Οι Μοσσύνοικοι (το όνομα τους μεταφράζεται στην Ελληνική γλώσσα ως "κάτοικοι που ζουν σε ξύλινους πύργους") ήταν το όνομα ενός λαού που κατοικούσε στην Μαύρη Θάλασσα, στον σημερινό Πόντο, δυτικά από την Τραπεζούντα. Οι Μοσσύνοικοι θεωρήθηκαν στην καταγωγή πρώτο-Γεωργιανοί.[1] Ο Ηρόδοτος στο Γ΄ Βιβλίο των Ιστοριών του (430 π.Χ.) καταγράφει διάφορες φυλές όπως οι Μοσσύνοικοι, οι Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες και οι Μάρρες, αποτελούσαν την 19η Σατραπεία που τοποθέτησε ο Δαρείος Α΄ της Περσίας. Η Σατραπεία ήταν υποχρεωμένη να παρέχει στον Μέγα Βασιλέα ετήσιο φόρο 300 τάλαντα, οι Μοσσύνοικοι αναφέρονται επιπλέον στις Ηροδότου Ιστορίαι στο 7ο Κεφάλαιο.
Ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβασις περιγράφει με τον ΄Μοσσύνοικους με τον ίδιο τρόπο, ζούσαν στην ίδια περιοχή όπως ανέφερε ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα με τον δικό του λογαριασμό στον δρόμο της επιστροφής τους το καλοκαίρι του 400 π.Χ. έζησαν για οχτώ μέρες στην γη τους, κοντά στην Τραπεζούντα. Ο Ξενοφών περιγράφει τους Μοσσύνοικους σαν τον πιο άγριο και βάρβαρο λαό που έχει συναντήσει "μακριά από τα Ελληνικά έθιμα", έκαναν σεξ σε δημόσιους χώρους και μιλούσαν με σφυρίγματα.[2] Τα έθιμα αυτά τα συναντάμε ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου.[3] Τους Μοσσύνοικους αναφέρει τέλος με τον ίδιο τρόπο ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στο επικό έργο το οποίο έγραψε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ. με τον τίτλο Αργοναυτικά, στο 2ο Βιβλίο του. Ο συγγραφέας έγραψε "κάνουν δημόσια όλες τις παράνομες πράξεις που κάνουμε εμείς μέσα στην οικία μας δημόσια χωρίς καμιά ντροπή, ακόμα και όλες τις ερωτικές πράξεις, ξαπλώνουν στα χωράφια τους σαν τα γουρούνια. Ο βασιλιάς τους κατοικεί στην πιο ψηλή καλύβα να στόχο να αποδώσει δικαιοσύνη, αν κάποιος έκανε παράβαση του νόμου τον έκλειναν σε ένα σπίτι το υπόλοιπο της μέρας χωρίς φαγητό".[4]