Μουρικίδες | ||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κοχύλι του είδους Chorus giganteus
| ||||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||||
|
Οι μουρικίδες (λατινική και επιστημονική ονομασία Muricidae) είναι ευρεία οικογένεια μικρών και μεγάλων θαλάσσιων σαλιγκαριών (γαστερόποδων, που συχνάζουν σε βραχώδεις βυθούς. Περιλαμβάνει περισσότερα από 1.700 ζώντα είδη, εκτός από τα εξαφανισμένα 1.200 προϊστορικά[1], περίπου το 2,4% όλων των γαστερόποδων και το 10% των νεογαστερόποδων.[2] Σήμερα αναγνωρίζονται πολυάριθμες υποοικογένειές τους, αν και οι ειδικοί διαφωνούν για τα όρια υποοικογενειών και γενών. Πολλά είδη έχουν ασυνήθιστα όστρακα, που θεωρούνται ελκυστικά από συλλέκτες κοχυλιών και διακοσμητές εσωτερικού χώρου, ενώ άλλα είδη τρώγονται από τον άνθρωπο.
Τα όστρακα των μουρικιδών έχουν διάφορα σχήματα, συνήθως με μια υπερυψωμένη κορυφή και έντονο ανάγλυφο, με σπειροειδή χαρακτηριστικά και συχνά με άκανθες, φυμάτια ή λεπιδοειδή χαρακτηριστικά. Το περιόστρακο απουσιάζει. Το άνοιγμα του οστράκου έχει διάφορα σχήματα, π.χ. ωοειδές, και έχει ευδιάκριτη σιφωνική διώρυγα, που μπορεί να έχει μεγάλο μήκος. Το εξωτερικό χείλος του οστράκου φέρει συχνά οδόντωση προς τα μέσα. Η κεντρική στήλη είναι σχετικώς ομαλή. Το επιπωμάτιο είναι κεράτινο, με μεταβλητό πάχος και τον πυρήνα κοντά στο εμπρόσθιο άκρο ή κοντά στο μέσο του εξωτερικού χείλους.
Πολλές μουρικίδες έχουν διακεκομμένη ανάπτυξη, δηλαδή τα όστρακά τους αυξάνονται απότομα σε μικρά χρονικά διαστήματα και τον υπόλοιπο χρόνο το μέγεθός τους παραμένει σταθερό (όταν αναπτύσσεται μόνο το υποκυλινδρικό κυκλοτερές χαρακτηριστικό που αποκαλείται varix).
Τα περισσότερα είδη της οικογένειας είναι σαρκοφάγοι, ενεργοί θηρευτές, που τρέφονται με άλλα γαστερόποδα, δίθυρα και θυσανόποδα. Φθάνουν στα μαλακά μέρη της λείας τους συνήθως διατρυπώντας το κέλυφός της με χρήση ενός εκκρίματος που το μαλακώνει και του ξυστριδίου τους (radula, ένα μακρόστενο όργανο απο χιτίνι με οδοντώσεις, αντίστοιχο της γλώσσας). Μερικά είδη μπορεί να θεωρηθούν επιβλαβή για τον άνθρωπο, καθώς μπορούν να προκαλέσουν σημαντική καταστροφή τόσο σε τόπους αλιεύσεως δίθυρων μαλακίων όσο και σε καλλιέργειες αυτών.
Οι μουρικίδες γεννούν αβγά περικλεισμένα μέσα σε προστατευτικές κεράτινες κάψουλες, το μέγεθος και το σχήμα των οποίων ποικίλλει ανάλογα με το είδος. Από αυτά εκκολάπτονται έρποντα νεογέννητα ή, σε λιγότερα είδη, πλαγκτονικές προνύμφες (δηλαδή αιωρούμενες στο νερό μέχρι να ωριμάσουν).
Μέλη της οικογένειας, ιδίως τα είδη Bolinus brandaris και Hexaplex trunculus της υποοικογένειας μουρικίνες, συλλέγονταν από αρχαίους λαούς της Λεκάνης της Μεσογείου, με πρώτους χρονικά τους Φοίνικες, προκειμένου να εξαχθεί από αυτά η περίφημη πορφύρα, με την οποία έβαφαν τα ακριβά υφάσματα. Η πορφύρα εκτιμόταν ιδιαιτέρως για το έντονο κόκκινο χρώμα και τη σταθερότητά της ως χρωστική ουσία («πορφυρούν της Τύρου»). Μάλιστα η ίδια η ονομασία των Φοινίκων, δανεισμένη κατά πάσα πιθανότητα από την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα, σχετίζεται πιθανόν εξαρχής και σίγουρα στη συνέχεια, με τις λέξεις φοῖνιξ και φοινός, που σημαίνουν ακριβώς «πορφυρός» και «πορφύρα». Τα παραπάνω είδη είχαν περιληφθεί από τον Λινναίο στο γένος Murex (που έδωσε το όνομά του σε όλη την οικογένεια και απαντάται ως λέξη στο έργο του Αριστοτέλη), ενώ είχαν και άλλες ονομασίες, όπως Purpura (η λατινική λέξη για την πορφύρα), Brandaria, Polyplex purpurescens, Truncularia trunculus και Trunculariopsis. Καταχρηστικώς αναφέρεται ως «πορφύρα» και το είδος Stramonita haemastoma, που συναντάται σε (θερμότερα) νέρα του δυτικού Ατλαντικού Ωκεανού και υπάγεται σε διαφορετική υποοικογένεια των μουρικιδών, τις Rapaninae.
Το αρχαιότερο απολίθωμα που ανήκει στην οικογένεια Muricidae χρονολογείται στην Άπτιο βαθμίδα της πρώιμης Κρητιδικής περιόδου, δηλαδή έχει ηλικία 125 έως 113 εκατομμύρια έτη.
Σύμφωνα με την ταξινόμηση των Bouchet & Rocroi (2005), η οικογένεια Muricidae αποτελείται από τις εξής 12 υποοικογένειες:
Μετατάξεις: