Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(R,E)-2-(1-((1-(3-(2-(7-Chloroquinolin-2-yl)vinyl)phenyl)-3-(2-(2-hydroxypropan-2-yl)phenyl)propylthio)methyl)cyclopropyl)acetic acid | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Singulair, άλλες |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a600014 |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | Από το στόμα |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 63–73% |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 99% |
Μεταβολισμός | Ηπατικός (CYP2C8-κυρίως, CYP3A4 και CYP2C9- σε μικρότερο βαθμό)[2] |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 2.7–5.5 ώρες |
Απέκκριση | Χολική |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 158966-92-8 |
Κωδικός ATC | R03DC03 |
PubChem | CID 5281040 |
IUPHAR/BPS | 3340 |
DrugBank | DB00471 |
ChemSpider | 4444507 |
UNII | MHM278SD3E |
KEGG | D08229 |
ChEBI | CHEBI:50730 |
ChEMBL | CHEMBL787 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C35H36ClNO3S |
Μοριακή μάζα | 586,19 g·mol−1 |
O=C(O)CC1(CC1)CS[C@@H](c2cccc(c2)\C=C\c3nc4cc(Cl)ccc4cc3)CCc5ccccc5C(O)(C)C | |
InChI=1S/C35H36ClNO3S/c1-34(2,40)30-9-4-3-7-25(30)13-17-32(41-23-35(18-19-35)22-33(38)39)27-8-5-6-24(20-27)10-15-29-16-12-26-11-14-28(36)21-31(26)37-29/h3-12,14-16,20-21,32,40H,13,17-19,22-23H2,1-2H3,(H,38,39)/b15-10+/t32-/m1/s1 Key:UCHDWCPVSPXUMX-TZIWLTJVSA-N | |
Φυσικά στοιχεία | |
Σημείο τήξης | 145 to 148 °C (293 to 298 °F) |
(verify) |
Η μοντελουκάστη, που πωλείται με την επωνυμία Singulair μεταξύ άλλων, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία συντήρησης του άσθματος.[3] Γενικά προτιμάται λιγότερο για αυτήν τη χρήση από τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή. Δεν είναι χρήσιμο για οξείες κρίσεις άσθματος. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν την αλλεργική ρινίτιδα και την χρόνια κνίδωση. Για την αλλεργική ρινίτιδα είναι θεραπεία δεύτερης γραμμής.[4] Λαμβάνεται από το στόμα.[3]
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, βήχα και πονοκέφαλο.[3] Οι σοβαρές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν αλλεργικές αντιδράσεις, όπως αναφυλαξία και ηωσινοφιλία.[3] Η χρήση κατά την εγκυμοσύνη φαίνεται να είναι ασφαλής.[3] Η μοντελουκάστη ανήκει στην οικογένεια φαρμάκων ανταγωνιστές του υποδοχέα λευκοτριενίων. Δρα αναστέλλοντας τη δράση του λευκοτριενίου D4 στους πνεύμονες με αποτέλεσμα μειωμένη φλεγμονή και χαλάρωση του λείου μυός.[3]
Η μοντελουκάστη εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1998.[3] Διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.[5] Το 2017, ήταν το 16ο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 31 εκατομμύρια συνταγές.[6][7]
Η μοντελουκάστη χρησιμοποιείται για διάφορες καταστάσεις όπως άσθμα, βρογχόσπασμος που προκαλείται από άσκηση, αλλεργική ρινίτιδα και κνίδωση.[8] Χρησιμοποιείται κυρίως ως συμπληρωματική θεραπεία σε ενήλικες εκτός από τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, εάν τα εισπνεόμενα στεροειδή από μόνα τους δεν φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται επίσης για την πρόληψη αλλεργικών αντιδράσεων και εξάρσεων άσθματος κατά τη χορήγηση ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία στη συμπτωματική θεραπεία της μαστοκυττάρωσης.[9]
Η μοντελουκάστη λαμβάνεται συνήθως μία φορά την ημέρα με ή χωρίς τροφή.[10]
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν διάρροια, ναυτία, έμετο, ήπια εξανθήματα, ασυμπτωματικές αυξήσεις στα ηπατικά ένζυμα και πυρετό. Όχι συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν κόπωση και αδιαθεσία, αλλαγές συμπεριφοράς, παραισθησίες και επιληπτικές κρίσεις, μυϊκές κράμπες και αιμορραγία της μύτης. Σπάνιες (μπορεί να επηρεάσουν έως 1 στα 10.000 άτομα που λαμβάνουν μοντελουκάστη), αλλά σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν αλλαγές συμπεριφοράς (συμπεριλαμβανομένων αυτοκτονικών σκέψεων ), αγγειοοίδημα, πολύμορφο ερύθημα και προβλήματα στο ήπαρ.[2]
Τον Ιούνιο του 2009, η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ολοκλήρωσε μια ανασκόπηση της πιθανότητας εμφάνισης νευροψυχιατρικών παρενεργειών με φάρμακα ρύθμισης των λευκοτριένιων Παρόλο που οι κλινικές δοκιμές αποκάλυψαν μόνο αυξημένο κίνδυνο αϋπνίας, η παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία έδειξε ότι τα φάρμακα σχετίζονται με πιθανή αύξηση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς και άλλες παρενέργειες όπως διέγερση, επιθετικότητα, αγωνία, ονειρικές ανωμαλίες και παραισθήσεις, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, ανησυχία και τρόμο.[11]
Το 2019 και το 2020, οι ανησυχίες για νευροψυχιατρικές αντιδράσεις προστέθηκαν στην ετικέτα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου οι πιο συχνές ήταν εφιάλτες, κατάθλιψη, αϋπνία (μπορεί να επηρεάσουν μεταξύ 1 στα 100 έως 1 στα 1.000 άτομα που έλαβαν μοντελουκάστη) επιθετικότητα, άγχος και μη φυσιολογική συμπεριφορά ή αλλαγές στη συμπεριφορά (μπορεί να επηρεάσουν μεταξύ 1 στα 1.000 έως 1 στα 10.000 άτομα που λαμβάνουν μοντελουκάστη).[12][13]
Η μοντελουκάστη έχει πολύ λίγες αλληλεπιδράσεις μεταξύ φαρμάκων. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη συγγένειας εκτός στόχου με άλλους στόχους στο σώμα όπου μπορεί να ασκήσει επίδραση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μοντελουκάστη είναι αναστολέας του ενζύμου μεταβολισμού φαρμάκων CYP2C8. Επομένως, είναι θεωρητικά πιθανό ο συνδυασμός μοντελουκάστης με ένα υπόστρωμαυπόστρωμα του CYP2C8 (π.χ. η αμοδιακίνη, ένα φάρμακο κατά της ελονοσίας) να αυξήσει τις συγκεντρώσεις του υποστρώματος στο πλάσμα.[14][15]
Η μοντελουκάστη ανήκει στην οικογένεια φαρμάκων ανταγωνιστές του υποδοχέα λευκοτριενίου.[3] Λειτουργεί αναστέλλοντας τη δράση του λευκοτριενίου D4 στους πνεύμονες με αποτέλεσμα μειωμένη φλεγμονή και χαλάρωση του λείου μυός.
Η μοντελουκάστη λειτουργεί ως ανταγωνιστής του υποδοχέα λευκοτριενίου (υποδοχείς κυστεϊνυλ λευκοτριενίου) και κατά συνέπεια αντιτίθεται στη λειτουργία αυτών των φλεγμονωδών μεσολαβητών. Τα λευκοτριένια παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμεύουν για την προώθηση της βρογχοσυστολής, της φλεγμονής, της μικροαγγειακής διαπερατότητας και της έκκρισης βλέννας στο άσθμα και τη ΧΑΠ.[16] Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων λευκοτριενίου μερικές φορές αναφέρονται επίσης ως λευκάστες.