Συντεταγμένες: 50°9′28″N 17°58′48″E / 50.15778°N 17.98000°E
Μπαμπόρουφ | ||
---|---|---|
| ||
50°9′28″N 17°58′48″E | ||
Χώρα | Πολωνία | |
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Μπαμπόρουφ | |
Έκταση | 11,73 km² | |
Πληθυσμός | 2.870 (31 Μαρτίου 2021)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 48-120 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Μπαμπόρουφ (πολωνικά: Baborów, γερμανικά: Bauerwitz) είναι πόλη και η έδρα της Γκμίνα Μπαμπόρουφ, στο Πόβιατ Γκουουμπτσίτσε του Βοεβοδάτου Οπόλε, στη νότια Πολωνία. Η πόλη έχει έκταση 11,86 χλμ2 και ο πληθυσμός της είναι 2.844 κάτοικοι (2021).[2] Το Μπαμπόρουφ βρίσκεται στον ποταμό Πσίνα.
Η πρώτη αναφορά της πόλης προέρχεται από το 1296, στην οποία αναφέρεται ένας βούιτ Γιαρόσουαφ (Jarosław). Η πόλη πιθανότατα ιδρύθηκε από έναν Βοήμιο άρχοντα, τον Μπάβορ Β΄ (ή Μπάμπορ). Αργότερα ήταν μέρος ενός ανεξάρτητου δουκάτου, της Βοημίας που διοικούνταν από τη Μοναρχία των Αψβούργων, το Βασίλειο της Πρωσίας και από το 1871 και το 1945 από το Γερμανικό Ράιχ. Μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε μέρος της Πολωνίας. Του παραχωρήθηκαν προνόμια πόλης πριν από το 1340, αν και του αφαιρέθηκαν από το 1575 έως το 1718.[3] Τον 18ο αιώνα, το Μπαμπόρουφ ανήκε στην περιοχή φορολογικής επιθεώρησης του Προύντνικ.[4]
Σύμφωνα με τη γερμανική απογραφή του 1890, η πόλη είχε πληθυσμό 2.707 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.220 (82%) ήταν Τσέχοι.[5] Σημάδεψε τα γλωσσικά σύνορα του 19ου αιώνα μεταξύ γερμανικής, πολωνικής και τσέχικης γλώσσας.[6]
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη, τότε γνωστή ως Μπάουερβιτς (Bauerwitz), ήταν η βάση για δύο ομάδες καταναγκαστικής εργασίας (E288 και E398) Βρετανών και αιχμαλώτων πολέμου της Κοινοπολιτείας, υπό τη διοίκηση του γερμανικού στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου Stalag VIII-B/344 στο Γουαμπινοβίτσε (τότε γνωστό ως Λάμσντορφ).[7] Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς οι σοβιετικοί στρατοί ξεκίνησαν ξανά την επίθεσή τους και προχωρούσαν από τα ανατολικά, οι Γερμανοί έστειλαν σε πορεία τους αιχμαλώτους προς τα δυτικά στη λεγόμενη Μεγάλη Πορεία ή Πορεία Θανάτου. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από το τσουχτερό κρύο και την εξάντληση. Οι τυχεροί έφτασαν αρκετά μακριά προς τα δυτικά για να απελευθερωθούν από τους συμμαχικούς στρατούς μετά από περίπου τέσσερις μήνες ταξιδιού με τα πόδια σε άθλιες συνθήκες.[8] Ο γερμανικός πληθυσμός της πόλης φυλακίστηκε στο στρατόπεδο του Γουαμπινοβίτσε και εκδιώχθηκε.