και θεωρείται Φαναριώτης κατά τη διάρκεια της τελευταίας διακυβέρνησής του στη Μολδαβία και της κυριαρχίας του στη Βλαχία.
Ήταν ένας ντόπιος βογιάρος του Οίκου Ρακοβίτσα (και ο πατέρας των Κονσταντίν και Στέφαν μετέπειτα πριγκίπων της Βλαχίας), στενά συγγενής με την οικογένεια Καντακουζηνών και γαμπρός του Κωνσταντίνου Β΄ Καντεμίρ. Διορίστηκε κυβερνήτης της Μολδαβίας από τον Αχμέτ Γ΄ σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να μάχεται εναντίον άλλων υποψηφίων για τον θρόνο, καθώς και των βογιάρων υποστηρικτών τους. Για να τα αντιμετωπίσει, ο πρίγκιπας βασίστηκε σε Έλληνες υποστηρικτές: συγκεκριμένα, οι σύμμαχοί του ήταν τα πρώτα μέλη της οικογένειας Ροσέττι.
Αυτές οι συγκρούσεις έφεραν αύξηση της φορολογίας, καθώς και νέες δημοσιονομικές απαιτήσεις. Αντικαταστάθηκε από τον Aντίοχο Καντεμίρ (γιο του Κωνσταντίνου Β΄), ο οποίος, αντίθετα, θεωρούνταν εξαιρετικός ηγεμόνας. Πάλι στον θρόνο, η Ρακοβίτσα καθαιρέθηκε με εντολή του σουλτάνου και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά από πιέσεις από τον Πέτρο Α΄ της Ρωσίας. Αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο.
Επέστρεψε για να κυβερνήσει στο Ιάσιο με το ξέσπασμα του Αυστροτουρκικού Πολέμου, δεδομένης της εικόνας του ως εχθρού της μοναρχίας των Αψβούργων. Όταν τα στρατεύματα των Αψβούργων εισήλθαν στη Μολδαβία, ο Ρακοβίτσα υπέστη μεγάλες απώλειες και ζήτησε βοήθεια από τους Νογκάι Τάταρους στο Γιεντισάν. Στη συνέχεια μπόρεσε να νικήσει τις δυνάμεις που είχαν διεισδύσει και έβαλε τον διοικητή των Αψβούργων να εκτελεστεί μαζί με εκείνους τους βογιάρους, που είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του.
Διατάχθηκε από τους Οθωμανούς να περάσει στην Τρανσυλβανία με τη βοήθεια των Τατάρων της Κριμαίας, όπου επρόκειτο να βοηθήσει τον Φραγκίσκο Β' Ρακότζι στην εξέγερσή του κατά των Αψβούργων. Η εκστρατεία του συνάντησε σκληρή αντίσταση των Αψβούργων στη Μπιστρίτσα και η υποχώρησή του σημαδεύτηκε από μία άλλη εισβολή των Αψβούργων, καθώς και από την ευρεία λεηλασία κτημάτων των βογιάρων από τους Nογκάι (που επέτρεψε ο Ρακοβίτσα ως πληρωμή για τη συμμετοχή τους στη μάχη). Μετά το περιστατικό, εκδιώχθηκε από τον θρόνο της Μολδαβίας, αφού ο αντίπαλός του Μαυροκορδάτος προσέφυγε στον σουλτάνο. Ο Μιχάιλ φυλακίστηκε και αντικαταστάθηκε με τον Γρηγόριο Β΄ Γκίκα.
Το 1726 ο Ρακοβίτσα προήδρευσε σε δίκη στο Ιάσιο τεσσάρων Εβραίων από το δήμο Oνιτσάνι της Βεσσαραβίας, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι είχαν δολοφονήσει τελετουργικά ένα πεντάχρονο παιδί το Πάσχα. Οι κατηγορούμενοι τελικά αθωώθηκαν μετά από διπλωματικές διαμαρτυρίες (κυρίως, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πύλη, Ζαν-Μπατίστ Λουί Πικόν, παρατήρησε ότι μία τέτοια κατηγορία δεν ήταν πλέον αποδεκτή στις «πολιτισμένες χώρες»). [4]
Η άνοδός του στον θρόνο στο Βουκουρέστι ήρθε στο πλαίσιο της Οθωμανικής εξέγερσης του Πατρώνα Χαλίλ, η οποία είχε ανατρέψει τον Αχμέτ Γ΄ και έφερε τον Μαχμούντ Α΄ ως σουλτάνο. Η πτώση του Χαλίλ τον επόμενο χρόνο σχεδόν προκάλεσε τον Ρακοβίτσα, αλλά ο Μιχάιλ έδωσε στην Πύλη επιτυχώς έσοδα από αυξημένους φόρους. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη.
Νυμφεύτηκε πρώτα τη Σάφτα Καντεμίρ, κόρη του Κωνσταντίνου Β΄ πρίγκιπα της Μολδαβίας και μετά με την Άνα Ντέντιου, κόρη τού θαλαμηπόλου Ντέντιου Κοδρεάνου. Είχε τέκνα: