Μιχαήλ Βούρτζης

Μιχαήλ Βούρτζης
Η κατάληψη της Αντιόχειας, στις 28 Οκτωβρίου 969 από τις βυζαντινές δυνάμεις υπό τον Βούρτζη, από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μιχαήλ Βούρτζης (Ελληνικά)
ΓέννησηΔεκαετία του 930
Θάνατος995 (πιθανώς)
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
κυβερνητικός αξιωματούχος
Οικογένεια
Οικογένειαd:Q109017660
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΜάχη του Ορόντη
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Δουξ

Ο Μιχαήλ Βούρτζης (περίπου 930/935 – μετά από το 996)[1] ήταν ο κορυφαίος Βυζαντινός στρατηγός στα τέλη του 10ου αιώνα. Έγινε ονομαστός για την κατάληψη της Αντιόχειας το 969, αλλά έπεσε σε δυσμένεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Αγανακτισμένοι η Οικογένεια Βούρτζη ένωσε τις δυνάμεις της με τους συνωμότες που δολοφόνησαν τον Φωκά λίγες εβδομάδες αργότερα. Ο Βούρτζης επανεμφανίζεται σε εξέχοντα ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ αυτοκράτορας Βασιλείου Β΄ και του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού, όπου άλλαξε στρατόπεδα, από υποταγή στον αυτοκράτορα κι έπειτα στους αντάρτες και πάλι στον Βασίλειο Β΄. Παρ' όλα αυτά, είχε διοριστεί εκ νέου ως δούξ της Αντιόχειας από τον Βασίλειο, μια θέση που κατείχε μέχρι το 995, όταν κι αντικαταστάθηκε εξαιτίας τής αποτυχίες του στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών.

Καριέρα επί Νικηφόρου Β 'και Ιωάννη Τσιμισκή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιχαήλ Βούρτζης ήταν το πρώτο εξέχων μέλος της οικογένειας Βούρτζη, με καταγωγή την περιοχή του άνω Ευφράτη, η οποία έγινε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες της βυζαντινής στρατιωτικής αριστοκρατίας κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα[2]. Το όνομα έχει προταθεί ότι απορρέει είτε από την αραβική λέξη "burdj", «πύργος», είτε από το τοπωνύμιο "Bourtzo" κοντά στην Τραπεζούντα. Ομοίως, η εθνοτική καταγωγή της οικογένειας αμφισβητείται μεταξύ των μελετητών: ο Βιταλίεν Λόρεντ (Vitalien Laurent) και ο Jean-Claude Cheynet προτείνουν αραβική προέλευση, ενώ ο Παναγιώτης Χαρανής και ο Νικολάος Αντόνζ τάχθηκαν υπέρ της αρμενικής καταγωγής[3][4].

Η ημερομηνία γέννησης του Μιχαήλ Βούρτζη είναι άγνωστη, αλλά πρέπει να τοποθετείται κάπου μεταξύ 930 και 935[4]. Ο ίδιος αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 968, όταν διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά (963-969) ως πατρίκιος και στρατηγός του μικρού θέματος του Μαύρου Όρους, στις νότιες ακραίες υπερόριες των όρεων Αμανού. Με βάση του το νεόκτιστο Κάστρο της Πάγρας, ο Βούρτζης και οι άνδρες του ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των βορείων συνόρων από όπου προσέγγιζαν οι Άραβες την πόλη της Αντιόχειας[2][3][5]. Αποφασίζοντας κατά των διαταγών του Νικηφόρου να μην κάνει επίθεση στη πόλη σε περίπτωση απουσίας του, στα τέλη του φθινοπώρου του 969, ο Βούρτζης έπεισε έναν προδότη μέσα στην πόλη να παραδώσει έναν από τους κύριους πύργους του τείχους, τον οποίο στη συνέχεια αμέσως κατέλαβε. Στη συνέχεια υπερασπίστηκε αυτή τη θέση από επανειλημμένες επιθέσεις των υπερασπιστών της πόλης για τρεις ημέρες, έως ότου οι ενισχύσεις υπό την ηγεσία του στρατοπεδάρχη Πέτρου έφτασε και εξασφάλισε την πόλη για τους Βυζαντινούς[2][3][6] Παρά το σημαντικό ρόλο του σε αυτή την επιτυχία, η ανταμοιβή του Βούρτζη ήταν σαφής: θυμωμένος επειδή δεν υπάκουσε στις διαταγές του, ή, σύμφωνα με άλλους, για την φωτιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος τον απόλυσε από τη θέση του και όρισε έναν συγγενή του, τον Ευστάθιο Μαλεΐνο, ως πρώτο διοικητή της Αντιοχείας[2][3][7].

Εξοργισμένος από αυτή την τιμωρία, ο Βούρτζης συμμετείχε σε μια συνωμοσία με άλλους επιφανείς στρατηγούς που ήταν σε δυσαρέσκεια με τον Νικηφόρο, επικεφαλής ανάμεσά τους και ο Ιωάννης Τσιμισκής[8]. Την νύχτα της 10/11 Δεκεμβρίου 969, μια ομάδα αυτών των συνωμοτών, συμπεριλαμβανομένου του Τσιμισκή και του Βούρτζη, κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στο παλάτι από τη θάλασσα, δολοφόνησαν τον αυτοκράτορα και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Τσιμισκή[7][9] Παρά τον εξέχοντα ρόλο του στη δολοφονία του Νικηφόρου Β΄, οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ελάχιστα τον Βούρτζη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τσιμισκή (969-976). Μόνο ο Γιαχία Αντιόχειας αναφέρει ότι το καλοκαίρι του 971, με 12.000 άνδρες, επέβλεψε τις επισκευές στα τείχη της Αντιόχειας μετά από σεισμό και εκτελέστηκε ένας από τους δολοφόνους του Πατριάρχη Χριστόφορου, αλλά δεν είναι βέβαιο αν είχε τοποθετηθεί εκεί ως διοικητής. Αντίθετα, κατά τη στιγμή του θανάτου του Τσιμισκή, τον Ιανουάριο του 976, αναφέρεται από τον Ιωάννη Σκυλίτζη ότι διέταξε την τάγμα των στρατηλατών στο στρατό του Βάρδα Σκληρού[3][10].

Σταδιοδρομία στο πλαίσιο του Βασιλείου Β΄

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος ΄'(β. 976-1025) με τον μικρότερο αδελφό του και συναυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Η΄.

Με τον θάνατο του Τσιμισκή, η αυτοκρατορική εξουσία, επανέρχεται στους νόμιμους αυτοκράτορες, τα νεαρά αδέλφια Βασίλειος Β΄ και Κωνσταντίνος Η΄. Λόγω της απειρίας τους, ωστόσο, η κυβέρνηση ουσιαστικά ασκείται από τον ισχυρό παρακοιμώμενο, Βασίλειο Λεκαππηνό. Σχεδόν αμέσως, ο παρακοιμώμενος φρόντισε να προλάβει οποιεσδήποτε κινήσεις από τις ισχυρές οικογένειες της Ανατολίας να καταλάβουν το θρόνο και ως δήθεν «θεματοφύλακες» των δύο νεαρών αυτοκρατόρων, όπως ο Φωκάς και ο Τσιμισκής είχαν κάνει[11]. Έκανε ανασχηματισμό στις πιο σημαντικές θέσεις του στρατού στην Ανατολή, μια κίνηση που ερμηνεύεται από τον Σκυλίτζη ως μια κίνηση για να αποδυναμώσει τη θέση των ισχυρών στρατηγών. Σε αυτό το σημείο, ο Βούρτζης διορίστηκε διοικητής των στρατευμάτων στο βόρειο τμήμα της Συρίας, με την έδρα του στην Αντιόχεια, ήταν ο πρώτος διοικητής της που είχε τον τίτλο δούξ της Αντιοχείας[4][12]. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, η κίνηση αυτή σχεδιάστηκε από τον παρακοιμωμένο να τον απομακρύνει μακριά από τη στενή σχέση που είχε με τον Σκληρό[3], ο οποίος ήταν πρώτος υποψήφιος για το σφετερισμό του θρόνου[11]. Σχεδόν αμέσως μετά το διορισμό του, ο Βούρτζης έκανε επιδρομή κατά των Φατιμίδων φθάνοντας μέχρι την Τρίπολη και επέστρεψε με πολλά λάφυρα[13].

Την άνοιξη, όμως, ο Βάρδας Σκληρός, που ήταν στην θέση του δούκα της Μεσοποταμίας, ξεσηκώθηκε και ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα στη Μελιτηνή[11]. Ο Βούρτζης διατάχθηκε από την Κωνσταντινούπολη να οδηγήσει τους στρατιώτες του στον Βορρά, εκεί θα συναντήσει και θα μπει υπό τις διαταγές του Ευσταθίου Μαλεΐνου, τώρα διοικητή της Κιλικίας, για να μπλοκάρουν τον επαναστάτη από τη διέλευση του Αντίταυρου. Φεύγοντας την Αντιόχεια ο Βούρτζης ακολουθεί τις διαταγές και βάδισε βόρεια[3][14]. Στη μάχη που ακολούθησε στο Φρούριο της Λάπαρα στο Θέμα Λυκανδού (φθινόπωρο 976), ωστόσο, κι ενώ ο αυτοκρατορικός στρατός νικούσε ο Βούρτζης υποχώρησε, σύμφωνα με τους χρονικογράφους[3][15][16]. Ο Σκυλίτζης, σχολιάζει δηκτικά, ότι η συμπεριφορά του Βούρτζη κατά τη διάρκεια της μάχης αποδίδετε είτε σε δειλία ή δόλο. Μετά εγκατέλειψε το αυτοκρατορικό στρατόπεδο και εντάχθηκε στο στρατόπεδο του Σκληρού. Σύμφωνα με τον σύγχρονο Γιαχία της Αντιόχειας, ο Βούρτζης σε πρώτη φάση κατέφυγε σε ένα φρούριο στο θέμα Ανατολικών. Αλλά ακολούθησε τον Σκληρό ο οποίος τον έπεισε να έρθει στο πλευρό του[3], η αποστασία Βούρτζη έφερε στον Σκληρό τον έλεγχο της Αντιόχειας, καθώς ο Βούρτζης είχε βάλει στη θέση του προσωρινά τον γιο του Κωνσταντίνο, έπειτα η πόλη έμεινε στα χέρια του Κουλέπη, ο οποίος σύντομα ανατράπηκε από τον Ουμπεηνταλάχ, ο οποίος συμμετείχε επίσης με τον Σκληρό[3][17]. Το καλοκαίρι του 977, ο Βούρτζης, μαζί με τον Ρωμανό Ταρωνίτη βρίσκονταν στη διοίκηση των δυνάμεων του Σκληρού εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού που βρισκόταν στο Κοτύλαιο κοντά στο Ικόνιο. Οι επαναστάτες δέχτηκαν όμως ήττα στο Χαλέπι και στην Οξύλιθο[3][4][18]. Μετά από αυτό, ο Βούρτζης πάλι άλλαξε στρατόπεδο και επανήλθε στον αυτοκρατορικό στρατό , με επικεφαλής τώρα τον Βάρδα Φωκά[2][3].

Τίποτα δεν είναι γνωστό από την καριέρα Βούρτζη για τα επόμενα δώδεκα χρόνια[3]. Παρόλο που ήταν μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών που είχαν επαναστατήσει εναντίον του, ο Βασίλειος Β΄ δεν τον τιμώρησε αλλά συνέχισε να στηρίζει τον Βούρτζη και τον εμπιστεύτηκε και πάλι στην κρίσιμη θέση του δούκα Αντιοχείας το 989, στο απόηχο μιας άλλης επανάστασης, αυτή τη φορά του Βάρδα Φωκά[2][19]. Τον Νοέμβριο του 989, ο Βούρτζης αντικατέστησε τον Λέοντα Φωκά, γιο του Βάρδα, που ο ίδιος είχε διορισθεί από τον αυτοκράτορα μόνο λίγους μήνες νωρίτερα[3][20]. Από τη θέση αυτή, κατά τα επόμενα χρόνια ο Βούρτζης υπερασπίστηκε τα αυτοκρατορικά σύνορα σε μια ανανεωμένη περίοδο της καταπολέμησης των Φατιμιδών, καθώς οι δύο αυτοκρατορίες αμφισβητούσαν τον έλεγχο του εμιράτου των Χαμδανιδών του Χαλεπίου[21] .

Το 991 παρείχε στρατιωτική βοήθεια προς τον Χαμδανίδη εμίρη του Χαλεπίου, Αλ Ντουάλα, γεγονός που επέτρεψε στον τελευταίο να νικήσει τον στασιαστή Μπακγιούρ, ο οποίος με τη βοήθεια των Φατιμίδων προσπάθησε να καταλάβει το Χαλέπι[3]. Στις αρχές του επόμενου έτους, ένα Φατιμιδικός στρατός προχώρησε κατά του Χαλεπίου. Ο Φατιμίδης διοικητής έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον Βούρτζη, υποστηρίζοντας ότι η σύγκρουση του ήταν με το Χαλέπι, και δεν αφορά τους Βυζαντινούς, αλλά ο Βούρτζης συνέλαβε τον αγγελιοφόρο. Μετά την ήττα τους στη μάχη κοντά στην Απάμεια οι Φατιμίδες πολιόρκησαν το Χαλέπι για 33 ημέρες, αλλά μετά ο διοικητής του άφησε μέρος των δυνάμεών του και οδήγησε τις υπόλοιπες για να αντιμετωπίσει τον Βούρτζη, ο οποίος βάδιζε προς ενίσχυση της πόλης. Στη μάχη που ακολούθησε στο Σιδεροπύργιων (Αραβικά Jisr al-Χαντίθ) ο Βούρτζης και οι άνδρες του ηττήθηκαν. Οι Άραβες μετά κατέλαβαν το φρούριο της Ίμμ, με κυβερνήτη τον ανιψιό του Βούρτζη, και λαμβάνοντας αυτόν αιχμάλωτο μαζί με 300 βυζαντινούς στρατιώτες, προχώρησαν σε λεηλασία μέσα από τα βυζαντινά εδάφη και της Γερμανίκειας. Ο Στρατηγός των Φατιμίδων επέστρεψε στο Χαλέπι, αλλά δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει και απέσυρε την πολιορκία εντός του έτους[3]. Την ίδια περίπου ώρα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Λαοδικείας, επίνειο της Αντιόχειας, ξεσηκώθηκε, αλλά ο Βούρτζης τους αντιμετώπισε επιτυχημένα και τους έστειλε στο εσωτερικό της βυζαντινής επικράτειας στη Μικρά Ασία[3][22].

Στα τέλη του καλοκαιριού του 993, οι Φατιμίδες ξεκίνησαν μια ακόμη αποστολή, καταλαμβάνοντας την Απάμεια και τη Λάρισα και συνέχισαν τις επιδρομές τους στη βυζαντινή επαρχία γύρω από την Αντιόχεια, πριν επιστρέψουν με ασφάλεια στη Δαμασκό[3]. Την άνοιξη του 994 ξανά οι Άραβες πολιόρκησαν το Χαλέπι. Απαντώντας στις εκκλήσεις για βοήθεια ο Βασίλειος Β΄ διέταξε τον Βούρτζη να πάει προς ενίσχυσή τους, και έστειλε τον Μάγιστρο Λέων Μελισσηνό με ενισχύσεις προς τη Συρία. Ο βυζαντινός στρατός όμως ηττήθηκε ξανά σε μάχη στις όχθες του Ορόντη, στις 15 Σεπτεμβρίου 994. Οι Άραβες στη συνέχεια κινήθηκαν κατά της Αζάζ και συνέχισαν την πολιορκία του Χαλεπίου, μέχρι την προσωπική παρέμβαση του Βασιλείου Β σε μια εκστρατεία αστραπή το επόμενο έτος[3][23][24]. Αυτές οι αποτυχίες, καθώς και οι κατηγορίες ότι είχε επιδεινώσει την σύγκρουση φυλακίζοντας τον πρέσβη των Φατιμίδων το 992, έφερε την δυσαρέσκεια του Βασιλείου κατά του Βούρτζη, ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον Δαμιανό Δαλασσηνό[25][26] .

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Μιχαήλ Βούρτζη μετά από αυτό, ίσως να πέθανε κάποια στιγμή γύρω στο φθινόπωρο του 995[4]. Είχε δύο γιους τον Νικηφόρο και τον Κωνσταντίνο[27] ή κατά άλλους τρεις γιους, τον Μιχαήλ, τον Θεογνώστη, και τον Σαμουήλ[2].


  1. Cheynet & Vannier 1986, σελ. 18
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Kazhdan 1991, σελίδες 317–318.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 3,14 3,15 3,16 3,17 3,18 PmbZ, Michael Burtzes (#25253).
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Stouraitis 2003.
  5. Holmes 2005, σελ. 332.
  6. Whittow 1996, σελ. 353.
  7. 7,0 7,1 Holmes 2005, σελίδες 332–333.
  8. Whittow 1996, σελίδες 353–354.
  9. Whittow 1996, σελ. 354.
  10. Holmes 2005, σελίδες 337–338.
  11. 11,0 11,1 11,2 Whittow 1996, σελ. 361.
  12. Holmes 2005, σελίδες 338–339.
  13. Holmes 2005, σελίδες 339–341.
  14. Holmes 2005, σελ. 341.
  15. Holmes 2005, σελ. 357.
  16. Kazhdan 1991, σελ. 1178.
  17. Whittow 1996, σελ. 362.
  18. Whittow 1996, σελ. 363.
  19. Magdalino 2003, σελίδες 93–94.
  20. Holmes 2005, σελ. 345.
  21. Holmes 2005, σελίδες 306ff., 346.
  22. Trombley 1997, σελ. 269.
  23. Trombley 1997, σελίδες 269–270.
  24. Holmes 2005, σελίδες 346–347.
  25. Magdalino 2003, σελ. 55.
  26. Holmes 2005, σελ. 347.
  27. Σπυρίδων Λάμπρος, Ιστορία της Ελλάδος από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης, σελ 253