Η μολδαβική κουζίνα είναι τα αντιπροσωπευτικά πιάτα και οι τρόποι μαγειρέματος του λαού της Μολδαβίας. Στα συστατικά της περιλαμβάνονται τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά τρόφιμα, όπως το βόειο κρέας, το χοιρινό, οι πατάτες, το λάχανο, και μια ποικιλία από δημητριακά και σιτηρά.[1][2][3][4][5][6][7][8]
Το γόνιμο έδαφος της Μολδαβίας παράγει άφθονα σταφύλια, φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα, που όλα χρησιμοποιούνται στην εθνική κουζίνα. Η εύφορη μαύρη γη σε συνδυασμό με τη χρήση των παραδοσιακών γεωργικών μεθόδων επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ευρέος φάσματος προϊόντων τροφίμων στη Μολδαβία.
Η τοπική κουζίνα είναι πολύ παρόμοια με τη ρουμανική, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντλούσα έμπνευση και στοιχεία από τις άλλες κουζίνες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων της ελληνικής, της πολωνικής, της ουκρανικής και της ρωσικής, και με μεγάλη επιρροή από την οθωμανική κουζίνα.
Το πιο γνωστό πιάτο της Μολδαβίας ίσως είναι το ρουμανικής προέλευσης μαμαλίγκα (πουρές από αραβοσιτάλευρο).[9] Πρόκειται για βασική τροφή στο μολδαβικό τραπέζι που μοιάζει με την πολέντα (γεύμα από σιμιγδάλι καλαμποκιού)[10][11] και σερβίρεται ως συνοδευτικό σε πιάτα μαγειρευτά και κρεατικών ή με γαρνίρισμα από τυρί κότατζ, ξινή κρέμα ή χοιρινές τσιγαρίδες. Στα τοπικά εδέσματα περιλαμβάνονται το μπράνζα,[12] ένα τυρί άλμης και το τζιβέτσι (αρνί ή κατσίκι στιφάδο). Τα περισσότερα γεύματα συνοδεύονται με τοπικά κρασιά.
Παραδοσιακά στα πιάτα της μολδαβικής κουζίνας συνδυάζονται άφθονα διάφορα λαχανικά, όπως ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, λάχανο, φασόλια, κρεμμύδια, σκόρδα και πράσα. Τα λαχανικά είναι τυπικά συστατικά σε σαλάτες και σάλτσες, και ψήνονται, μαγειρεύονται στον ατμό, γίνονται τουρσιά (μαρατούρι),[13] αλατίζονται ή μαρινάρονται.
Τα τσιόρμπα (ρουμανικά: ciorbă)[14] είναι μία μεγάλη κατηγορία που περιλαμβάνει σούπες με μια χαρακτηριστική ξινή γεύση. Πρόκειται για σούπες κρεατικών και λαχανικών, ή ψαρόσουπες, που ξινίζονται με μπορς (ρουμανικά: borș),[15] ένα υγρό συστατικό από πίτουρα σίτου ή κριθαριού, ή με χυμό λεμονιού. Πολύ δημοφιλής είναι και η ζάμα (μολδαβικά: zeamă), μία κοτόσουπα με κρεατικά.
Τα κρεατικά κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στην παραδοσιακή μολδαβική κουζίνα, ειδικά ως ορεκτικά ή πρώτα πιάτα. Χοιρινό ψητό και σχάρας, κεφτεδάκια από κιμά (παρτζοάλε και τσιφτέλε)[16][17] και αρνάκι μαγειρεμένο στον ατμό συνηθίζονται. Το κρέας και τα ψάρια μερικές φορές μαρινάρονται και μετά ψήνονται στη σχάρα.
Στα εορταστικά πιάτα συμπεριλαμβάνονται τα σάρμα, που είναι λαχανοντολμάδες γεμιστοί με κιμά, το πιλάφι, το χοιρινό ζελέ, τα νουντλς, το κοτόπουλο κ.ά. Το εορταστικό τραπέζι διακοσμείται με αρτοσκευάσματα και γλυκίσματα, όπως σφολιατοειδή, κέικ και ψωμάκια γεμιστά με τυριά, φρούτα, λαχανικά ή καρύδια. Επίσης, το κοζονάκ που είναι στόλεν με φρούτα και ξηρούς καρπούς, το πάσκ (ρουμανικά: Pască) που είναι πασχαλινό αρτοσκεύασμα, και τα σφιντσισόρι (ρουμανικά: Sfințișori) που είναι χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα σαν τα μελομακάρονα και το όνομά τους σημαίνει «μικροί άγιοι».
Σε ορισμένες περιοχές κυριαρχεί η κουζίνα διάφορων εθνικών μειονοτήτων. Στα ανατολικά, οι Ουκρανοί τρώνε μπορς, στα νότια οι Βούλγαροι προτιμούν τα παραδοσιακά μανγκέα (κοτόπουλο με σάλτσα), ενώ οι Γκαγκαούζοι φτιάχνουν σόρμπα, μία σούπα πρόβειου κρέατος με πολλά αρτύματα. Στις ρωσικές μειονότητες είναι δημοφιλή τα πελμένι (ρωσικά: пельме́ни) που είναι ζυμαρικά ντάμπλινγκ γεμιστά με κρεατικά. Στα πιάτα ρωσικής προέλευσης που σερβίρονται στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι περιλαμβάνονται τα σούμπα και η Ρωσική σαλάτα. Στα δημοφιλή πιάτα συμπεριλαμβάνεται μία παραλλαγή των Ουκρανικών πιερόγκι που ονομάζονται κολτσουνάσ (ρουμανικά: colțunași) και μπορεί να έχουν γέμιση λευκό τυρί, κρεατικά ή κεράσια.
Στα μη αλκοολούχα ποτά συμπεριλαμβάνονται οι κομπόστες βρασμένων φρούτων και οι χυμοί φρούτων. Δημοφιλή αλκοολούχα ποτά είναι το Ντιβίν (μολδαβικό μπράντυ), οι μπύρες και τα τοπικά κρασιά.
Στην οινοποιεία χρησιμοποιούνται Ευρωπαϊκά σταφύλια. Δημοφιλείς ποικιλίες είναι τα Σωβινιόν μπλανκ, Καμπερνέ Σωβινιόν και τα Μοσχάτα.[18][19] Οι κυρίαρχες τοπικές ποικιλίες είναι οι Φετεάσκα[20], Μαύρη Ράρα (ρουμανικά: Rară Neagră)[21] και η Λευκή Μπουσουιακά (μολδαβικά: Busuioacă albă).[22][23]
Οι αφρώδεις οίνοι έχουν ιδιαίτερη θέση στη μολδαβική κουζίνα. Η χώρα παράγει μεγάλες ποσότητες από λευκούς και ροζέ αφρώδεις οίνους, αλλά και παραδοσιακούς μολδαβικούς ερυθρούς. Το διασημότερο οινοποιείο της κατηγορίας είναι αυτό της Κρίκοβα. Γνωστές μάρκες μολδαβικών αφρωδών οίνων είναι οι Negru de Purcari, Moldova, Chişinău, Cricova, Muscat spumant, National και Nisporeni. Παρασκευάζονται από μεγάλο εύρος ποικιλιών Ευρωπαϊκών σταφυλιών, με συμπεριλαμβανόμενα τα σαρντονέ, τα πινό μπλανκ, τα πινό γκρι[25], τα πινό μενιέ[26], τα σωβινιόν, τα αλιγκοτέ, τα ροζέ τράμινερ[27], τα λευκά μοσχάτα, τα σωβινιόν καμπερνέ και τα πινό νουάρ[28]. Χρησιμοποιείται επίσης η τοπική ποικιλία Φετεάσκα άλμπα, που καλλιεργείται στη Μολδαβία από τον καιρό της αρχαίας Δακίας.