Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 41°06′56.51″N 1°14′58.54″E / 41.1156972°N 1.2495944°E
Μπαλς | ||
---|---|---|
| ||
41°17′18″N 1°15′3″E | ||
Χώρα | Ισπανία | |
Διοικητική υπαγωγή | Άνω Πεδιάδα της Ταραγόνα | |
Προστάτης | Ιωάννης ο Βαπτιστής, Candlemas και Αγία Ούρσουλα | |
Διοίκηση | ||
• mayor of Valls | Dolors Farré i Cuadras (από 2019) | |
Έκταση | 55,3 km²[1] | |
Υψόμετρο | 215 μέτρα[1] | |
Πληθυσμός | 25.014 (2023)[2] | |
Ταχ. κωδ. | 43800 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Μπαλς ή Βαλς (Valls, διαβάζεται [baʎʃ]) είναι μια πόλη της Καταλονίας, πρωτεύουσα της κομητείας του Άνω Καμ, στην επαρχία της Ταραγόνα. Έχει έναν πληθυσμό της τάξης των 24.649 κατοίκων, που αποτελεί πάνω από τον μισό της κομητείας. Η ευρύτερη περιοχή όπου εντάσσεται είναι γνωστή ως Πεδιάδα της Ταραγόνα (Camp de Tarragona), δίπλα στον ποταμό Φρανκολί, πολύ κοντά στο Ρέους και την Ταραγόνα.
Το Μπαλς είναι η πατρίδα δύο ιδιαίτερων καταλανικών παραδόσεων, του calçot (γεύμα που συνδυάζει μεγάλα κρεμμύδια με μια ειδική σάλσα) και των καστελιές, των καταλανικών ανθρώπινων πύργων. Πολύ σημαντική είναι η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, μεικτού ρομανικο-γοτθικού ρυθμού του 16ου αιώνα και η "Capella del Roser" («Παρεκκλήσι του Ρόδου») όπου βρίσκεται ένα βιτρώ με θέμα τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Η πόλη του Μπαλς βρίσκεται σε μια περιοχή που αποτελεί πέρασμα και ως αποτέλεσμα υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας ήδη από την προϊστορική εποχή (θέση Picamoixons), την ιβηρική και τη ρωμαϊκή περίοδο (αρχαιολογικός χώρος του Vilar και ο φούρνος στο Φοντεσκάλδες). Ωστόσο η πόλη αυτή καθεαυτή γεννήθηκε στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα, με την εκδίωξη των μουσουλμάνων που κατοικούσαν τους κοντινούς ορεινούς όγκους. Το 1194 εμφανίζεται στα αρχεία η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη ενώ το 1210 ο βασιλιάς Πέτρος ο Καθολικός χαρίζει στην πόλη το δικαίωμα της πραγματοποίησης εβδομαδιαίας αγοράς και το 1229 η πόλη αποκτά και δημοτικούς νόμους (ordenanzas municipales).
Τα δύο σημαντικότερα σημεία της πόλης ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και το φρούριό της, που από το 1391 πουλήθηκε από τον βασιλιά Ιωάννη Α' στον αρχιεπίσκοπο, τάσσοντας όλη την πόλη στην εξουσία του. Εκείνη την εποχή χτίστηκαν και τα τείχη της πόλης.
Με το πέρασμα των αιώνων, το Μπαλς αποτέλεσε σταθερά τον δεύτερο σημαντικότερο αστικό πυρήνα της Πεδιάδας της Ταραγόνα, που είδε να αυξάνονται οι αστικές και θρησκευτικές του κατασκευές, με αποκορύφωμα τη κατασκευή της νέας εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη μεταξύ 1569 και 1583.
Μετά τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, το Μπαλς και η Καρδόνα ήταν τα μοναδικά μέρη όπου διατηρήθηκαν ομάδες ένοπλης πολιτοφυλακής που αποτέλεσε τον πρόδρομο των Mossos d'Esquadra[3], της Καταλανικής Περιφερειακής Αστυνομίας. Ο 18ος αιώνας ολοκληρώθηκε σε ένα κλίμα οικονομικής ευμάρειας, βασισμένης στην καλλιέργεια του αμπελιού, και που είχε δει την κατασκευή νέων δημοσίων και θρησκευτικών κτιρίων και την άνθιση της γιορτής της Παρθένου της Καντέλα, όπου και εντοπίζονται οι πρώτες δραστηριότητες σχετικές με τους castellers.
Τον Φεβρουάριο του 1808, κατά τη γαλλική εισβολή στην Ισπανία, πραγματοποιήθηκε έξω από την πόλη η μάχη του Μπαλς μεταξύ Ισπανών και Γάλλων, που έληξε με ήττα του ισπανικού στρατού και των συμμάχων τους και κατέδειξε στο Ναπολέοντα τη σημασία που είχε η Ταραγόνα για τον έλεγχο της εισόδου στην Ιβηρική. Αυτόν τον αιώνα η πόλη έζησε αρκετές αναταραχές, που οφείλονταν είτε στους Καρλικούς Πολέμους είτε σε εξεγέρσεις των εργατών των εργοστασίων της. Η υφαντουργία έφερε πλούτο στην περιοχή και κατά τα μέσα του αιώνα την έκανε προσωρινά τη τέταρτη μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της Καταλονίας με 16.084 κατοίκους, μετά από τη Βαρκελώνη, το Ρέους και της Τορτόζα. Παρά τις οικονομικές καταστροφές που προκάλεσε η επιδημία φυλλοξήρας στις καλλιέργειες αμπελιού, προς το τέλος του αιώνα ιδρύθηκε το εργοστάσιο φυσικού αερίου της πόλης (1880), η Τράπεζα του Μπαλς (1883), καταστευάστηκε το ψηλότερο καμπαναριό της Καταλονίας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (1897) κι εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την πόλη με τη Βαρκελώνη και την Μπιλανόβα (1883).