Συντεταγμένες: 40°38′N 20°35′E / 40.633°N 20.583°E
Μοσχόπολη | |
---|---|
40°38′0″N 20°35′0″E | |
Διοικητική υπαγωγή | Voskopojë |
Γεωγραφική υπαγωγή | Νομός Κορυτσάς |
Τηλ. κωδ. | 082 |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μοσχόπολη (αλβανικά: Voskopojë (Βοσκοπόγιε))[1] είναι ιστορικός ορεινός οικισμός του νομού Κορυτσάς στη νοτιοανατολική Αλβανία, δυτικά της πόλης της Κορυτσάς. Κατά το παρελθόν γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και τον 18ο αιώνα υπήρξε σημαντικό αστικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο. Λόγω της συμβολής της πόλης στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό αναφέρεται στην εποχή της ακμής της ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».[2][3]
Η Μοσχόπολη είναι κτισμένη σε οροπέδιο μεταξύ των βουνών της Όπαρης και της Οστρόβιτσας,[4] σε υψόμετρο 1115 μέτρων,[5] 18 χιλιόμετρα[6] βορειοδυτικά από την Κορυτσά.[4] Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα χωριά Γκιονομάδι, Λάβδαρη, Σίπισκα και Κρουσόβα που συγκροτούν την κοινότητα Μοσχόπολης, με έδρα τον ομώνυμο οικισμό[7] και συνολικό πληθυσμό 1058 κατοίκων κατά την απογραφή του 2011.[8]
Σύμφωνα με τον Αυστριακό διπλωμάτη και αλβανολόγο Χαν, ο οποίος επικαλείται ως πηγή έναν χαμένο κώδικα του έτους 1765, η Μοσχόπολη ιδρύθηκε το 1338 από μέλος της αρχοντικής οικογένειας Μουσάκη ή Μουζάκα.[9] Η συγκεκριμένη υπόθεση αμφισβητείται, με άλλες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για δημιουργία του οικισμού κατά τον 16ο αιώνα.[10]
Η αρχική της ονομασία ήταν Βοσκόπολη, πιθανόν λόγω των κτηνοτροφικών ασχολιών των παλαιότερων κατοίκων της,[11] ενώ ο όρος «Μοσχόπολη» εμφανίζεται από το 1720 και εντεύθεν.[12]
Μέχρι τον 17ο αιώνα επρόκειτο για έναν μικρό κτηνοτροφικό οικισμό[13], ο οποίος κατόπιν παρουσίασε σημαντική δημογραφική ανάπτυξη μέσω της εγκατάστασης χριστιανών (κυρίως βλαχόφωνων) από τις γειτονικές περιοχές και την Πίνδο,[14] οι οποίοι προσέρχονταν στη Μοσχόπολη για οικονομικούς λόγους, καθώς και για λόγους ασφαλείας, σε μια περίοδο που στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου κυριαρχούσαν μαζικοί εξισλαμισμοί και εκτεταμένα φαινόμενα ληστείας.[15] Το 1684, σύμφωνα με τον μετέπειτα επίσκοπο Αθηνών Μελέτιο, οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία.[16] Εντός του 17ου αιώνα υπάρχουν και οι πρώτες μαρτυρίες για τη λειτουργία ελληνικών διδακτηρίων.[17]
Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, υποστηρίζεται πως ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 40.000 με 60.000 κατοίκους, χωρίς να απουσιάζουν και εκτιμήσεις για μεγαλύτερα ή μικρότερα μεγέθη που κυμαίνονται από 15.000 μέχρι 85.000.[18][19][20] Από την άλλη, με βάση μελέτες πάνω σε οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του τελευταίου τέταρτου του 17ου αιώνα, η Μοσχόπολη αριθμούσε περίπου 3500 χριστιανούς κατοίκους το 1678 και αντίστοιχα σχεδόν 5000 χριστιανούς μεταξύ των ετών 1691 και 1696.[21]
Την περίοδο της ακμής της Μοσχόπολης, κατασκευάστηκαν και οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721-1722), του Αγίου Αθανασίου (1724) και των Ταξιαρχών (οι οποίοι διαθέτουν τοιχογραφίες του 1722).[22] Παράλληλα, το 1730 δημιουργήθηκε ελληνικό τυπογραφείο υπό τον μοναχό και λόγιο Γρηγόριο Κωνσταντινίδη: αναφέρεται ως το πρώτο[23] ή το δεύτερο[24][25] (μετά από εκείνο της Κωνσταντινούπολης) των Βαλκανίων επί Τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του εξέδωσε τουλάχιστον 22 τίτλους.[24]
Η Μοσχόπολη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της. Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία». Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε ορφανοτροφείο.[26] Η πόλη μνημονεύεται και στην «Νεωτερική Γεωγραφία», γνωστό περιηγητικό έργο του 18ου αιώνα των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά για την ακμή που σημείωνε στον τομέα του πολιτισμού και του εμπορίου.
Το 1769 λόγω της συμμετοχής της στην προετοιμασία των Ορλωφικών[27] ή - σύμφωνα με άλλη άποψη - εξαιτίας κρίσης που είχε προκύψει από έναν συνδυασμό παραγόντων (όπως η καταπίεση από τους αγάδες των γειτονικών περιοχών, οι ληστρικές επιδρομές εναντίον της πόλης και των εμπορικών καραβανιών της, οι εσωτερικές έριδες στους κόλπους των προεστών και των συντεχνιών και η απειλή λιμού[28]) η Μοσχόπολη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της για μερικούς μήνες[29] και ακολούθως υπέστη εκτεταμένες λεηλασίες από μουσουλμάνους Αλβανούς.[28] Έτερη επιδρομή αναφέρεται πως πραγματοποιήθηκε και το 1772, ενώ σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1789[30] στη διάρκεια της σύγκρουσής του με τον Ιμπραήμ πασά του Βερατίου. Ωστόσο, η περίοδος κυριαρχίας του Αλή στη Μοσχόπολη συνοδεύτηκε από ένα κλίμα σχετικής ασφάλειας και σταθερότητας.[31]
Η Μοσχόπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της ακμή,[32] όμως συνέχιζε να υπάρχει ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας, ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων της κατέφυγε σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του εξωτερικού.[33][34][35] Πολλοί Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλης τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία, ενώ απόδημοι έμποροι με καταγωγή από τη Μοσχόπολη συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρεία.[36] Τη δεκαετία του 1840 επαναλειτούργησε στη Μοσχόπολη ελληνικό σχολείο χάρη στην οικονομική ενίσχυση της οικογένειας Σίνα[35] ή του εμπόρου Α. Καζαντζή.[37] Σύμφωνα με βιβλίο του Αλεξάντρ Συνβέ που εκδόθηκε το 1878, στον οικισμό ζούσαν 1476 άτομα.[38] Με βάση στοιχεία της μητρόπολης Κορυτσάς, το 1888 κατοικούσαν στη Μοσχόπολη 224 ορθόδοξες οικογένειες,[39] ενώ το 1900, σύμφωνα με αναφορά του Έλληνα πρόξενου στο Μοναστήρι, διέθετε 200 χριστιανικές οικογένειες εκ των οποίων οι 120 ήταν αλβανόφωνες και οι υπόλοιπες βλαχόφωνες. Από το σύνολο του πληθυσμού, οι παλιές βλάχικες οικογένειες υπολογίζονταν σε περίπου τριάντα. Επιπλέον, κατά την ίδια αναφορά, η βλάχικη κοινότητα είχε χωριστεί σε οικογένειες ελληνικής και ρουμανικής εθνικής συνείδησης, με τις δεύτερες να ανέρχονται στις είκοσι.[40] Μερικά χρόνια αργότερα (1905) στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρουσίαζε τη Μοσχόπολη ως έναν οικισμό 175 οικογενειών.[41] Το 1911 λειτουργούσαν τρία ελληνικά σχολεία (αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο και νηπιαγωγείο) και ένα ρουμανικό[42] (το οποίο ιδρύθηκε το 1890 έχοντας ωστόσο ελάχιστους μαθητές).[43] Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων κατελήφθη στις 8 Δεκεμβρίου του 1912 από τον Ελληνικό Στρατό,[44] ενώ σύμφωνα με τον Έλληνα στρατιωτικό ιερέα Δ. Καλλίμαχο διέθετε 140 οικίες και 1500 κατοίκους.[45]
Παρά την κατάληψή της από τις ελληνικές δυνάμεις, εν τέλει η Μοσχόπολη συμπεριλήφθηκε στα εδάφη του νεοσύστατου αλβανικού κράτους. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πέρασε αρχικά υπό ελληνογαλλικό έλεγχο. Τον Οκτώβριο του 1916, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά από σύντομη συμπλοκή, ομάδα Αλβανών ατάκτων υπό τον οπλαρχηγό Σαλί Μπούτκα[46][47] λεηλάτησε την κωμόπολη σκοτώνοντας παράλληλα δεκάδες κατοίκους,[46] ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός κατέφυγε στην Κορυτσά.[41] Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, η Μοσχόπολη πέρασε στις 30 Νοεμβρίου[48] του 1940 εκ νέου υπό ελληνικό έλεγχο, μέχρι και την ελληνική συνθηκολόγηση μετά τη γερμανική εισβολή. Στην περίοδο της Κατοχής πυρπολήθηκε μερικώς τον Ιούλιο του 1943 από τα ιταλικά στρατεύματα,[49] ενώ τον Ιανουάριο του 1944, ένοπλοι της δοσιλογικής οργάνωσης Μπάλι Κομπετάρ λεηλάτησαν τον οικισμό και σκότωσαν 16 άμαχους.[49][50] Κατά το τελευταίο στάδιο του Ελληνικού Εμφυλίου, το νοσοκομείο της Μοσχόπολης χρησιμοποιήθηκε για την περίθαλψη τραυματιών του ΔΣΕ[51] που κατέφευγαν εντός αλβανικού εδάφους.
Στη σύγχρονη εποχή αποτελεί έναν μικρό χριστιανικό οικισμό, στον οποίο κατά τη δεκαετία του 1990 εγκαταστάθηκαν και ορισμένοι μουσουλμάνοι γειτονικών χωριών.[52] Το 1999 είχε περίπου 400 κατοίκους,[5] ενώ ο τωρινός του πληθυσμός ανέρχεται στους 700. Ο ντόπιοι ασχολούνται κυρίως με τις αγροτικές εργασίες[7] και τον τουρισμό.[6]
Σημαντικά αξιοθέατα εντός της Μοσχόπολης είναι οι πέντε ορθόδοξοι ναοί (Κοίμησης της Θεοτόκου, Αγίου Νικολάου, Ταξιαρχών, Αγίου Αθανασίου και Προφήτη Ηλία), κτίσματα του 17ου και 18ου αιώνα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος και κατά το παρελθόν χρησίμευσε ως κεντρικός ναός της Μοσχόπολης.[22] Κτίστηκε πιθανότατα μεταξύ των ετών 1694-1699, διαθέτει επιγραφή του 1712 βάση της οποίας οι τοιχογραφίες της είναι έργα ζωγράφων από τα Άγραφα,[53] καθώς και ψηλό καμπαναριό.[22] Ο ναός του Αγίου Νικολάου κτίστηκε μεταξύ των ετών 1721-1722 και αποτελεί το πιο καλοδιατηρημένο μνημείο του οικισμού. Επιπλέον διαθέτει εσωτερικές τοιχογραφίες του ιερέα και σημαντικού αγιογράφου Δαβίδ Σεληνιτζιώτη και των συνεργατών του που χρονολογούνται στο 1726,[22][54][55] καθώς και έτερες τοιχογραφίες στον προαύλιο χώρο που φιλοτεχνήθηκαν το 1750 από τους αδελφούς Αθανάσιο και Κωνσταντίνο από την Κορυτσά.[55][56] Την ίδια χρονική περίοδο κτίστηκε και η εκκλησία των Ταξιαρχών, οι εργασίες της οποίας (σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή) ολοκληρώθηκαν μεταξύ των ετών 1722 με 1725.[22][57] Ο Άγιος Αθανάσιος είναι κτίσμα της δεκαετίας του 1720 και αποτελεί έργο τεχνιτών από την περιοχή της Καστοριάς, ενώ οι τοιχογραφίες του φιλοτεχνήθηκαν το 1745 από τους Κορυτσαίους ζωγράφους Αθανάσιο και Κωνσταντίνο που αναφέρονται και ανωτέρω.[22] Στη σύγχρονη εποχή λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός του χωριού.[58] Στη δυτική πλευρά της Μοσχόπολης βρίσκεται η τρίκλιτη βασιλική του Προφήτη Ηλία που χρονολογείται κατά το 1751.[22]
Βόρεια της Μοσχόπολης βρίσκεται η μονή του Τιμίου Προδρόμου[59], η οποία κτίστηκε γύρω στο 1632[60] ή 1634[61] και διακοσμήθηκε με αγιογραφίες μερικές δεκαετίες αργότερα[62].