Η μονομερής διακήρυξη ανεξαρτησίας είναι μια επίσημη διαδικασία που οδηγεί στην ίδρυση ενός νέου κράτους από μια υποεθνική οντότητα που δηλώνει ανεξάρτητη και κυρίαρχη χωρίς επίσημη συμφωνία με το κράτος από το οποίο αποχωρίζεται. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά όταν η Ροδεσία κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1965 από το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς συμφωνία.[1]
Παραδείγματα μονομερούς διακήρυξης είναι αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών το 1776[2], η Ιρλανδική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1919 από επαναστατικό κοινοβούλιο, η διακήρυξη ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Κατάνγκα υπό τον Μουάζ Τσόμπε[3] τον Ιούλιο του 1960, η απόπειρα απόσχισης της Μπιάφρα από τη Νιγηρία το 1967, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές από το Πακιστάν το 1970, η (διεθνώς μη αναγνωρισμένη) απόσχιση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου από την Κύπρο το 1983, η Παλαιστινιακή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας από τα Παλαιστινιακά εδάφη το 1988 και αυτή της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου το 2008.[4] Κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης καθ' όλη τη διάρκεια του 1991, πολλές από τις δημοκρατίες της διακήρυξαν η ανεξαρτησία τους μονομερώς χωρίς συμφωνία και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίστηκαν ως νόμιμες από τη Σοβιετική Κεντρική Κυβέρνηση.
Κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησε από τις κυβερνήσεις της Κροατίας και της Σλοβενίας να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για τη διακήρυξη λόγω της απειλής μεγάλου πολέμου που θα ξεσπούσε στα Βαλκάνια εξαιτίας του και απείλησε ότι θα αντιταχθεί της διακήρυξης και των δύο χωρών βάσει της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι εάν το έπραξαν. Ωστόσο, τέσσερις ημέρες αργότερα, τόσο η Σλοβενία όσο και η Κροατία ανακοίνωσαν τη διακήρυξη τους από τη Γιουγκοσλαβία[5].
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης, σε μια συμβουλευτική γνώμη του 2010 , δήλωσε ότι οι μονομερείς διακηρύξεις ανεξαρτησίας δεν ήταν παράνομες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.[6]