Χιλανδαρίου Хиландар | |
Εξωτερική άποψη του μοναστηριού. | |
Πληροφορίες Μοναστηριού | |
---|---|
Πλήρης ονομασία | Ιερά Μονή Χιλανδαρίου |
Ίδρυση | 1198 |
Υπαγωγή | Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως |
Αφιέρωση | Θεοτόκος Τριχερούσα (Παναγία) Εισόδια της Θεοτόκου |
Πρόσωπα | |
Ιδρυτής | Άγιος Σάββας και Άγιος Συμεών |
Ηγούμενος | Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος Χιλανδαρινός |
Τοποθεσία | |
Τοποθεσία | Όρος Άθως, Ελλάδα |
Πρόσβαση στο κοινό | Μόνον σε άνδρες. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Χιλανδαρίου (σερβικά: Манастир Хиландар) είναι μία εκ των είκοσι μονών του Αγίου Όρους και κατατάσσεται τέταρτη στην ιεραρχική τάξη των Αγιορείτικων μονών. Είναι σερβικό μοναστήρι και βρίσκεται στο βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους.
Έχει εξωτερικά εμφάνιση μεσαιωνικού κάστρου, καθώς είναι οχυρωμένη με τείχη που έχουν ύψος 30 μέτρων, μήκος 140 μέτρων και περιβάλλουν μια περιοχή πλάτους 75 μέτρων. Το μοναστήρι πήρε αυτή τη μορφή, εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών κατά το παρελθόν. Θεωρείται το σημαντικότερο κέντρο του σερβικού πολιτισμού αφού η συμβολή του είναι τεράστια στη διαμόρφωση της παιδείας και της πνευματικότητας των Σέρβων μέσα στην ιστορία. Διατηρεί μια εξαιρετικά πλούσια συλλογή από πρωτότυπα παλαιά χειρόγραφα, εικόνες, τοιχογραφίες, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται από τους πιο σημαντικούς θησαυρούς του Σερβικού μεσαιωνικού πολιτισμού γενικότερα. Βρίσκεται στη λίστα της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1988, μαζί με άλλες 19 Μονές του Αγίου Όρους.
Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής είναι ο Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος Χιλανδαρινός.
Το όνομα της προήλθε κατά πάσα πιθανότατα από τον Έλληνα αγιορείτη μοναχό Γεώργιο Χιλανδάριο, ιδρυτή και κτήτορα της προγενέστερης Μονής που είχε κτισθεί τον 11ο αιώνα και σωζώμενα της μέρη μέχρι σήμερα με οικοδομικές βελτιώσεις είναι στη νοτιοδυτική πλευρά ο πύργος του Αγ. Γεωργίου, το νότιο και δυτικό εξωτερικό αμυντικό τείχος που στην εσωτερική τους πλευρά κτίσθηκαν αργότερα ξενώνες (κονάκια) και η τραπεζαρία (τράπεζα) της Μονής. Άλλοι πάλι δέχονται ότι το όνομα της Μονής προήλθε από την ετυμολογία της λέξης του βυζαντινού πλοίου «χελάνδιο». Το 1198 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ ο Άγγελος, μετά από αίτημα του Στέφανου Α΄ Νεμάνια (ηγεμόνα της Σερβίας, που εκάρη μοναχός στη Μονή Στουντένιτσα στη Σερβία, έλαβε το όνομα Συμεών και μετά πήγε στον Άθω) και του μικρότερου γιου του Ράστκο (ο οποίος είχε καρεί επίσης μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Σάββας στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους και μόνασε επί 7 χρόνια στη Μονή Βατοπαιδίου), και τη σύμφωνη γνώμη της ιεραρχίας του Αγίου Όρους, προσφέρει την εγκαταλειμμένη Μονή, ως αιώνιο δώρο στους Σέρβους.
Αυτοί ανήγειραν τη μονή, σε περιοχή που παραχωρήθηκε από τη Μονή Βατοπεδίου, πράξη που επικύρωσε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Γ´ ο Άγγελος το 1198 και έως το 1199 ο Συμεών και ο Σάββας έκτισαν το πρώτο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (κεντρικός ναός), τον Πύργο του Αγ. Σάββα, τον Πύργο του Κωδωνοστασίου και το κελί του Αγ. Συμεών υπό την απεριόριστη χρηματοδότηση του μεγάλου Ζουπάνου Στέφανου Πρωτόστεπτου. Το 1199 ο Συμεών (Στέφανος Νεμάνια) εξέδωσε σαν κτήτορας το «Καταστατικό της Μονής» το οποίο έγραψε ο Σάββας με τη συγκατάθεση του αδερφού του Στέφανου Πρωτόστεπτου.
(Το γνήσιο χειρόγραφο του πρώτου «Καταστατικού της Μονής Χιλανδαρίου » φυλάσονταν έως τις 6 Απριλίου 1941 στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Βελιγραδίου που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο). Μετά την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης της μονής το 1198 ο Συμεών φέρνει από τη Σερβία σημαντικό αριθμό μοναχών για να επανδρώσουν τη Μονή. Την ίδια χρονιά παραχωρούνται σαν Μετόχι στη μονή, μερικά ολόκληρα χωριά στην περιοχή της Πριζρένης του Κοσσυφοπεδίου. Ο Σάββας πείθει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο να εκδώσει νέο χρυσόβουλο με το οποίο εξισώνει τη Μονή Χιλανδαρίου με τις υπόλοιπες μονές του Αγίου Όρους και της παραχωρεί την εγκαταλειμμένη Μονή Ζυγού ως μετόχι στη Μονή Χιλανδαρίου η οποία βρίσκεται στη μέση του Αγίου Όρους μετονομάζεται από τους Σέρβους σε Ιβάνιτσα σταδιακά προσαρτήθηκαν στα όρια της Μονής πολλές άλλες μικρότερες ιστορικές μονές όπως του Αγίου Βασιλείου, της Κομίτισσας, του Κάλυκα, των Παπαρνικίων, του Ομολογητού, της Στροβηλαίας και άλλες. Ο μοναχός Συμεών πεθαίνει στις 13 Φεβρουαρίου 1199 και ενταφιάστηκε ( παρέμεινε εκεί για λίγα χρόνια ) στον παλαιό ναό της Μονής. Σύμφωνα με τη παράδοση από τον τάφο του Αγ. Συμεών βγαίνει κλήμα (έως σήμερα) του οποίου τα σταφύλια θεωρούνται θαυματουργά. Μετά τον θάνατο του Αγ. Συμεών ο Σάββας πήγε στις Καρυές όπου έκτισε ασκηταριό και εκεί έγραψε το 1199 το «Τυπικό των Καρυών» το οποίο θεωρείται το παλαιότερο χειρόγραφο που φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο.
Το 1200 ο Άγιος Σάββας έγραψε το «Χιλανδαρινό τυπικό» (το οποίο βασίστηκε στο τυπικό της μονής της Παναγίας της Ευεργέτιδας της Κωνσταντινούπολης ) το οποίο ορίζει τους κανόνες του Χιλανδριανού κοινοβίου καθώς και την οργάνωση και διοίκηση του.
Από την αρχή του 13ου αιώνα όλο το Άγιο Όρος πέρασε στην εξουσία των Λατίνων Σταυροφόρων (οι οποίοι το 1204 κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη), άρχισε να δέχεται ληστρικές επιδρομές και οι μονές άρχισαν να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο. Έτσι ο Άγ. Σάββας το 1214 φεύγει οριστικά από το Άγιο Όρος και μεταφέρει τα λείψανα του πατέρα του από το Χιλανδάρι στη Σερβία. Μετά από το τελευταίο ταξίδι του στην Παλαιστίνη, (έφερε από τη Μονή του Αγ. Σάββα του Ηγιασμένου) και δώρισε στο Χιλανδάρι την παλαιότερη και πιο γνωστή εικόνα της, την «Παναγία Τριχερούσα». Για να προστατέψει καλύτερα τη μονή ο βασιλιάς Στέφανος Ούρος Α΄ το 1262 κτίζει μεγάλο πύργο δίπλα της. Την ίδια εποχή αυξήθηκαν οι δωρεές σε κτήματα προς τη Μονή από τους Σέρβους βασιλιάδες Στέφανο Ντραγκούτιν και Μιλούτιν, κυρίως στη Σερβία.
Από την αρχή του 14ου αιώνα εμφανίστηκε ένας νέος κίνδυνος για όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, οι Καταλανοί μισθοφόροι, τους οποίους κάλεσε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των Τούρκων, και έτσι κάποια στιγμή που δεν πληρώθηκαν για τις υπηρεσίες τους από τον αυτοκράτορα, στράφηκαν εναντίον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και αφού στρατοπέδευσαν κοντά στη Θεσσαλονίκη άρχισαν τις επιθέσεις σε όλο το Άγιο Όρος. Το Χιλανδάρι διασώθηκε από την καταστροφή, εξαιτίας των ισχυρών τειχών που το περιέβαλαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ηγουμένου της Μονής, Δανιήλ.
Το Χιλανδάρι το βοήθησε σημαντικά ο βασιλιάς Μιλούτιν, ο οποίος γύρω στο 1320 έκτισε νέο μεγαλοπρεπέστερο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στη θέση του παλαιού, ο οποίος και διατηρείται έως σήμερα και είναι το «καθολικό» της Μονής. Την ίδια εποχή το μοναστήρι επεκτάθηκε προς τη βόρεια πλευρά του με την ανέγερση νέων τειχών ενώ στη θέση της σημερινής πύλης έκτισε πύλη με πύργο πάνω στον οποίο λειτουργούσε παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου (ο οποίος όμως γκρεμίστηκε από σεισμό στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα) και το 1320 έκτισε την τραπεζαρία (τράπεζα) που σώζεται έως σήμερα. Ο βασιλιάς την ίδια εποχή επίσης ανήγειρε άλλους 2 πύργους που χρησίμευαν και σαν παρατηρητήρια, τον ένα στο μέσο του δρόμου που οδηγεί από τη Μονή προς τη θάλασσα που ονομάστηκε «πύργος του Μιλούτιν» και στη βορειοανατολική θαλάσσια ακτή τον πύργο της Χρούσια. Ο κεντρικός ναός, η τραπεζαρία και το παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου τοιχογραφήθηκαν το 1321. Την ίδια χρονιά οι μοναχοί άρχισαν να αυξάνονται όλο και περισσότερο, και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος δώρισε στη Μονή σημαντικό αριθμό κτημάτων στην Ελλάδα.
Την εποχή του αυτοκράτορα Στέφανου Ούρος Δ΄ Δουσάν, που το Άγιο Όρος πέρασε στη δικιά του επικράτεια, η Μονή έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Στέφανος Ούρος Δ΄ Δουσάν τη βοήθησε σημαντικά και της δώρισε μεγάλο αριθμό κτημάτων στη Σερβία και στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή στο Χιλανδάρι ανήκε το 1/5 της συνολικής έκτασης του Αγίου Όρους. Εκτός από τον αυτοκράτορα, τη Μονή βοήθησαν σημαντικά και πολλοί Σέρβοι Άρχοντες όπως ο Σεβαστοκράτορας Βλάτκο, ο μεγάλος Βοεβόδας Νίκολα Στάνιεβιτς, ο Δεσπότης Ντέγιαν κ.ά. Ο Στέφανος Ούρος Δ΄ Δουσάν κατέφυγε στο Χιλανδάρι το 1347 λόγω της πανώλης που εξαπλώθηκε σε όλα τα Βαλκάνια, έφερε όμως μαζί του και τη σύζυγο του αυτοκράτορα Γέλενα καταπατώντας το αυστηρό Άβατο του Αγίου Όρους σε γυναίκες. Σε ανάμνηση της αφίξεως του Σέρβου αυτοκράτορα στο Άγιο Όρος ακόμα και σήμερα υπάρχει λιτό μνημείο με σταυρό λίγο έξω από το μοναστήρι εκεί όπου οι μοναχοί προϋπάντησαν τον Ντούσαν και φύτεψαν και ένα ελαιόδεντρο το οποίο ονόμασαν «αυτοκρατορικό». Γύρω στο 1350 κτίσθηκε ο ναός των Αγ. Αρχαγγέλων και επεκτάθηκε το νοσοκομείο της Μονής ενώ η αυτοκράτειρα Γέλενα έκτισε το Κελί του Αγ. Σάββα στις Καρυές και το δώρισε στο Χιλανδάρι.
Ήδη από τότε, το Άγιο Όρος και η Μονή Χιλανδαρίου, απέκτησαν μεγάλη φήμη και αξία στη Σερβία. Το 1354 ο Σάββας, προ-ηγούμενος της Μονής, εκλέχθηκε Πατριάρχης Σερβίας. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Στέφανου Ούρος Δ΄ Δουσάν το 1355 η μονή συνέχισε να ανθίζει. Τη Μονή συνέχισε να βοηθάνε οι Σέρβοι Άρχοντες. Ο πρίγκηπας Λάζαρ Χρεμπελιάνοβιτς γίνεται κτήτορας του εξωτερικού νάρθηκα στη δυτική πλευρά του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου το 1380. Προς το τέλος του 14ου αιώνα στο Χιλανδάρι άρχισαν να καταφεύγουν τα μέλη των οικογενειών Σέρβων αρχόντων και ευγενών.
Οι Τούρκοι κατέκτησαν οριστικά τη χερσόνησο του Άθω το 1430 κα έτσι άρχισαν οι βιαιότητες και η ανομία. Έτσι αρκετοί μοναχοί εγκατέλειψαν τη Μονή και έφυγαν για τη Σερβία. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μόνο με την έκδοση φιρμανίου του Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή το 1457 με το οποίο κατοχυρώθηκε και πάλι η αυτονομία και τα δικαιώματα όλων των μονών του Αγίου Όρους. Μετά και την οριστική κατάκτηση όλης της Σερβίας, η μονή αναζήτησε νέους ισχυρούς προστάτες και βοήθεια από άλλες χώρες. Η Αγγελίνα Μπράνκοβιτς ( σύζυγος Τιτουλάριου της Ουγγαρίας και Σέρβου Δεσπότη) το 1503 παρακάλεσε τον Ρώσο πρίγκηπα Βασίλειο Ιβάνοβιτς να θέσει υπό την προστασία του το μοναστήρι.
Ο προ-ηγούμενος της μονής επισκέφθηκε το 1550 με 3 άλλους μοναχούς τη Μόσχα και από τον Ιβάν Δ΄ τον Τρομερό ζήτησε προστασία. Ο τσάρος ζήτησε από τον Σουλτάνο περισσότερα δικαιώματα για τη Μονή. Το 1556 ο τσάρος έστειλε μεγάλη οικονομική βοήθεια στη μονή και πολύτιμα δώρα. Και οι επόμενοι τσάροι βοήθησαν τη μονή. Ο τσάρος Φιόντορ Α΄ Ιωάννοβιτς, (μετά από αίτημα του προ-ηγουμένου) το 1591 εξέδωσε χρυσόβουλο με το οποίο καθόρισε τη σταθερή οικονομική βοήθεια και υποστήριξη της ρωσικής Μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος.
Το έτος 1558 ο Κυριακός ο Θεσσαλονικεύς έφθασε στη Μονή Χιλανδαρίου και εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Κύριλλος. Ασκήτευσε επί οκταετία σε μετόχι της Μονής. Σε ηλικία 22 ετών ταξίδεψε μαζί με άλλους δύο χιλανδαρινούς μοναχούς στη Θεσσαλονίκη όπου μαρτύρησε δια πυρός από τους οθωμανούς, στις 6 Ιουλίου 1566 μπροστά στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης. Ο μάρτυρας είναι γνωστός ως ο Άγιος Κύριλλος ο οσιομάρτυρας ο Θεσσαλονικεύς.[1]
Τον 17ο αιώνα το Χιλανδάρι βοήθησαν οι Σέρβοι Πατριάρχες ( Αντώνιος, Ιωάννης, Μάξιμος ) και οι μητροπολίτες Ερζεγοβίνης και Βελιγραδίου. Την εποχή ( 1652 – 1678 ) που ηγούμενος ήταν ο Βίκτωρ έγινε ανακαίνιση σε αρκετά κτίρια της Μονής και σε αυτό βοήθησε οικονομικά ένας Σέρβος πλούσιος έμπορος από τη Βενετία που έγινε μοναχός με το όνομα Νικάνωρ το 1662. Την εποχή εκείνη το Χιλανδάρι έφθασε στο σημείο να είναι η πρώτη Μονή σε αριθμό μοναχών σε όλο το Άγιο Όρος. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου η κατάσταση για τον πληθυσμό στη Σερβία χειροτέρεψε δραματικά και έγινε η Μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων το 1690 προς τα βόρεια, σε εδάφη της Αυστροουγγρικής επικράτειας. Έτσι ο αριθμός των Σέρβων ιερέων μειώθηκε σημαντικά στη Σερβία και τα κενά καλύφθηκαν από Έλληνες ιερείς. Το ίδιο άρχισε να συμβαίνει στο Χιλανδάρι όταν τον 17ο αιώνα μειώθηκε δραματικά ο αριθμός των Σέρβων μοναχών και το κενό κατέλαβαν Έλληνες και Βούλγαροι μοναχοί ενώ η παρακμή διαπιστώνεται έντονα τον 18ο αιώνα μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1722. Την εποχή αυτή η μονή ουσιαστικά κατοικούνταν μόνο από Βουλγάρους μοναχούς. Η μονή δοκιμάστηκε και πάλι το 1891 από μια εξίσου ολέθρια πυρκαγιά. Οι μοναχοί της Μονής τον 18ο αιώνα ανέπτυξαν πνευματική σχέση και συνεργασία με τη Μητρόπολη του Καρλοβικίου όπως και με πολλές ενοριακές κοινότητες.
Στην αρχή του 19ου αιώνα δημιουργείται το νέο Σερβικό κράτος. Αυτό είχε επίδραση στη νέα αύξηση του αριθμού των Σέρβων μοναχών στη Μονή. Η αδελφότητα της Μονής με τη βοήθεια του αρχιμανδρίτη Ονόρφιε Πόποβιτς ζήτησε το 1820 από τον ηγεμόνα Μίλο Ομπρένοβιτς να γίνει ανάδοχος και προστάτης της. Το νέο κράτος της Σερβίας έδειξε ενδιαφέρον και βοηθούσε ανάλογα με τις δυνατότητές της. Η αδελφότητα της Μονής εκείνη την περίοδο συχνά βοηθούσε στην Ελληνική Επανάσταση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποστολή και εγκατάσταση τουρκικής φρουράς για μερικά χρόνια. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζεται διαμάχη Σέρβων και Βουλγάρων μοναχών για την ηγουμενία της Μονής. Μετά ξεσπά νέα μακροχρόνια διαμάχη για την οριοθέτηση της μονής και εκείνη την περίοδο εμφανίστηκαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα που λύθηκαν με τη βοήθεια της Σερβίας. Το 1860 ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ κατάφερε να κατευνάσει τη διαμάχη με τους Βούλγαρους μοναχούς, κυρίως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Η διένεξη με τους Βούλγαρους μοναχούς για την ηγουμενία της Μονής λύθηκε τελικά μετά την επίσκεψη του βασιλιά της Σερβίας, Αλεξάνδρου Ομπρένοβιτς στη Μονή Χιλανδαρίου το 1896. Την ίδια περίοδο ο μοναχός τσεχικής καταγωγής Σάββας ο Χιλανδαρινός τιμήθηκε με το μετάλλιο τιμής του Αγίου Σάββα για τη μεγάλη του προσφορά στην οργάνωση και τακτοποίηση της βιβλιοθήκης της Μονής. Το σερβικό κράτος εξώφλησε όλα τα χρέη της Μονής και από τότε ξεκίνησαν να έρχονται και πάλι Σέρβοι για να μονάσουν στη Μονή. Στην αρχή του 20ου αιώνα οι Σέρβοι μοναχοί έγιναν πάλι πλειοψηφία. Τότε επισκέφτηκε τη Μονή με τη συνοδεία του σέρβου πρωθυπουργού Νικόλα Πάσιτς, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ Καραγιώργεβιτς. Η Μονή βρίσκεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ηγούμενοι της μονής από το 1989 έως σήμερα ήταν και είναι : ο Παϊσιος Τανασίγεβιτς (1989—1992), ο Μωυσής Ζάρκοβιτς (1992—2010) και ο Μεθόδιος Μάρκοβιτς (από το 2010).
Στις 3 προς 4 Μαρτίου 2004 στη Μονή, κατά τη διάρκεια της νύκτας ξέσπασε πυρκαγιά που γρήγορα έλαβε καταστροφικές διαστάσεις.[2] Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή η φωτιά προκλήθηκε από βουλωμένη καμινάδα.[3] Η φωτιά έκαψε πάνω από το μισό των κτιρίων της Μονής, 5761 τ.μ. από τα συνολικά 10.500 τ.μ. m2.[3][4] Κάηκαν ολοσχερώς δύο κονάκια, ο ξενώνας το ηγουμενείο και τέσσερα παρεκκλήσια.[3] Η πυρκαγιά από τη μια πλευρά έφτασε μέχρι την τραπεζαρία της Μονής από τη δε άλλη πλευρά έως τον πύργο του Αγ. Σάββα.[3] Οι μοναχοί μαζί με τους εργάτες της Μονής και πέντε ομάδες της Πυροσβεστικής που ήρθαν από τις Καρυές και τον Πολύγυρο κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά.[5] Η αποκατάσταση των υλικών καταστροφών άρχισε αμέσως, σχεδιάστηκε αρχικά να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2011.[2] Στην πορεία των εργασιών διαπιστώθηκε πως μαζί με τα κτίρια που έπρεπε εκ νέου να κτισθούν έπρεπε να ανακαινισθούν και τα υπόλοιπα εναπομείναντα κτίρια που υπέστησαν ελαφρότερες ζημιές.[6] Η αδελφότητα της Μονής Χιλανδαρίου με τη σημαντική οικονομική, υλικοτεχνική και επιστημονική βοήθεια που έλαβε κυρίως από το κράτος της Σερβίας και της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως επίσης και από τις χρηματικές προσφορές απλών πολιτών από την Ελλάδα, τη Ρωσία, το Σερβικό κρατίδιο της Βοσνίας και της Σερβικής διασποράς κατάφερε τελικά να αποκαταστήσει μέχρι το 2019 περισσότερο από το 80% του μοναστηριακού συγκροτήματος.
Το Καθολικό της μονής Χιλανδαρίου, που κτίσθηκε γύρω στο 1293, είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου αποτελεί ένα από τους κομψότερους ναούς του Αγίου Όρους. Από το αρχικό, διατηρείται το θαυμάσιο δάπεδο από λευκό μάρμαρο μ' ένα μεγάλο σταυρό στη μέση, περιβαλλόμενο από ψηφιδωτές ταινίες διαφόρων πετρωμάτων. Η τοιχογράφησή του συνδέεται με τη Μακεδονική σχολή και είναι των ζωγράφων Ευτυχίου και Μιχαήλ. Θα πρέπει να έγινε γύρω στα 1313. Αξιόλογο είναι επίσης το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1774. Εδώ ακόμα βρίσκεται ο αρχικός τάφος του Αγίου Συμεών και πάνω από αυτόν βρίσκεται η επάργυρη σαρκοφάγος από το 1973. Η παλαιά ξύλινη σαρκοφάγος βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο της μονής. Στην ανατολική γωνία του περιβόλου της μονής Χιλανδαρίου και μπροστά από τον πύργο του Αγίου Σάββα, βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων. Στις πτέρυγες της μονής υπάρχουν άλλα ένδεκα παρεκκλήσια. Τα εννέα από αυτά είναι αγιογραφημένα, με τοιχογραφίες του 13ου μέχρι και του 18ου αιώνα. Από τα μη τοιχογραφημένα, των Αγίων Τεσσαράκοντα, έχει αξιόλογες φορητές εικόνες και ένα βημόθυρο του 1623. Το παρεκκλήσι του Αγίου Συμεών εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο ομώνυμο κελί του. Βρίσκεται δίπλα στο καμπαναριό και πάνω από το ιστορικό πηγάδι της μονής. Έξω από τον περίβολο της μονής βρίσκονται δύο παρεκκλήσια. Εκείνο του κοιμητηρίου της μονής και στον κήπο το παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνα. Ο κοιμητηριακός ναός είναι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η μονή Χιλανδαρίου έχει εξαρτήματά της είκοσι έξι κελιά, από τα οποία δύο κοντά στο μοναστήρι και τα υπόλοιπα στις Καρυές. Από τα κελιά αυτά είναι κατοικήσιμα τα ένδεκα. Κοντά στη μονή βρίσκεται το κελί της Αγίας Τριάδος. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι επίσης το κελί της Μολυβοκκλησιάς, μισή ώρα βορειοδυτικά των Καρυών, με σπουδαίες τοιχογραφίες Κρητικής σχολής και πολύ αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα στον ναό του Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εξάρτημά της είναι και το ιστορικό Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου πρώην μονύδριο, σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων από τη μονή. Βρίσκεται στον αρσανά της μονής προς την πλευρά του Θρακικού πελάγους. Από τα μετόχια της μονής σήμερα σώζωνται τρία: της Κομίτσας, της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Ιερισσό, και του Αγίου Νικολάου στη Σωζόπολη της Χαλκιδικής. Στις Καρυές η μονή Χιλανδαρίου έχει το ιστορικότερο ίσως Ησυχαστήριο του Αγίου Όρους. Καλείται Τυπικαριό, όπου ο άγιος Σάββας, σύμφωνα με την παράδοση, έφερε από τη Λαύρα του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη τη σωζόμενη ακόμα και σήμερα εικόνα της Θεοτόκου της Γαλακτοτροφούσας όπως και την πατερίτσα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Λειτουργεί με το δικό του τυπικό από το 1199, που προσδιορίζει και τις προϋποθέσεις μοναχικής διαβίωσης αλλά και τις σχέσεις με την κυρίαρχη μονή.
Η Μονή Χιλανδαρίου είναι χτισμένη σε απόσταση, περίπου, πέντε χιλιομέτρων από τον αρσανά της, το λιμανάκι της, σε μία καταπράσινη κοιλάδα στα βορειοανατολικά του Άθω. Προστατεύεται από τις στρογγυλεμένες κορυφές των λόφων που ανεβαίνουν μαλακά από τη θαλασσοδαρμένη ανατολική ακτή της χερσονήσου προς τη Δύση, προς την οροσειρά της χερσονήσου. Απέχει 2,30 ώρες από τη Μονή Ζωγράφου και 1,30 από τη Μονή Εσφιγμένου.
Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών, κυμαίνεται σήμερα στα 70 άτομα.
Στη Μονή αυτή αξίζει να δουν οι επισκέπτες τις τοιχογραφίες της μακεδονικής σχολής που βρίσκονται στο καθολικό, στη τράπεζα και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου, την ασημένια λάρνακα του αγίου Συμεών με το κλήμα (οι καρποί του οποίου φέρονται να έχουν λύσει, σύμφωνα με τη παράδοση, τη στειρότητα πολλών γυναικών)[7][εκκρεμεί παραπομπή]. Δύο σταυροί με Τίμιο Ξύλο, κομμάτια από το ακάνθινο στεφάνι και το καλάμι του Ιησού, ίχνη αίματος του Ιησού, το Άγιο Μανδήλιο του Ιησού, μέρος από το σάβανο του Ιησού, Άγιο μύρο του Ιησού, μικρές πέτρες του Γολγοθά, το λιβάνι και η σμύρνα που πρόσφεραν οι Μάγοι στον Ιησού, ιερά λείψανα των Αγίων: Γεωργίου, Ιουστίνης, Παρασκευής, Ονούφριου, Ιωάννη Προδρόμου, Βαρβάρας, Συμεών στυλίτη, Γρηγορίου Θεολόγου, Παντελεήμονος, Ευστρατίου, Μαρίνας, Ευτύχιου, Νικηφόρου, Προφήτη Ησαΐα. Υπάρχουν 8 θαυματουργές εικόνες της Παναγίας οι πιο γνωστές εκ των οποίων η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας, της Παναγίας της Αβραμιώτισσας, η ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Επίσης, διακρίνονται κάποια κεντητά άμφια και υφάσματα, το δίπτυχο με τις 24 μικρογραφίες, και πολυθρόνες κοσμημένες με φίλντισι. Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού περιέχονται 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί κώδικες, τουλάχιστον 20.000 έντυπα βιβλία εκ των οποίων 3.000 είναι ελληνικά, καθώς επίσης και 400 έγγραφα διαφόρων γλωσσών. Επίσης την ιστορική βιβλιοθήκη της Μονής, το ιερό σκευοφυλάκιο όπως και το πλούσιο εικονοφυλάκιο.
Αυτό το λήμμα σχετικά με ένα Μοναστήρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |