Μιχαήλ Τόμσκι

Μιχαήλ Τόμσκι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Михаил Павлович Томский (Ρωσικά)
Γέννηση19ιουλ. / 31  Οκτωβρίου 1880γρηγ.[1]
Κολπίνο
Θάνατος22  Αυγούστου 1936[1]
Κορολιόφ
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
συνδικαλιστής
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΚομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαMember of the Politburo of the CPSU Central Committee (1922–1930)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μιχαήλ Πάβλοβιτς Τόμσκι (ρωσικά: Михаи́л Па́влович То́мский, γεννημένος Μιχαήλ Πάβλοβιτς Γεφρέμοφ, μερικές φορές μεταφράζεται Εφρέμοφ: Михаи́л Па́влович Ефре́мов, 31 Οκτωβρίου 188022 Αυγούστου 1936) ήταν εργάτης εργοστασίου, συνδικαλιστής και Μπολσεβίκος ηγέτης. Ήταν ο Σοβιετικός ηγέτης του Παν-Ρωσικού Κεντρικού Συμβουλίου Συνδικάτων.

Ο Τόμσκι προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σωματείο στο εργοστάσιο που εργαζόταν στην Αγία Πετρούπολη, με αποτέλεσμα να απολυθεί.[3]

Οι συνδικαλιστικές του δραστηριότητες τον ριζοσπαστικοποίησαν πολιτικά και τον ώθησαν να γίνει σοσιαλιστής και να ενταχθεί στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα το 1904 και τελικά να ενταχθεί στην Μπολσεβίκικη φράξια του κόμματος.

Γεννημένος στο Κολπίνο, του Κυβερνείου της Αγίας Πετρούπολης από οικογένεια της κατώτερης μεσαίας τάξης, Ρωσικής εθνικότητας,[4] ο Τόμσκι μετακόμισε στην Εσθονία (τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και αναμίχθηκε στην Επανάσταση του 1905. Βοήθησε να δημιουργηθεί το Σοβιέτ Ρέβελ (Τάλιν) των Εργατών Βουλευτών και το Συνδικάτο Μεταλλεργατών Ρέβελ. Ο Τόμσκι συνελήφθη και εκτοπίστηκε στη Σιβηρία.

Δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έγινε πρόεδρος του Σωματείου Χαρακτών και Χρωμολιθογράφων.

Ο Τόμσκι συνελήφθη το 1908 και στη συνέχεια εξορίστηκε στη Γαλλία, επέστρεψε όμως στη Ρωσία το 1909 όπου συνελήφθη και πάλι για τις πολιτικές του δραστηριότητες και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Ελευθερώθηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917 και μετακόμισε στη Μόσχα όπου συμμετείχε στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1918 παρακολούθησε το Τέταρτο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων (12 – 17 Μαρτίου), όπου υπέβαλε ένα ψήφισμα σχετικά με τις Σχέσεις μεταξύ Συνδικάτων και Επιτροπάτου Εργασίας το οποίο ανέφερε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε αλλάξει “το νόημα και τον χαρακτήρα των κρατικών οργάνων, όπως και τη σημασία των προλεταριακών οργάνων”. Κατέληγε ότι στο παρελθόν το παλαιό υπουργείο Εργασίας είχε ενεργήσει σαν διαιτητής μεταξύ Εργασίας και Κεφαλαίου, ενώ το νέο Επιτροπάτο ήταν υπέρμαχος της οικονομικής πολιτικής της εργατικής τάξης.

Εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή τον Μάρτιο του 1919, στο Οργκμπούρο το 1921 και πάλι στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Απρίλιο του 1922.

Ο Τόμσκι ήταν σύμμαχος του Νικολάι Μπουχάριν και του Αλεξέι Ρίκοφ, ο οποίος ηγήθηκε της μετριοπαθούς (ή δεξιάς) πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1920. Μαζί, συμμάχησαν με τη φατρία του Ιωσήφ Στάλιν και τον βοήθησαν να εκκαθαρίσει την Ενωμένη Αντιπολίτευση – με ηγέτες τους Λέοντα Τρότσκι, Λεβ Κάμενεφ και Γκριγκόρι Ζινόβιεφ – από το Κόμμα κατά τη διάρκεια της πάλης που ακολούθησε τον θάνατο του Λένιν το 1924.

Το 1928, ο Στάλιν κινήθηκε εναντίον των πρώην συμμάχων του, συντρίβοντας τους Μπουχάριν, Ρίκοφ και Τόμσκι στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής τον Απρίλιο του 1929, αναγκάζοντας τον Τόμσκι να παραιτηθεί από τη θέση του ηγέτη του συνδικαλιστικού κινήματος τον Μάιο του 1929. Ο Τόμσκι έγινε υπεύθυνος της Σοβιετικής χημικής βιομηχανίας, μια θέση που κατείχε μέχρι το 1930. Δεν επανεξελέγη στο Πολιτμπιρό μετά το 16ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Ιούλιο του 1930, αλλά παρέμεινε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής μέχρι το επόμενο Συνέδριο τον Ιανουάριο του 1934, όταν υποβιβάστηκε σε αναπληρωματικό (χωρίς ψήφο) μέλος.

Ο Τόμσκι διηύθυνε τον Κρατικό Εκδοτικό Οίκο από τον Μάιο του 1932 μέχρι τον Αύγουστο του 1936, όταν κατηγορήθηκε για τρομοκρατικές διασυνδέσεις κατά την Πρώτη Δίκη της Μόσχας των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ. Προκειμένου να μην συλληφθεί από την NKVD, ο Τόμσκι αυτοκτόνησε με πιστόλι στην ντάτσα του στο Μπόλσοβο, κοντά στη Μόσχα.[3] Κατηγορήθηκε μετά θάνατον για εσχάτη προδοσία και άλλα εγκλήματα κατά την τρίτη (Μάρτιος 1938) δίκη παρωδία των Μπουχάριν, Ρίκοφ και άλλων. Η Σοβιετική κυβέρνηση απάλλαξε τον Τόμσκι από όλες τις κατηγορίες κατά την περεστρόικα, το 1988.

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 28  Απριλίου 2014.
  2. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. skuk0001392. Ανακτήθηκε στις 8  Φεβρουαρίου 2023.
  3. 3,0 3,1 «Mikhail Tomsky». spartacus-educational.com. Σεπτέμβριος 1997. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2016. 
  4. «Михаил Павлович Томский (Ефремов)». hrono.ru. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]