Μπάλι Κομπετάρ | |
---|---|
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |
Ενεργό | 1942 – 1945 |
Ιδεολογία | |
Ηγέτες | Μιδάτ Φράσερι |
Δύναμη | 35.000–50.000[2] |
Εξελίχθηκε σε | Εθνική Επιτροπή «Ελεύθερη Αλβανία» |
Σύμμαχοι | Ναζιστική Γερμανία |
Αντίπαλοι | Ιταλία (1942–1943) Σύμμαχοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου |
Το Μπάλι Κομπετάρ (αλβανικά: Balli Kombëtar, Εθνικό Μέτωπο), γνωστό και ως Μπάλι, ήταν αλβανικό εθνικιστικό αντικομμουνιστικό αντιστασιακό κίνημα και πολιτική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1942.[3] Στην ηγεσία του βρισκόταν οι Αλί Κελτσύρα και Μιδάτ Φράσερι[4] και συγκροτούνταν από μέλη των ελίτ γαιοκτημόνων, φιλελεύθερους εθνικιστές που αντιτίθενταν στον κομμουνισμό και άλλους κοινωνικούς τομείς στην Αλβανία.[5][6][7] Το σύνθημα του Μπάλι Κομπετάρ ήταν: "Shqipëria Shqiptarëve, Vdekje Tradhëtarëve" (Αλβανία για τους Αλβανούς, Θάνατος στους Προδότες).[8] Τελικά το Μπάλι Κομπετάρ εντάχθηκε στη ναζιστική κυβέρνηση του υπόδουλου κράτους-μαριονέτας και πολέμησε ως σύμμαχος κατά των αντιφασιστικών αντάρτικων ομάδων.[9][10]
Με την Ιταλία στο χείλος της ήττας το 1943, το Αλβανικό Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα (LNC) και το Μπάλι Κομπετάρ συναντήθηκαν στο χωριό Μούκιε. Το Μπάλι Κομπετάρ εισήλθε σε μια εύθραυστη συμμαχία με τον κομμουνιστή ηγέτη του Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος, και ενήργησε ως ομάδα αντίστασης εναντίον των Ιταλών.[11] Μετά τη Συμφωνία του Μούκιε, η ασαφής αμοιβαία ανοχή που υπήρχε μεταξύ των μελών του Μπάλι και των κομμουνιστών διαλύθηκε γρήγορα. Οι Σύμμαχοι επίσης δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ότι το Κοσσυφοπέδιο θα αποτελούσε μέρος της Αλβανίας[12] διότι επέμεναν στην αποκατάσταση των κατεχόμενων κρατών με βάση τα σύνορά τους όπως ήταν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά τη χλιαρή στάση τους απέναντι στους συμμάχους, τα μέλη του Μπάλι φοβόντουσαν ότι μια νίκη των Συμμάχων στον πόλεμο θα μπορούσε να οδηγήσει σε κομμουνιστικό έλεγχο της Αλβανίας.[13] Η χλιαρή στάση τους έναντι των Βρετανών επίσης ενισχύθηκε από την επιθυμία τους να διατηρήσουν το κατεχόμενο ενιαίο αλβανικό κράτος κάτω από τα όρια που έθεσαν οι Ιταλοί το 1941, διότι ήταν δριμύτατα αντίθετοι και φοβόταν την απώλεια του Κοσσυφοπεδίου και της Δίβρης από τη Γιουγκοσλαβία για άλλη μια φορά. Επίσης φοβόταν ότι οι Σύμμαχοι στηρίζοντας την Ελλάδα θα μπορούσαν να τους εμποδίσουν να διεκδικήσουν την Τσαμουριά και να τους στερήσουν τις νότιες επαρχίες της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου, το επίκεντρο του απελευθερωτικού τους κινήματος.[13] Θεώρησαν τους Γιουγκοσλάβους και τους Έλληνες ως τους πραγματικούς εχθρούς τους.[13]
Η συμφωνία του Μούκιε πυροδότησε άμεσα μια εχθρική αντίδραση από τον Γιουγκοσλάβο πρέσβη στην Αλβανία, Σβετοζάρ Βουκμάνοβιτς. Κατήγγειλε τη συμφωνία και άσκησε πιέσεις στο Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα για να την ακυρώσει άμεσα.[14] Ο κομμουνιστής ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Μίλοβαν Τζίλας, στη συνέχεια αναφέρθηκε στο Μπάλι Κομπετάρ ως «Αλβανούς φασίστες».[15]
Το Μπάλι Κομπετάρ, το οποίο είχε αγωνιστεί εναντίον των Ιταλών, απειλήθηκε από τις ανώτερες δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος και των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων, οι οποίοι υποστηριζόταν από τους Συμμάχους.[16] Το φθινόπωρο του 1943, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε ολόκληρη την Αλβανία μετά την υποχώρηση της Ιταλίας. Φοβούμενο αντιποίνων από τις μεγαλύτερες δυνάμεις, το Μπάλι Κομπετάρ συμφώνησε με τους Γερμανούς και σχημάτισε μια «ουδέτερη κυβέρνηση» στα Τίρανα, η οποία συνέχισε τον πόλεμο της με το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα και τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους.[17][18][19][20]
Ο Σαφέτ Μπούτκα, σκληροπυρηνικός Αλβανός εθνικιστής, προσπάθησε σε διάφορες χρονικές στιγμές να συνεργαστεί με το ελεγχόμενο από κομμουνιστές Απελευθερωτικό Μέτωπο. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1943, στη νότια Αλβανία, μερικές δυνάμεις παρτιζάνων πολέμησαν μαζί με το Μπάλι Κομπετάρ κατά τη διάρκεια της Μάχης του Γκιόρμ, όπου νίκησαν και απομάκρυναν τα ιταλικά στρατεύματα.[21] Τον Φεβρουάριο του 1943 διοργάνωσε συνάντηση με κομμουνιστές και τον Μάρτιο του 1943 επετεύχθη συμφωνία συνεργασίας. Έκανε άλλη μια τοπική συμφωνία τον Αύγουστο του 1943 και ήταν ένας από τους εμπνευστές και υποστηρικτές της συμφωνίας του Μούκιε.[22] Οι Αλβανοί κομμουνιστές ζήτησαν το Κοσσυφοπέδιο και η Μετόχια να παραχωρηθούν στην Αλβανία μετά τον πόλεμο. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο συναντήθηκε με τα μέλη του Μπάλι τον Αύγουστο του 1943, συμφωνώντας στην ίδρυση της Μεγάλης Αλβανίας.[23][24] Η συμφωνία όμως ήταν βραχύβια. Μετά την καταγγελία της συμφωνίας του Μούκιε από Αλβανούς κομμουνιστές, φοβόταν έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Αλβανών και όταν ρωτιούνταν για το θέμα, ανέφερε πάντοτε ότι «ο μόνος Αλβανός που θα σκοτώσω θα είναι ο εαυτός μου». Στον δρόμο της επιστροφής, ενημερώθηκε για τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των Αλβανών παρτιζάνων και του Μπάλι Κομπετάρ. Κατόπιν αυτών των ειδήσεων, ο ίδιος αυτοκτόνησε στις 19 Σεπτεμβρίου 1943 στο χωριό Μελτσάν, τηρώντας τον λόγο του. Στα νότια της Αλβανίας, η έχθρα μεταξύ των κομμουνιστών και του Μπάλι Κομπετάρ εντάθηκε. Οι κομμουνιστές απέρριψαν σχεδόν αμέσως τη συμφωνία του Μουκάι και φοβούμενοι ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στα Βαλκάνια και να προσφέρουν τη στήριξή τους στα μέλη του Μπάλι, έδωσαν εντολές να εξαλειφθεί το Μπάλι Κομπετάρ όπου και αν το έβρισκαν.[25] Αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στον σχηματισμό έντονου μίσους από τα μέλη του Μπάλι Κομπετάρ προς τους κομμουνιστές.
Μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας, τα μέλη του Μπάλι πίεσαν έντονα τους κομμουνιστές.[13] Διέλυσαν μια αρκετά μεγάλη κομμουνιστική παρτιζάνικη ομάδα νοτιοδυτικά των Τιράνων.[13] Το φθινόπωρο του 1943 τα μέλη του Μπάλι, με τη βοήθεια γερμανικών δυνάμεων, συμμετείχαν επίσης σε άγριες διαμάχες εναντίον του Μετώπου Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου στη νότια Αλβανία. Αυτή η ελληνική εθνικιστική ομάδα διαλύθηκε κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων και εξαλείφθηκε ως δύναμη μάχης.[26]
Με την ίδρυση της Μεγάλης Συμμαχίας, οι Γερμανοί άρχισαν να χάνουν τον πόλεμο. Αυτό επηρέασε επίσης την κατάσταση στην Αλβανία, καθώς οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να προμηθεύσουν το Μπάλι Κομπετάρ. Με την τρέχουσα κατάσταση που ευνοούσε τους κομμουνιστές, οι παρτιζάνοι άρχισαν μια πλήρους κλίμακας επίθεση στο Μπάλι Κομπετάρ. Οι Βρετανοί αξιωματικοί των διαβιβάσεων στην Αλβανία σημείωσαν ότι οι κομμουνιστές χρησιμοποιούν τα όπλα που έλαβαν για να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους Αλβανούς πολύ περισσότερο από το να παρενοχλούν τους Γερμανούς.[25] Οι δυτικοί σημείωσαν ότι οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν να έχουν επικρατήσει χωρίς τις προμήθειες και τα όπλα από τη Βρετανία, την Αμερική και τη Γιουγκοσλαβία, και ότι τα μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου δεν φοβούνταν να δολοφονούν τους συμπατριώτες τους.[27]
Η επιρροή των μελών του Μπάλι στο Κοσσυφοπέδιο και στη Δυτική Γιουγκοσλαβική Μακεδονία έφτασε στο αποκορύφωμά της μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943. Κατέλαβαν τη Στρούγκα και τη Δίβρη από τους Ιταλούς στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, λαμβάνοντας μεγάλο μέρος του στρατιωτικού εξοπλισμού που αυτοί εγκατέλειψαν.[28] Μετά την ίδρυση του Αλβανικού Βασιλείου, ηγέτες του Μπάλι Κομπετάρ από το Κοσσυφοπέδιο συμμετείχαν στη διαμόρφωση της νέας κυβέρνησης. Στις 6 Νοεμβρίου 1943, το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι οι αντιβασιλείς και η συνέλευση σχημάτισαν κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κοσοβάρο Αλβανό Ρετζέπ Μιτρόβιτσα[29] ο οποίος εντάχθηκε στο αντιστασιακό κίνημα του Μπάλι Κομπετάρ το 1942 και πέρασε μεγάλο μέρος της ιταλικής περιόδου φυλακισμένος στο Πόρτο Ρομάνο κοντά Δυρράχιο.[30] Το υπουργικό συμβούλιο του Μιτρόβιτσα, με τα περισσότερα μέλη του οποίου να έχουν διαπιστευτήρια ως εθνικιστές καθώς και κάποια γερμανική ή αυστριακή διασύνδεση, περιλάμβανε τον Τζαφέρ Ντέβα.[31] Ο Ντέβα, κορυφαίο μέλος του Μπάλι από το Κοσσυφοπέδιο, διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Ρετζέπ Μιτρόβιτσα και συνεργάστηκε με τους Γερμανούς για να αντιταχθεί στη διάδοση των κομμουνιστικών δυνάμεων στον βορρά,[32] δίνοντας του ουσιαστικά την άμεση διοίκηση των δυνάμεων της νέας κυβέρνησης.[33] Οι μάχες στο Κοσσυφοπέδιο πήραν μια εθνοτική και ιδεολογική βάση με τις αλβανικές δυνάμεις του Μπάλι Κομπετάρ να πολεμούν ενάντια στους κατά κύριο λόγο Σέρβους Παρτιζάνους.
Στη Δυτική Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όταν ήταν μέρος του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας, οι δυνάμεις της Γερμανίας και του Μπάλι είχαν περιστασιακές αψιμαχίες με Γιουγκοσλάβους αντάρτες. Το Κίτσεβο, που παρέμεινε στα χέρια μονάδων παρτιζάνων από την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας,[28] δέχτηκε επίθεση από τις δυνάμεις του Μπάλι υπό τον Τζεμ Χάσα στις αρχές Νοεμβρίου του 1943. Μετά από 7 ημέρες έντονων συγκρούσεων, οι Παρτιζάνοι νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από την πόλη.[34] Οι Φικίρι Ντίνε, Τζεμ Χάσα και Χούσνι Ντέμα, καθώς και τρεις Γερμανοί ταγματάρχες, διηύθυναν επίσης στρατιωτικές εκστρατείες κατά των Αλβανών και Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων.[35] Όταν η Μακελάρα, στο μέσο της απόστασης μεταξύ Δίβρης και Επισκοπής, ανακτήθηκε από την πέμπτη Παρτιζανική Ταξιαρχία, οι Γερμανοί με τη βοήθεια των δυνάμεων του Μπάλι του Τζεμ Χάσα ξεκίνησαν μια επίθεση από τη Δίβρη, νικώντας τους αντάρτες.[36] Τα κυριότερα κέντρα του Μπάλι Κομπετάρ στις περιοχές αυτές ήταν τα Κόσοβσκα Μιτρόβιτσα, Ντρένιτσα και Τέτοβο. Σημειώνεται ότι το Μπάλι Κομπετάρ στις περιοχές αυτές ήταν πιο επιθετικό από ότι στην Αλβανία.[37] Με το Μπάλι Κομπετάρ να κερδίζει έδαφος, πολλά μέλη του είδαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Σέρβους γείτονές τους για τα δεινά που είχαν υπομείνει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες (Σφαγές Αλβανών στους Βαλκανικούς Πολέμους), καίγοντας ίσως έως και 30.000 σπίτια που ανήκαν σε Σέρβους και Μαυροβούνιους.[37] Οι πιο επιρρεπείς σε αυτές τις επιθέσεις ήταν οι Σέρβοι που είχαν εγκατασταθεί στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.[37]
Τον Οκτώβριο του 1944, καθώς ο γερμανικός στρατός άρχισε να υποχωρεί μέσω του Κοσσυφοπεδίου, ξέσπασαν σκληρές μάχες μεταξύ των Γερμανών και των Παρτιζάνων. Μετά την απομάκρυνση των Γερμανών, ο Τίτο διέταξε τη συλλογή όπλων στο Κοσσυφοπέδιο και τη σύλληψη εξέχοντων Αλβανών. Η εντολή δεν έγινε καλώς δεκτή και, σε συνδυασμό με τα πάθη που ένιωθε για το Κοσσυφοπέδιο, προκάλεσε εξέγερση.[38] Στις 2 Δεκεμβρίου 1944, αντικομμουνιστές Αλβανοί από την περιοχή Ντρένιτσα επιτέθηκαν στο εξορυκτικό σύμπλεγμα Τρέπτσα και σε άλλους στόχους. Αριθμώντας το πολύ 2.000 άνδρες, οι αντικομμουνιστές κατόρθωσαν να αποκρούσουν δύναμη 30.000 παρτιζανικών στρατευμάτων για δύο μήνες. Ομοίως, στο Κίτσεβο, στο Γκόστιβαρ και στο Τέτοβο, τα εναπομείναντα μέλη του Μπάλι προσπάθησαν να διατηρήσουν τον έλεγχο της περιοχής αφότου οι Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι ανακοίνωσαν τη νίκη τους.[39] Αυτή την περίοδο ξέσπασε στο Κοσσυφοπέδιο μια «ένοπλη εξέγερση μεγάλης έκτασης» με επικεφαλής το Μπάλι Κομπετάρ (το οποίο εξακολουθούσε να έχει περίπου 9.000 άνδρες την εποχή εκείνη), με στόχο να αντισταθεί στην ενσωμάτωση του Κοσσυφοπεδίου στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία. Μόλις τον Ιούλιο του 1945 οι Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι μπόρεσαν να διαλύσουν την εξέγερση και να ελέγξουν το Κοσσυφοπέδιο.
Τμήματα του Μαυροβουνίου και του Σαντζάκ προσαρτήθηκαν στην Αλβανία το 1941. Στις πόλεις περιλαμβανόταν οι Μπιέλο Πόλιε, Τουτίν, Πλαβ, Γκουσίνιε, Ροζάγιες και Ούλτσιν. Ορισμένοι από τους Γιουγκοσλάβους Μουσουλμάνους που κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές συμμάχησαν με τους Αλβανούς. Ο Ατσίφ Χατζιαχμέτοβιτς, πρώην δήμαρχος του Νόβι Πάζαρ και μέλος του κόμματος του Νετζίπ Ντράγκα, και οι δυνάμεις του Μπάλι υπό τον Σαμπάν Πολούζα απώθησαν με επιτυχία τις κοινές δυνάμεις των Τσέτνικ-Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων από το Νόβι Πάζαρ και συνέτριψαν το οχυρό τους στη Μπάνια.[40] Το Νόβι Πάζαρ παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ατσίφ Χατζιαχμέτοβιτς οποίος ήταν μέλος του εθνικιστικού κινήματος Μπάλι Κομπετάρ, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η περιοχή μεταξύ του ελεγχόμενου από το Μπάλι Νόβι Πάζαρ και του ελεγχόμενου από τους Τσέτνικ Ράσκα, βρέθηκε στο πεδίο συνεχών συγκρούσεων μεταξύ Αλβανών, Γιουγκοσλαβικών Μουσουλμάνων και Σέρβων στη στενή κοιλάδα που χωρίζει τις δύο πόλεις.[41]
Το Μπάλι Κομπετάρ δραστηριοποιούνταν και στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, την οποία οι Αλβανοί ονομάζουν Τσαμουριά. Η διοίκηση του νομού Θεσπρωτίας παραδόθηκε στους Αλβανούς, αν και αυτή η περιοχή δεν ήταν επίσημα προσαρτημένη στο αλβανικό βασίλειο. Το «Μπάλι Κομπετάρ Τσαμ» (αλβανικά: Balli Kombëtar Çam, Εθνικό Μέτωπο του Τσαμ), το οποίο ιδρύθηκε το 1943 από τον Νούρι Ντίνο, έτυχε πλήρους υποστήριξης από τη Γερμανία, καθώς ήταν πρόθυμο να πολεμήσει τόσο τους Αλβανούς όσο και τους Έλληνες κομμουνιστές.[42] Οι μονάδες αυτές χρησιμοποιήθηκαν σε αντιπαρτιζανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα με κωδικό Augustus. Μέχρι τη λήξη της επιχείρησης Augustus, μεγάλος αριθμός Τσαμ στρατολογήθηκε για ένοπλη υποστήριξη. Η υποστήριξή τους εκτιμήθηκε από τους Γερμανούς: ο συνταγματάρχης Γιόσεφ Ρέμολντ ανέφερε ότι «με τις γνώσεις τους για τη γύρω περιοχή, έχουν αποδείξει την αξία τους στις αποστολές αναζήτησης». Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι εξερευνητικές αποστολές ενεπλάκησαν σε μάχες με μονάδες του ΕΔΕΣ.[43] Στις 27 Σεπτεμβρίου (1943), μικτές δυνάμεις Γερμανών και Τσαμ ξεκίνησαν τη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας σε χωριά βόρεια της Παραμυθιάς: Ελευθεροχώρι, Σέλιανη, Σεμέλικα, Άγιος Νικόλαος. Σε αυτήν την επιχείρηση το απόσπασμα των Τσαμ αριθμούσε 150 άνδρες και, σύμφωνα με τον Γερμανό ταγματάρχη Στόκερτ, «ήταν αρκετά αποδοτικό».[44]
Ο Μιδάτ Φράσερι θεωρούσε ότι οι αλβανικές επαρχίες υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατανεμήθηκαν άδικα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.[45] Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μιδάτ Φράσερι άρχισε να υποστηρίζει την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας. Όταν ο Μιδάτ Φράσερι σχημάτισε το Μπάλι Κομπετάρ, βασίστηκε στις εθνικιστικές ιδέες του και στις παλιές ιδεολογίες των Αμπντούλ Φράσερι, Ουμέρ Πριζρένι και Ίσα Μπολετίνι. Τα έργα των Φραντς Νόπτσα, Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν και Μιλάν Σουφλάι, συνέβαλαν στην ενίσχυση του εθνικιστικού σκοπού.[46][47] Το Μπάλι Κομπετάρ πίστευε ότι οι Αλβανοί ήταν «Άρειοι της Ιλλυρικής κληρονομιάς».[48] Αυτό συνέβαλε στην απόκτηση της στήριξης των Ναζί. Το κόμμα είχε επίσης μια ισχυρή αγροτική σοσιαλιστική πτέρυγα, η οποία απέκτησε την ηγεσία του κόμματος μετά τον πόλεμο με τον ηγέτη της Αμπάς Ερμέντζι.[49]
Οι αρχικοί στόχοι του Μπάλι Κομπετάρα καθορίστηκαν το 1942 στο ακόλουθο πρόγραμμα των δέκα σημείων, γνωστό και ως «Δεκάλογος»[50]
Ο Δεκάλογος αναφέρει[51]:
- Αγωνιζόμαστε για την κόκκινη και μαύρη σημαία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του αλβανικού λαού
- Αγωνιζόμαστε για μια δημοκρατική, εθνοτική και ελεύθερη Αλβανία με μια σύγχρονη κοινωνία
- Αγωνιζόμαστε για μια Αλβανία στην οποία θα επικρατήσει η ελευθερία του λόγου και της σκέψης
- Αγωνιζόμαστε για μια Αλβανία με σωστή οικονομική και κοινωνική ισορροπία, ώστε να μην υπάρχουν πλέον εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, δηλαδή, κανείς να μην ζει εις βάρος του συνανθρώπου του, έτσι ώστε να μην υπάρχουν αγρότες χωρίς αρκετή γη για να ζήσουν, έτσι ώστε να μην υπάρχουν εργάτες γαλακτοπαραγωγής χωρίς στέγη και ασφάλεια, δηλαδή αγωνιζόμαστε για μια σταθερή Αλβανία με ένα πλήρως αναμορφωμένο οικονομικό σύστημα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του αλβανικού λαού
- Αγωνιζόμαστε για μια Αλβανία στην οποία θα αποκαλυφθούν τα καταπιεσμένα ταλέντα όλων των στρωμάτων του πληθυσμού, θα υποστηριχθούν και θα ευδοκιμήσουν με τη βοήθεια της αλβανικής εκπαίδευσης
- Αγωνιζόμαστε για μια Αλβανία στην οποία όλες οι θετικές συνεισφορές θα εκτιμηθούν σωστά, ανεξάρτητα από την ηλικία, την περιοχή ή την πίστη
- Αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια Αλβανία που θα τη διαχειρίζονται άνθρωποι που δεν έχουν συμβιβαστεί, από Αλβανούς που έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια και υπό όλες τις προϋποθέσεις για τη σωτηρία και την ευημερία της χώρας τους, από ικανούς και ειλικρινείς εργάτες
- Αγωνιζόμαστε για μια Αλβανία που, με αυστηρό και παραδειγματικό τρόπο, θα τιμωρήσει όλους τους αντιπατριωτές, τους προδότες, τους υπηρέτες, τους ταραχοποιούς, τους κερδοσκόπους και τους κατασκόπους. Για μια Αλβανία στην οποία δεν θα υπάρχει χώρος για υποκριτές, συκοφάντες, φεουδαρχικούς καταπιεστές και όποιον εμποδίζει την ανάπτυξη και την πρόοδο της αναγεννημένης χώρας μας
- Αγωνιζόμαστε να εναρμονίσουμε και ενώσουμε τις δημιουργικές ενέργειες του έθνους, να δημιουργήσουμε μια διανοητική και πνευματική ένωση όλων των Αλβανών
- Αγωνιζόμαστε για να κινητοποιήσουμε όλες τις ζωτικές δυνάμεις του έθνους εναντίον των κατακτητών προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τα ιδανικά του Μπάλι Κομπετάρ
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μπάλι Κομπετάρ ηττήθηκε από τους Γιουγκοσλάβους και τους Αλβανούς κομμουνιστές. Τα μέλη του Μπάλι ήταν τόσο απογοητευμένα από τη συνεργασία τους με τους Ναζί ώστε δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να έχουν κάποιο ρόλο στη μεταπολεμική Αλβανία, αν και χρειάστηκε μέχρι το 1945 για να διαλυθούν. Κατά ειρωνικό τρόπο, η απόφαση των μελών του Μπάλι Κομπετάρ να συνεργαστούν με τους Ναζί προκάλεσε αυτό που είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν – μια κομμουνιστική κυβέρνηση. Οι αγωνιστές του Μπάλι Κομπετάρ διέφυγαν από τα Βαλκάνια προς την Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, την Ελβετία και τη Νότια Αμερική. Όσοι δεν διέφυγαν εκτελέστηκαν. Μία διάδοχη οργάνωση σχηματίστηκε στην εξορία.
Πολλά μέλη του Μπάλι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Αλβανία δημιούργησαν στη συνέχεια την υποστηριζόμενη από τη CIA Επιτροπή «Ελεύθερης Αλβανίας», με στόχο την οργάνωση της αλβανικής διασποράς για την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία. Αρχίζοντας από το 1949, Αλβανοί μαχητές εκπαιδευμένοι σε Αμερική και Βρετανία (κυρίως άνδρες του Μπάλι Κομπετάρ και του φιλομοναρχικού κινήματος, γνωστό ως Legaliteti) έπεσαν με αλεξίπτωτο στην Αλβανία με σκοπό την οργάνωση λαϊκής εξέγερσης εναντίον του Χότζα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Αλβανικής Ανατροπής.[52] Η επιχείρηση απέτυχε, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του διαβόητου διπλού πράκτορα Κιμ Φίλμπυ, ο οποίος διέρρευσε κρίσιμες λεπτομέρειες του σχεδίου στις κομμουνιστικές αρχές, οι οποίες κατά συνέπεια ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν πολλούς από τους μαχητές κατά την άφιξη τους.[53] Η υπονόμευση αυτή κόστισε τις ζωές τουλάχιστον 300 ανδρών και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ένα από τα πιο προσεκτικά καλυμμένα μυστικά του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1950, το Μπάλι Κομπετάρ (εξόριστο) διασπάστηκε σε δύο πτέρυγες, μία Αγροτική με επικεφαλής τον Αμπάς Ερμέντζι, και μία με επικεφαλής τον Αλί Κελτσύρα.[54]