Μοχάμαντ Χονταμπάντα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | شاه محمد خدابنده (Περσικά) |
Γέννηση | 1531 Αρνταμπίλ |
Θάνατος | Ιουλίου 1595[1][2] Αλαμούτ |
Τόπος ταφής | Imam Husayn Mausoleum |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυτοκρατορία των Σαφαβιδών |
Θρησκεία | Σιιτισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Χαΐρ αλ-Νισά Μπεγκούμ |
Τέκνα | Αμπάς Α΄ ο Μέγας Χαμζά Μιρζά Abu Talib Mirza |
Γονείς | Ταχμάσπ Α΄ της Περσίας και Sultanum Begum |
Αδέλφια | Ισμαήλ Β΄ της Περσίας |
Οικογένεια | Σαφαβίδες |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Σάχης (1578–1587) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Moχάμαντ Χονταμπάντα, επίσης γράφεται Χονταμπαντέχ, περσικά: شاه محمد خدابنده, (1532 - 1595 ή 1596), [3] ήταν ο τέταρτος σάχης των Σαφαβιδών τού Ιράν από το 1578 μέχρι την ανατροπή του το 1587 από τον γιο του Αμπάς Α΄. Ο Χονταμπάντα είχε διαδεχτεί τον αδελφό του, Iσμαήλ Β΄. Ο Χονταμπάντα ήταν γιος τού σαχ Ταχμάσπ Α΄ από μία Τουρκμένια μητέρα, τη Σουλτάνουμ Μπεγκούμ Μαουσιλού, [4] και εγγονός τού Iσμαήλ Α΄, ιδρυτή της δυναστείας των Σαφαβιδών.
Μετά το τέλος τού πατέρα του το 1576, ο Χονταμπάντα παραιτήθηκε υπέρ τοέ μικρότερου αδελφού του Ισμαήλ Β΄. Ο Χονταμπάντα είχε ένα οφθαλμικό πρόβλημα, που τον έκανε σχεδόν τυφλό, και έτσι, σύμφωνα με τις περσικές βασιλικές παραδόσεις δεν μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο. [5] Ωστόσο, μετά τη σύντομη και αιματηρή βασιλεία τού Ισμαήλ Β΄, ο Χονταμπάντα αναδείχθηκε ως ο μόνος διάδοχος, και έτσι με την υποστήριξη των φυλών Κιζιλμπάς έγινε σάχης το 1578.
Η βασιλεία τού Χονταμπάντα σημαδεύτηκε από μία συνεχιζόμενη αδυναμία τού στέμματος και από τις φυλετικές εσωκομματικές συγκρούσεις, ως μέρος τού δεύτερου εμφυλίου πολέμου της εποχής των Σαφαβιδών. [6] Σημαντική προσωπικότητα στα πρώτα χρόνια της βασιλείας τού Χονταμπάντα ήταν η σύζυγός του Χαΐρ Αλ-Νύσα Μπεγκούμ, η οποία βοήθησε στην εξασφάλιση της βασιλείας τού συζύγου της. [5] Ωστόσο, οι προσπάθειές της να εδραιώσει την κεντρική εξουσία προκάλεσαν την αντίθεση από τις ισχυρές φυλές των Κιζιλμπάς, οι οποίες τη δολοφόνησαν το 1579. Ο Χονταμπάντα έχει περιγραφεί ως «άνθρωπος με εκλεπτυσμένα γούστα, αλλά αδύναμο χαρακτήρα». [3] Ως αποτέλεσμα, η βασιλεία τού χονταμπάντα χαρακτηρίστηκε από φραξιονισμό, με μεγάλες φυλές να ευθυγραμμίζονται με τους γιους και τους μελλοντικούς διαδόχους τού Χονταμπάντα. Αυτό το εσωτερικό χάος επέτρεψε σε ξένες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην αντίπαλη και γειτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία, να κάνουν εδαφικά κέρδη, συμπεριλαμβανομένης της κατάκτησης της παλαιάς πρωτεύουσας Ταμπρίζ το 1585. Ο Χονταμπάντα τελικά ανατράπηκε με πραξικόπημα υπέρ τού γιου του σαχ Αμπάς Α΄.
Γεννημένος ως Σολτάν-Μοχάμεντ Μιρζά στο Ταμπρίζ, ονομάστηκε τιτουλάριος κυβερνήτης τού Χεράτ σε ηλικία τεσσάρων ετών, λίγο μετά την ανάκτηση της πόλης από τους Ουζμπέκους το 1537. Η πραγματική δύναμη ήταν ο λαλά (δάσκαλος-μέντορας), ο Κιζιλμπάς αμίρ Μουχάμαντ Σαράφ αλ-Ντιν Ογκλί Τακαλού, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα μαζικά δημόσια έργα στη δεκαετία του 1540, που έφεραν αρδευτικά συγκροτήματα, κήπους, ιερά και άλλα δημόσια κτίρια στο Χεράτ. Αυτές οι προσπάθειες συνάντησαν με την επιδοκιμασία τού σάχη Ταχμάσπ και προσέλκυσαν τους ποιητές, εικονογράφους και καλλιγράφους της πόλης, με τους οποίους ο Σολτάν-Μοχάμεντ γνωρίστηκε. [7]
Ο Σολτάν-Μοχάμεντ ονομάστηκε κυβερνήτης τού Σιράζ το 1572. Είχε αποκτήσει τη φήμη τού ποιητή στο Χεράτ, κάτι που «διακρίνεται για την μόρφωσή του και τη γνωστική του οξύτητα», σύμφωνα με τον Σαμ Μιρζά, έναν σύγχρονο βιογράφο ποιητών. Ο Μουχάμαντ έφερε μαζί του μία ακολουθία καλλιτεχνών και κατοικίδιων ζώων στο Σιράζ, μία πόλη που ήταν κέντρο φιλοσοφικής έρευνας από τα τέλη τού 15ου αι. και πιο πρόσφατα ως τόπος ευρέως περιζήτητων εικονογραφημένων χειρογράφων. [8] Ο Σολτάν-Μοχάμαντ ήταν στο Σιράζ, όταν απεβίωσε ο αδελφός του, ο σάχης.
Στις 25 Νοεμβρίου 1577, ο μικρότερος αδερφός τού Μοχάμαντ Χονταμπάντα, Ισμαήλ Β΄ απεβίωσε ξαφνικά και χωρίς κανένα αρχικό σημάδι κακής υγείας. Οι αυλικοί ιατροί, που έλεγξαν το πτώμα, υπέθεσαν ότι μπορεί να απεβίωσε από δηλητήριο. Η γενική συμφωνία ήταν ότι η ετεροθαλής αδελφή του Παρί Χαν Χανούμ είχε αποφασίσει να τον δηλητηριάσει με τη βοήθεια των ερωμένων τού εσωτερικού χαρεμιού, ως αντίποινα για την κακή συμπεριφορά του απέναντί της. [9] Με τον Ισμαήλ Β΄ να έχει απομακρυνθεί, η Παρί Χαν Χανούμ ανέκτησε την εξουσία και τον έλεγχό της. Όλοι οι κρατικοί λειτουργοί, αρχηγοί φυλών, στρατιωτικοί και αξιωματούχοι εκτελούσαν τις εντολές, που έδιναν οι εκπρόσωποί της και υπηρετούσαν σύμφωνα με τον λόγο της. [9]
Προκειμένου να ξεκαθαρίσουν την κρίση διαδοχής, οι αρχηγοί των Κιζιλμπάς συμφώνησαν να διορίσουν τον μελλοντικό σάχη μετά από μία διάσκεψη μεταξύ τους και στη συνέχεια να ενημερώσουν την Παρί Χαν Χανούμ για την αποφασισμένη επιλογή τους. Αρχικά, συζήτησαν το ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο ο Σοτζά αλ-Ντιν Μοχάμαντ, ο οκτώ μηνών βρέφος γιος τού Ισμαήλ Β΄, θα έπρεπε να στεφθεί ως σάχης, ενώ στην πραγματικότητα τις κρατικές υποθέσεις θα αναλάμβανε η Παρί Χαν Χανούμ. Αυτή η πρόταση, ωστόσο, δεν πήρε το πράσινο φως από το μεγαλύτερο μέρος της συνέλευσης, καθώς θα επηρέαζε την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ πολλών φυλών των Κιζιλμπάς. Τελικά η συνέλευση συμφώνησε να διορίσει τον Μοχάμαντ Χονταμπάντα ως σάχη. [9]
Ο διορισμός τού Μοχάμαντ Χονταμπάντα υποστηρίχθηκε και εγκρίθηκε από την Παρί Χαν Χανούμ, επειδή ο Μοχάμαντ ήταν ένας άνδρας σε μεγάλη ηλικία, σχεδόν τυφλός και αναζητούσε την ευχαρίστηση. Έτσι ήταν ο κατάλληλος διάδοχος, οπότε η Παρί Χαν Χανούμ μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του και να κυβερνά η ίδια. Έκανε συμφωνία με τους οπλαρχηγούς των Κιζιλμπάς, ότι ο Moχάμαντ θα παρέμενε σάχης κατ' όνομα, ενώ αυτή και οι απεσταλμένοι της θα συνέχιζαν να ελέγχουν τα συμφέροντα τού κράτους. [9]
Όταν ο Moχάμαντ στέφθηκε σάχης, η αριστοκρατία των Σαφαβιδών, οι αξιωματικοί και οι επαρχιακοί κυβερνήτες έπρεπε να λάβουν την έγκριση από την Παρί Χαν Χανούμ, για να του κάνουν μία συγχαρητήρια επίσκεψη. Η σφαίρα επιρροής και η εξουσία της Παρί Χαν Χανούμ είχε τέτοια διάσταση, που κανείς δεν είχε το θάρρος να επισκεφτεί το Σιράζ χωρίς την ξεκάθαρη έγκρισή της. [9] Από την ημέρα που ο Moχάμαντ διορίστηκε σάχης, η σύζυγός του Χαΰρ αλ-Νίσα Μπεγκούμ, η οποία ήταν περισσότερο γνωστή με τον τίτλο της Mαχντέ Ολυά, ανέλαβε τον έλεγχο των υποθέσεων του. Γνώριζε την ανεπάρκεια τού συζύγου της και για να αντισταθμίσει την έλλειψη αποτελεσματικότητάς του, αποφάσισε να προσπαθήσει να γίνει πρακτικά η κυρίαρχος τού κράτους των Σαφαβιδών. [9]
Ο Moχάμαντ και η Mαχντέ Ολιά μπήκαν στα περίχωρα τού Καζβίν στις 12 Φεβρουαρίου 1578. Αυτό έβαλε τέλος στην αδιαμφισβήτητη εξουσία, που απολάμβανε η Παρί Χαν Χανούμ για δύο μήνες και 20 ημέρες. Αν και εξακολουθούσε να είναι πρακτικά η κυρίαρχη τού κράτους, θα συναντούσε τώρα την αντίθεση από τη Μαχντέ Ολιά και τους συμμάχους της. Όταν έφτασαν στην πόλη, η Παρί Χαν εμφανίστηκε για να τους δεχτεί με μεγάλη μεγαλοπρέπεια και παρελαύνοντας, καθισμένη σε ένα χρυσαφένιο μαξιλάρι, ενώ τη φύλαγαν 4.000–5.000 ιδιωτικοί φρουροί, προσωπικοί βοηθοί στο χαρέμι και υπάλληλοι της αυλής. [9] Ωστόσο, η Παρί Χαν στραγγαλίστηκε τελικά την ίδια μέρα από τον Χαλίλ Χαν Αφσάρ υπό τις διαταγές της Μαχντέ Ολιά.
Η Mαχντέ Ολιά πήρε τώρα τον προσωπικό έλεγχο τού Ιράν και άρχισε να προωθεί τη σταδιοδρομία τού μεγαλύτερου γιου της, Χαμζά Μιρζά (ενδιαφερόταν ελάχιστα για τον μικρότερο γιο της Aμπάς Μιρζά). Αλλά ανταγωνίστηκε τους Κιζιλμπάς, που τελικά ζήτησαν από τον σάχη να την απομακρύνει από την εξουσία: όταν αυτή αρνήθηκε να δεχτεί τα αιτήματά τους, μία ομάδα συνωμοτών Κιζιλμπάς εισέβαλε στο χαρέμι και την στραγγάλισε στις 26 Ιουλίου 1579 [10] [11]
Οι φατρίες των Κιζιλμπάς άρχισαν όλο και περισσότερο να κυριαρχούν στο Ιράν. Το 1583 ανάγκασαν τον σάχη να παραδώσει τον βεζίρη του, Μιρζά Σαλμάν, για εκτέλεση. Ο νεαρός Χαμζά Μιρζά ανέλαβε τα ηνία τού κράτους, αλλά στις 6 Δεκεμβρίου 1586 δολοφονήθηκε και αυτός υπό μυστηριώδεις συνθήκες. [12]
Οι ξένες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τη διαφωνία των φατριών στην αυλή τού Ιράν, για να καταλάβουν εδάφη για τον εαυτό τους. Ουζμπεκικά τάγματα προσπάθησαν να εισβάλουν στο βορειοανατολικό Ιράν, πριν απωθηθούν από τον κυβερνήτη τού Μασχάντ. Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας τού Χονταμπάντα ήταν ο πόλεμος με τους Οθωμανούς. Το 1578 ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Γ΄ ξεκίνησε έναν πόλεμο με το Σαφαβιδικό Ιράν, που επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι το 1590. Στην πρώτη επίθεση, ο βεζίρης τού σουλτάνου Λαλά Μουσταφά Πασάς εισέβαλε στα εδάφη των Σαφαβιδών, που αποτελούνταν από τη Γεωργία και το Σιρβάν. Το Σιρβάν έπεσε πριν από το τέλος του καλοκαιριού του 1578, γεγονός που σημαίνει ότι οι Οθωμανοί είχαν πλέον τον έλεγχο σχεδόν όλων των εδαφών δυτικά της ακτής της Κασπίας Θάλασσας. Αυτό άνοιξε επίσης τον δρόμο για μία επίθεση, σε αυτό που σήμερα είναι ο πυρήνας της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, που στη συνέχεια δέχθηκαν επίθεση το 1579 από ένα μεγάλο απόσπασμα Τατάρων της Κριμαίας, με επικεφαλής τον Aντίλ Γκιράι Χαν, [13] αλλά συνελήφθη σε μία αξιοσημείωτη αντεπίθεση με επικεφαλής τους Mιρζά Σαλμάν Τζαμπιρί και Χαμζά Μιρζά, και αργότερα εκτελέστηκε στο Καζβίν, την τότε πρωτεύουσα των Σαφαβιδών. Ένας άλλος οθωμανικός στρατός υπό την ηγεσία τού Οσμάν Πασά και τού Φερχάτ Πασά πέρασε στο Ιράν και κατέλαβε την Ταμπρίζ το 1585. Ο Χονταμπάντα έστειλε τον Χαμζά Μιρζά να πολεμήσει τους Οθωμανούς, αλλά ο νεαρός πρίγκιπας δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας και η πόλη παρέμεινε στα χέρια των Οθωμανών για 20 χρόνια. [14] [15]
Όταν οι Ουζμπέκοι ξεκίνησαν μία μεγάλης κλίμακας εισβολή στο Χορασάν, ο ηγέτης της φατρίας των Ουσταλτζού Κιζιλμπάς στην επαρχία, Μουρσίντ Κουλί Χαν, αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να ανατρέψει τον σάχη και να τον αντικαταστήσει με τον γιο τού Χονταμπάντα, Αμπάς Μιρζά, ο οποίος κηδεμονευόταν από τον Μουρσίντ. Ο Μουρσίντ και ο Αμπάς πήγαν στο Καζβίν, όπου ο πρίγκιπας ανακηρύχθηκε νέος ηγεμόνας τού Ιράν τον Οκτώβριο του 1587. Ο Χονταμπάντα δεν έκανε καμία προσπάθεια να αμφισβητήσει το πραξικόπημα και αποδέχτηκε την εκθρόνισή του.
Έζησε στην πρωτεύουσα για ένα διάστημα, αλλά στη συνέχεια εξορίστηκε προφανώς στη φυλακή τού Aλαμούτ, αν και ο Iσκαντάρ Μπεγκ Μουνσί καταγράφει ότι απεβίωσε στο Καζβίν κάποια στιγμή μεταξύ 21 Ιουλίου 1595 και 10 Ιουλίου 1596 [16] [17]
Ο Χονταμπάντα ήταν επίσης ποιητής, που έγραψε στίχους με το ψευδώνυμο "Φαχμί". [18]