Συντεταγμένες: 51°45′31″N 1°15′21″W / 51.7586°N 1.2557°W
Εμπρόσθια όψη του κτηρίου | |
Ίδρυση | 1860 |
---|---|
Περιοχή | Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο |
Επισκέπτες | 670.000 |
Ιστότοπος | http://www.oum.ox.ac.uk/ |
Το Μουσείο Φυσικής ιστορίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (αγγλικά: Oxford University Museum of Natural History, γνωστό και ως OUMNH), είναι ο χώρος όπου εκτίθενται πολλά από τα δείγματα φυσικής ιστορίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στην τοποθεσία Παρκς Ρόαντ στην Οξφόρδη. Στο κτήριο υπάρχει και αίθουσα διαλέξεων η οποία χρησιμοποιείται από τα τμήματα χημείας, ζωολογίας και μαθηματικών του πανεπιστημίου. Μέσω του μουσείου φυσικής ιστορίας, γίνεται η πρόσβαση στο λαογραφικό μουσείο Πιτ Ρίβερς.
Η νεογοτθική αρχιτεκτονική του κτηρίου σχεδιάστηκε από τους Τόμας Νιούενχαμ Ντην και Μπέντζαμιν Γούντγουαρντ. Η κατασκευή ξεκίνησε το 1855, και ολοκληρώθηκε το 1860. Ξεκινώνοντας την λειτουργία του, συγκέντρωσε τα εκθέματα και εξοπλισμό από τις προϋπάρχουσες υποδομές φυσικής ιστορίας του πανεπιστημίου οι οποίες ήταν διάσπαρτες στην πόλη της Οξφόρδης και τα διάφορα κολέγια, ώστε να είναι διαθέσιμα όλα σε ένα κοινό χώρο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εκθεμάτων του μουσείου προέρχεται από τις συλλογές φυσικής ιστορίας του Ασμόλειου μουσείου, ενώ κάποια προήλθαν επίσης και από το μουσείο Κράιστ Τσερτς.
Επιπλέον, οι σπουδές στο πανεπιστήμιο έως την εποχή εκείνη επικεντρώνονταν κυρίως στην θεολογία, φιλοσοφία, και κλασική ιστορία και λογοτεχνία, και ήταν ευκαιρία να επεκταθεί και στις φυσικές επιστήμες του υλικού κόσμου και το πως αυτός λειτουργεί.[1]Η χρηματοδότηση της κατασκευής ενισχύθηκε εν μέρει και μέσω της πώλησης αντίτυπων της Βίβλου.[2] Αρχικά εγκαταστάθηκαν διάφορα τμήματα εντός του κτηρίου, όπως της γεωλογίας, χημείας, ορυκτολογίας και άλλα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου μετακινήθηκαν στα δικά τους κτήρια.
Μεταξύ του 1885 και του 1886 κατασκευάστηκε και μια νέα επέκταση στο πίσω μέρος του κεντρικού κτηρίου, στο οποίο στεγάστηκαν οι εθνολογικές και λαογραφικές συλλογές του Αουγκούστους Πιτ Ρίβερς, και έτσι δημιουργήθηκε το μουσείο Πιτ Ρίβερς, κρατώντας διακριτά αλλά σε κοντινή απόσταση τα φυσικά εκθέματα από τα ανθρώπινα δημιουργήματα.[3]
Υπάρχουν 3 κύριες συλλογές, η Γεωλογική η οποία καλύπτει τα παλαιοντολογικά εκθέματα και τα εκθέματα ορυκτών, η Ζωική στην οποία περιλαμβάνονται τα ζωολογικά και εντομολογικά εκθέματα, και οι συλλογές του Αρχείου σχετικά με το μουσείο οι οποίες κατανέμονται στους 2 ορόφους του κτηρίου.
Στον ισόγειο όροφο, ο οποίος αποτελεί τον κύριο χώρο εκθεμάτων και εκτείνεται έως την οροφή του συνολικού κτηρίου, ο χώρος εκθεμάτων του είναι τετράγωνος, ενώ στην κορυφή υπάρχει γυάλινη οροφή η οποία στηρίζεται από συστοιχίες σιδερένιων δοκών, οι οποίες διαιρούν τον περιβάλλοντα χώρο σε 3 κύριους διαδρόμους. Στον όροφο αυτό, κυρίαρχο στοιχείο είναι ο μεγάλος αριθμός σκελετών δεινοσαύρων. Στα τμήματα του κτηρίου όπως κολώνες και τοίχους, έχουν ενσωματωθεί ως διακόσμηση διάφορα ορυκτά και απολιθώματα. Κοντά στην είσοδο υπάρχει πωλητήριο αναμνηστικών αντικειμένων και βιβλίων.
Στον πάνω όροφο, στεγάζεται το τμήμα εντομολογίας, αίθουσα διαλέξεων καθώς και εστιατόριο, ενώ είναι θεατά στο σύνολο τους τα εκθέματα του ισόγειου ορόφου από ψηλά.
Στις 30 Ιουνίου του 1860, πρώτο έτος λειτουργίας του μουσείου, διαδραματίστηκε στην αίθουσα διαλέξεων του μουσείου σημαντικός διάλογος μεταξύ βιολόγων της εξελικτικής βιολογίας και αντιπροσώπων της αγγλικανικής εκκλησίας, ως προς την θεωρία της φυσικής εξέλιξης.[4] Η συζήτηση θεωρείται σημαντική γιατί υπήρξε κομβικό σημείο ώστε να αρχίσει να υποχωρεί η κατά γράμμα ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου σύμφωνα με την Αγία Γραφή, και η προσοχή να στρέφεται προς τις φυσικές επιστήμες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες επιστημόνων που συμμετείχαν στον διάλογο.[5][6]Οι κύριες μορφές της συζήτησης, ήταν ο Τόμας Χάξλεϊ, βιολόγος και σθεναρός υποστηρικτής των θεωριών του Δαρβίνου, και ο Σάμιουελ Ουίλμπερφορς, επίσκοπος της Οξφόρδης. Ο Ουίλμπερφορς είχε υποστηρίξει την κατασκευή του μουσείου, έτσι ώστε να είναι δυνατό να μελετηθούν τα θαύματα της θεϊκής δημιουργίας. Στον διάλογο που ακολούθησε το κύριο θέμα ήταν το κατά πόσο ίσχυε η φυσική εξέλιξη και το κατά πόσο ο άνθρωπος πράγματι κατάγεται από μια μορφή πιθήκου βάσει των θεωριών του Δαρβίνου.[7]
Στις 14 Αυγούστου του 1894, έγινε η πρώτη παρουσίαση του ασύρματου τηλέγραφου, κατά την οποία στάλθηκε ραδιοσήμα από γειτονικό κτήριο, και λήφθηκε από την ραδιοσυσκευή στον χώρο των διαλέξεων στο μουσείο.
Στο μουσείο εκτίθεται το πιο καλοδιατηρημένο δείγμα ντόντο, άπτερου πτηνού μεγάλων διαστάσεων το οποίο εξαφανίστηκε τον 17ο αιώνα.
Η χρηματοδότηση του ιδρύματος γίνεται από το πανεπιστήμιο, ιδιώτες, καθώς και κυβερνητικά κονδύλια. Η είσοδος στο μουσείο είναι ελεύθερη, και δέχεται πάνω από 670.000 επισκέπτες ανά έτος, με περίπου 35.000 να είναι μαθητές σχολείων.