Μωυσής της Χορέν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Մովսէս Խորենացի (Αρμενικά) |
Γέννηση | 410 (περίπου)[1] Harman[1] |
Θάνατος | 490 Περσαρμενία |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Αρμενίας |
Θρησκεία | Αρμενική Αποστολική Εκκλησία |
Eορτασμός αγίου | Ιεροί Μεταφραστές |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Aρμενικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιστορικός[2] μεταφραστής φιλόλογος συγγραφέας |
Αξιοσημείωτο έργο | History of Armenia |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Mambre Vertsanogh |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μοβσές Χορενατσί (αρμενικά: Մովսես Խորենացի, π. 410 με δεκαετία του 490), γνωστός και ως Μωυσής της Χορέν ή Μωυσής ο Χωρηνός, ήταν επιφανής Αρμένιος ιστορικός της ύστερης Αρχαιότητας και συγγραφέας της Ιστορίας της Αρμενίας.
Ο Χορενατσί αναγνωρίζεται ως ο παλαιότερος γνωστός ιστοριογράφος του οποίου το έργο στην ιστορία της Αρμενίας είναι γραμμένο στα αρμενικά, αλλά ήταν επίσης ποιητής, υμνογράφος και γραμματικός. Η Ιστορία της Αρμενίας γράφηκε εκ μέρους του πρίγκιπα Σαχάκ της δυναστείας των Μπαγρατιδών είχε τεράστιο αντίκτυπο στην αρμενική ιστοριογραφία. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως από Αρμένιους συγγραφείς του ύστερου μεσαίωνα. Αν και άλλοι Αρμένιοι όπως ο Αγαθάγγελος είχαν γράψει χρονικά στην ιστορία της Αρμενίας, το έργο του Μοβσές είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς περιλαμβάνει μοναδικό υλικό στις παλιές προφορικές παραδόσεις στην Αρμενία πριν την εξάπλωση του χριστιανισμού και, πιο σημαντικό, ακολουθεί την ιστορία της Αρμενίας μέχρι τις απαρχές της.
Ο Χορενατσί θεωρείται ο «πατέρας της Αρμενικής ιστορίας» και μερικές φορές αναφέρεται ως ο «Αρμένιος Ηρόδοτος».[3][4] Το έργο του Χορενατσί ήταν η πρώτη προσπάθεια να καταγραφεί ολόκληρη η ιστορία της Αρμενίας.[3]
Ο Μοβσές ήταν μαθητής του Μεσρώπ Μαστότς, εφευρέτη του αρμενικού αλφάβητου, και αναγνωρίζεται από την Αρμενική Αποστολική Εκκλησία ως ένας από τους ιερούς μεταφραστές.[5]
Λεπτομέρειες για τη βιογραφία του Μοβσές δίνονται στο τέλος της Ιστορίας των Αρμενίων, αλλά επιπλέον πληροφορίες δίνονται από μεταγενέστερους μεσαιωνικούς Αρμένιους ιστορικούς τα οποία επιτρέπουν σε σύγχρονους μελετητές να ενώσουν τις επιπλέουν πληροφορίες. Ο Μοβσές θεωρείται ότι γεννήθηκε στο χωριό Χόρνι (γνωστό και ως Χορόν ή Χορόνκ), στην αρμενική επαρχία Ταρών ή Τουρουμπεράν, περί το 410. Όμως, κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι αν είχε γεννηθεί εκεί, θα ήταν γνωστός ως Μωυσής της Χορνέχ ή Χορόν[6] και αντ'αυτού προτείνουν ότι γεννήθηκε στην επαρχία Σιουνίκ, στο χωριό Χορενά, στην περιοχή του Χαρμπάντ.[7]
Εκπαιδεύτηκε στο Σιουνίκ και αργότερα στάλθηκε για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του υπό τον Μεσρώπ Μαστότς,[8] δημιουργό του αρμενικού αλφαβήτου, και το Σαχάκ Παρτέβ. Επειδή αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες στην μετάφραση της Βίβλου από τα ελληνικά και αρμενικά, ο Μεσρόπ και ο Σαχάκ έστειλαν τον Μοβσές και αρκετούς άλλους μαθητές στην Αλεξάνδρεια, η οποία ήταν εκείνη την εποχή κέντρο εκπαίδευσης και μάθησης, έτσι ώστε να μάθουν ελληνικά και συριακές γλώσσες, καθώς και γραμματική, ρητορική, θεολογία και φιλοσοφία.[9]
Οι μαθητές έφυγαν από την Αρμενία κάποια στιγμή ανάμεσα στο 432 και 435. Πρώτα πήγαν στην Έδεσσα Μεσοποταμίας όπου σπούδασαν στις τοπικές βιβλιοθήκες. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς την Ιερουσαλήμ και την Αλεξάνδρεια. Αφότου σπούδασαν στην Αλεξάνδρεια για 5 με 6 χρόνια, ο Μοβσές και οι συμμαθητές του επέστρεψαν στην Αρμενία, όπου έμαθαν ότι ο Μεσρόπ και ο Σαχάκ είχαν πεθάνει. Ο Μοβσές εξέφρασε τη θλίψη του σε ένα εδάφιο στο τέλος της Ιστορίας της Αρμενίας.[10]
Επιπλέον, περιπλέκοντας τα προβλήματά τους, η ατμόσφαιρα στην Αρμενία όταν επέστρεψαν ήταν ιδιαίτερα εχθρική και αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση από τους ντόπιους. Ενώ οι μεταγενέστεροι Αρμένιοι ιστορικοί κατηγόρησαν για αυτή την στάση την άγνοια του πληθυσμού, όμως μια άλλη αιτία μπορεί να ήταν η περσική ιδεολογία και πολιτική, καθώς οι ηγεμόνες «δεν ανέχονταν μορφωμένους νέους μελετητές οι οποίοι είχαν μόλις φτάσει από ελληνικά κέντρα μάθησης».[11] Δεδομένης αυτής της ατμόσφαιρας και της δίωξης από τους Πέρσες, ο Μοβσές κρύφτηκε σε ένα χωριό κοντά στο Βαγαρσαπάτ και έζησε σε σχετική απομόνωση για αρκετές δεκαετίες.
Ο Γκιούτ, Καθολικός Πασών των Αρμενίων (461-471), μια μέρα συνάντησε τον Μοβσές ενώ ταξίδευε στην περιοχή, μη γνωρίζοντας την πραγματική του ταυτότητα, τον προσκάλεσε σε δείπνο μαζί με πολλές από τους μαθητές του. Ο Μοβσές αρχικά ήταν σιωπηλός, αλλά αργότερα, οι μαθητές του Γκιούτ τον προέτρεψαν να μιλήσει, με τον Μοβσές να απαγγέλλει έναν εξαιρετικό λόγο. Ένας από τους μαθητές του Καθολικού αναγνώρισε τον Μοβσές ως ένα από τα άτομα που αναζητεί ο Γκιουτ και γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο Γκιουτ και ο Μοβσές ήταν συμμαθητές και φίλοι.[12] Ο Γκιουτ φίλησε τον Μοβσές και, είτε επειδή ήταν Χαλκηδόνιος χριστιανός ή τουλάχιστον ανεκτικός σε αυτούς (ο Μοβσές ήταν Χαλκηδόνιος), τον διόρισε επίσκοπο στο Μπαγκρεβάν.
Ενόσω ήταν επίσκοπος, ο Μοβσές προσεγγίστηκε από τον πρίγκιπα Σαχάκ Μπαγρατίδη (πέθανε το 482, κατά τη διάρκεια της μάχης Χαρμανά εναντίων του περσικού στρατού), ο οποίος, έχοντας ακούσει για τη φήμη του Μοβσές, του ζήτησε να γράψει την ιστορία των Αρμενίων, ειδικά τις βιογραφίες των Αρμένιων βαιλιάδων και τις απαρχές των Αρμενικών οικογενειών ναχαράρ (ευγενών).[13] Ο Μοβσές συμφώνησε και ολοκλήρωσε το βιβλίο του κάποια στιγμή το 482. Όμως, ο Αρτασές Ματεβοσιάν, ειδικός στα μεσαιωνικά αρμενικά χειρόγραφα, πρότεινε ότι ο Μοβσές ολοκλήρωσε την Ιστορία το έτος 474.[14]
Ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ανέλαβε την παράκληση του πρίγκιπα Σαχάκ δίνεται στο πρώτο τμήμα του έργου: «Αν και είμαστε μικροί και πολύ περιορισμένοι σε αριθμό και έχουν κατακτηθεί πολλές φορές από ξένα βασίλεια, πολλές πράξεις ανδρείας έλαβαν χώρα στη γη μας, άξιες να γραφτούν και να ενθυμούνται, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ασχοληθεί να τις καταγράψει.»[15] Το έργο του είναι το πρώτο ιστορικό αρχείο το οποίο καλύπτει ολόκληρη την ιστορία της Αρμενίας από την πολύ αρχαία περίοδο μέχρι τον θάνατο του ιστορικού. Η Ιστορία του Χορενατσί ήταν το βιβλίο στο οποίο γινόταν η μελέτη της ιστορίας της Αρμενίας μέχρι τον 18ο αιώνα. Το κείμενο διαθέτει πλούσιες περιγραφές των προφορικών παραδόσεων οι οποίες ήταν δημοφιλείς εκείνη την εποχή στους Αρμένιους, όπως η ιστορία αγάπης του Αρτάσες και της Σατενίκ και η γέννηση του θεού Βαχάγκν. Ο Μοβσές έζησε αρκετά ακόμη χρόνια μετά την ολοκλήρωση του έργου και πέθανε κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του 490.
Συνήθως αναγνωρίζονται τρεις πιθανές πρώιμες αναφορές στο Μοβσές από άλλες πηγές. Η πρώτη είναι η Ιστορία των Αρμενίων του Λαζάρ Παρπετσί (περίπου 500 μ.Χ.), στην οποία ο συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς τη δίωξη πολλών αξιοσημείωτων Αρμενίων, συμπεριλαμβανομένου του «ευλογημένου Μοβσές του φιλοσόφου», ο οποίος αναγνωρίζεται από κάποιους μελετητές ως ο Μοβσές Χορενατσί.[16][17] Αλλά δεν αναφέρεται από τον Παρπετσί ότι εκείνος ο Μοβσές είχε γράψει ιστορικά έργα.[18] Η δεύτερη είναι το Βιβλίο των Γραμμάτων (6ος αιώνας), το οποίο περιλαμβάνει μια σύντομη θεολογική πραγματεία από τον «Μοβσές Χορενατσί».[19] Όμως, αυτή η πραγματεία, καθώς δεν είναι ιστορικό έργο, εν μπορεί να αποδοθεί πειστικά στον ιστορικό Μοβσές.[20] Η τρίτη πιθανή αναφορά είναι ένα χειρόγραφο του 10ου-11ου αιώνα, το οποίο περιλαμβάνει ένα κατάλογο χρονολογιών ο οποίος αποδίδεται στον Αθανάσιο της Ταρών (6ος αιώνας): στο έτος 474 ο κατάλογος αναφέρει «Μωυσής του Κορέν, φιλόσοφος και συγγραφέας». Η αναφορά αυτή, όμως, θεωρείται υπερβολικά ασαφής.[20]
Ιστορικός με το όνομα Μωυσής ήταν άγνωστος στην αρμενική βιβλιογραφία πριν τον 10ο αιώνα. Οι αναφορές στον Μοβσές και η χρήση των πληροφοριών από το βιβλίο του βρίσκονται στα έργα των Μοβσές Καγκανκατβατσί,[17] Τοβνά Αρτσρουμί, Οβαννές Ντρασκχανακερτσί και άλλους μεσαιωνικούς Αρμένιους συγγραφείς.
Αρχίζοντας από τον 19ο αιώνα, ως τμήμα της γενικής τάσης εκείνων των χρόνων να επανεξετάζεται επικριτικά η εγκυρότητας των κλασικών πηγών, η Ιστορία του Μοβσές τέθηκε υπό αμφιβολία μετά από την ανακάλυψη ιστορικών ανακριβειών και αναχρονισμών. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Άλφρεντ φον Γκουτσμιντ οδήγησαν στην «υπερκριτική φάση»[21][22] της μελέτης του έργου του Μοβσές. Πολλοί Ευρωπαίοι και Αρμένιοι μελετητές οι οποίοι έγραφαν στα τέλη του 19ού και στις αρχές του 20ού αιώνα μείωσαν την σημασία του ως ιστορική πηγή και χρονολόγησαν την Ιστορία ανάμεσα στον 7ο και στον 9ο αιώνα.[23] Ο Στεπάν Μαλχασιάντς, Αρμένιος φιλόλογος και ειδικός στην κλασική αρμενική γραμματεία, συνέδεσε αυτή τη περίοδο με ένα «ανταγωνισμό», στον οποίοι οι μελετητές προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τους άλλους στην κριτική του Μοβσές.[24]
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μελετητές όπως ο Φρέντρερικ Κορνγουάλις Κόνιμπεαρ, ο Μανούκ Αμπεγιάν και ο Στεπάν Μαλχασιάντς απέρριψαν τα συμπεράσματα των μελετητών της υπερκριτικής σχολής. Εθνογραφική και αρχαιολογική έρευνα κατά τη διάρκεια της περιόδου επιβεβαίωσε πληροφορίες τις οποίες περιελάμβανε μόνο το έργο του Μοβσές και υποστήριξε την άποψη ότι είχε γραφεί όντως τον 5ο αιώνα.[25] Παρά αυτές τις μελέτες, οι επικρίσεις στο έργο αναβίωσαν στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα[26] και πολλοί Δυτικοί μελετητές συνεχίζουν να ενστερνίζονται τα συμπεράσματα των παλαιότερων μελετητών.[27][28]
Ο Ρόμπερτ Τόμσον, πρώην πρόεδρος των Αρμενικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και μεταφραστής πολλών κλασσικών αρμενικών έργων, υποστήριξε ότι το έργο του Μοβσές περιλαμβάνει πολλούς αναχρονισμούς.[29] Αυτή η προσέγγιση για την αξιολόγηση του έργου του Μοβσές επικρίθηκε όταν εμφανίστηκε η αγγλική μετάφραση της Ιστορίας των Αρμενίων το 1978[17][30][31] και τα επιχειρήματά του εντικρούστηκαν.[32] Ο Βρεΐ Νερσεσιάν ασχολήθηκε με πολλά από τα επιχειρήματα του Τόμσον, όπως της μεταγενέστερης χρονολόγησης και ότι ο Μοβσές έγραψε ένα απολογιστικό για τους Μπαγρατίδες.[31]
Ο Γκακγίκ Σαργκσιάν, Αρμένιος μελετητής των Κλασικών και βιογράφος του Μοβσές, επίσης απέρριψε την κριτική του Τόμσον λόγο αναχρονιστική υπερκριτικής και για ανακίνηση των «πιο υπερβολικών δηλώσεων» των μελετητών της υπερκριτικής φάσης, ιδίως του Γκριγκόρ Χαλατιάντς (1858-1912).[33] Ο Σαργκσιάν σημείωσε ότι ο Τόμσον καταδικάζει τον Μοβσές επειδή δεν αναφέρει τις πηγές του, αγνοώντας το γεγονός ότι οι αρχαίοι και μεσαιωνικοί ιστορικοί λειτουργούσαν εκτός των συγχρόνων επιστημονικών κανόνων.[34] Οι κατηγορίες για λογοκλοπή και παραποίηση των πηγών απαντήθηκαν από άλλους μελετητές οι οποίοι καταδίκασαν τον Τόμσον επειδή «αντιμετώπισε ένα μεσαιωνικό συγγραφέα με τα πρότυπα της ιστοριογραφίας του 20ού αιώνα» και ανέφεραν ότι πολυάριθμοι κλασικοί ιστορικοί ακολουθούσαν παρόμοιες πρακτικές.[31][35]
Το έργο του Μοβσές Χορενατσί αναγνωρίζεται ως σημαντική πηγή έρευνας για την ιστορία της Ουραρτού και της πρώιμης ιστορίας της Αρμενίας.[36][37][38]