Συντεταγμένες: 17°32′55″N 103°21′30″E / 17.54861°N 103.35833°E
Μπαν Τσιάνγκ | |
---|---|
บ้านเชียง | |
Η είσοδος για το Μουσείο του Μπαν Τσιάνγκ | |
Είδος | αρχαιολογική θέση |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 17°32′55″N 103°21′30″E |
Διοικητική υπαγωγή | Μπαν Τσιάνγκ |
Χώρα | Ταϊλάνδη |
Προστασία | Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (από 1992) και Ιστορική τοποθεσία στην Ταϊλάνδη |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Μπαν Τσιάνγκ | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Τύπος | Προϊστορικός οικισμός Χώρος αρχαιολογικών ανασκαφών |
Κριτήρια | Πολιτιστικά: iii |
Ταυτότητα | 575 |
Περιοχή | 30 εκτ. Ουδέτερη ζώνη: 760 εκτ. |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1992 (16η συνεδρίαση) |
Το Μπαν Τσιάνγκ (Ταϊλανδέζικα: บ้านเชียง) είναι ένας αρχαιολογικός χώρος στην περιοχή Νονγκ Χαν, της επαρχίας Ούντον Τάνι στην Ταϊλάνδη. Πρόκειται για τα απομεινάρια ενός προϊστορικού οικισμού, που χρονολογείται του 1500 π.Χ. Έχει έκταση 30 εκτάρια και περιβάλλεται από ουδέτερη ζώνη 760 εκτ. Ο χώρος ανακαλύφθηκε το 1966, και από τότε οι αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν φέρει στο φως πολλά ευρήματα, όπως κεραμικά και μπρούτζινα εργαλεία. Το 1992 συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της ΟΥΝΕΣΚΟ με Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.[1]
Το 2003, ήρθαν στο φως της διεθνούς δημοσιότητας οι έρευνες του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών για μια υπόθεση λαθρεμπορίας αρχαιοτήτων του Μπαν Τσιάνγκ.
Στην τοποθεσία αυτή από τα παλιά χρόνια οι χωρικοί είχαν βρει κεραμικά, για τα οποία δεν γνώριζαν την αξία ή την ηλικία τους. Τον Αύγουστο του 1966, ο Στηβ Γιάνγκ, ένας φοιτητής πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο του Χάρβαρντ, έμενε στο χωριό ενώ σύλλεγε πληροφορίες για τη διδακτορική του διατριβή. Ο Γιάνγκ μιλούσε Ταϊλανδικά, και είχε μελετήσει το έργο του Βίλχελμ Σόλχαϊμ και τη θεωρία του για τις πιθανές αρχαίες πηγές του πολιτισμού στη Νοτιοανατολική Ασία. Μια μέρα, περπατώντας σε ένα μονοπάτι του Μπαν Τσιάνγκ μαζί με τον βοηθό του, έναν δάσκαλο τέχνης στο σχολείο του χωριού, ο Γιάνγκ σκόνταψε στη ρίζα ενός δέντρου καπόκ και έπεσε στον χωματόδρομο. Τότε, τράβηξαν την προσοχή του κάποια μικρά κεραμικά αγγεία, που φαίνονταν πρωτόγονα και είχαν μοναδικά σχέδια. Πήγε τα ευρήματά του να τα δουν στο ιδιωτικό Μουσείο Σουάν Πακάντ στην Μπανγκόγκ και στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού της Ταϊλάνδης.[2] Αργότερα, θραύσματα των κεραμικών στάλθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας για χρονολόγηση. [3]
Το 1967, στις πρώτες επίσημες επιστημονικές ανασκαφές, ήρθαν στο φως αρκετοί σκελετοί, μαζί με μπρούτζινα ταφικά δώρα. Βρέθηκαν, επίσης, ενδείξεις ότι οι άνθρωποι που έζησαν στον οικισμό κατά την Εποχή του Χαλκού ήταν αγρότες, και μάλιστα είχαν καλλιεργήσει ρύζι. Οι παλαιότεροι τάφοι που βρέθηκαν στην τοποθεσία ήταν της Νεολιθικής περιόδου, ενώ οι νεότεροι χρονολογήθηκαν της Εποχής του Σιδήρου. Στα ευρήματα περιλαμβάνονται κεραμικά και θραύσματα που τώρα βρίσκονται σε μουσεία σε όλον τον κόσμο, όπως στο Μουσείο της Ασιατικής Τέχνης του Βερολίνου και στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.[4]
Η τοποθεσία θεωρήθηκε ως "νεκροταφείο" επειδή υπήρχαν πολλοί τάφοι. Οι περαιτέρω μελέτες έδειξαν ότι επρόκειτο για οικισμό, και όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Ταϊλάνδη, οι νεκροί θάβονταν δίπλα ή κάτω από τα οικήματα.[5]
Οι πρώτες χρονολογήσεις των ευρημάτων έγιναν με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας, και βρέθηκε ότι ήταν της περιόδου 4420 π.Χ.-3400 π.Χ., που θα σήμαινε ότι ο οικισμός αυτός ήταν από τους πρώτους της Εποχής του Χαλκού στον κόσμο. Ωστόσο, μετά τις ανασκαφές του 1974-1975, η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα έδωσε ακριβέστερα αποτελέσματα. Ο παλαιότερος τάφος χρονολογήθηκε του ~2100 π.Χ., και ο νεότερος του ~200 μ.Χ. Η κατεργασία του χαλκού ξεκίνησε γύρω στο 2000 π.Χ., όπως αποδεικνύεται από τις καμίνους και τα μπρούτζινα ευρήματα.[6] Στα τελευταία περιλαμβάνονται δαχτυλίδια, βραχιόλια χεριών και αστραγάλων, σύρματα και ράβδοι, αιχμές δοράτων, πελέκεις και σκεπάρνια, άγκιστρα, λεπίδες και μικρά κουδούνια.
Στον έναν τάφο, μέσα σε ένα δοχείο βρέθηκαν φυτόλιθοι ρυζιού που χρονολογήθηκαν του 2100 π.Χ. Επίσης, έγιναν μετρήσεις σε οστά ανθρώπων και ζώων που βρέθηκαν στο Μπαν Τσιάνγκ, και τα αποτελέσματα αναλύθηκαν με το πρόγραμμα στατιστικής κατά Μπέυζ OxCal 4.0. Προέκυψε ότι ο πρώτος οικισμός ήταν του 1500 π.Χ. και ότι η μετάβαση στην Εποχή του Χαλκού έγινε γύρω στο 1000 π.Χ. [7] [8]
Το Μπαν Τσιάνγκ θεωρείται ως ο πιο σημαντικός προϊστορικός οικισμός που έχει βρεθεί ως τώρα στην Νοτιοανατολική Ασία. Σηματοδότησε ένα σημαντικό στάδιο στην ανθρώπινη πολιτιστική, κοινωνική και τεχνολογική εξέλιξη. Εδώ βρέθηκαν οι πρώτες ενδείξεις γεωργίας και μεταλλουργίας. [1]
Το Μπαν Τσιάνγκ είναι ένας μεγάλος γήινος λοφίσκος που βρίσκεται σε μια γεωργική περιοχή, εντός της λεκάνης απορροής του ποταμού Μεκόνγκ. Ο λοφίσκος είναι ανθρωπογενής, δηλαδή έχει διαμορφωθεί από τις δραστηριότητες των κατοίκων, έχει ωοειδές σχήμα, διαστάσεις 500 μ. x 1350 μ. και 8 μ. ύψος. Η τοποθεσία ανακαλύφθηκε το 1966 και από τότε έχουν γίνει πολλές ανασκαφές και μελέτες. Ο οικισμός ήταν κατοικημένος την περίοδο 1495 - 900 π.Χ. Οι κάτοικοι ήταν αγρότες και καλλιεργούσαν ρύζι, διατηρούσαν οικόσιτα ζώα, έφτιαχναν κεραμικά αντικείμενα και μπρούτζινα εργαλεία. Ο οικισμός λειτουργούσε και ως νεκροταφείο, επειδή οι κάτοικοι έθαβαν τους νεκρούς κοντά στα σπίτια τους και πρόσφεραν ταφικά δώρα.[1]
Το Μπαν Τσιάνγκ βρίσκεται στην πρώτη θέση όσον αφορά τον αριθμό και την ποικιλία των αρχαιολογικών ευρημάτων στη Νοτιοανατολική Ασία.[1] Η περιοχή των ανασκαφών προστατεύεται από τις φθορές με στέγη. Εκεί κοντά υπάρχει το Μουσείο του Μπαν Τσιάνγκ. Το προσωπικό του είναι καταρτισμένο, ώστε να παρέχει γενικές πληροφορίες στο κοινό και στους ακαδημαϊκούς.[9]
Το Μπαν Τσιάνγκ έγινε πρωτοσέλιδο τον Ιανουάριο του 2008, όταν βρέθηκε ότι χιλιάδες κειμήλια από την πολιτιστική παράδοση της Ταϊλάνδης κρατούνταν παράνομα σε τουλάχιστον πέντε μουσεία της Καλιφόρνιας.[10][11] Μία εγκληματική οργάνωση έκανε παράνομη εξαγωγή των αντικειμένων από την Ταϊλάνδη στις ΗΠΑ, και μετά τα δώριζαν σε μουσεία διεκδικώντας μεγάλες απαλλαγές από φορολογικά χρέη.[12][13]
Η υπόθεση ήρθε στο φως όταν η ομοσπονδιακή αστυνομία πραγματοποίησε επιδρομές σε μουσεία, καταστήματα, αποθήκες και σπίτια.[14] Ένας ειδικός πράκτορας της Αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων υποδύθηκε τον ιδιωτικό συλλέκτη, αγόρασε αρχαία αντικείμενα από δύο λαθρέμπορους και τα δώρισε σε διάφορα μουσεία τέχνης της Καλιφόρνιας. Οι υπεύθυνοι των μουσείων δέχτηκαν τις δωρεές μη γνωρίζοντας την ακριβή προέλευση των αντικειμένων.[12] Τελικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατάσχεσε πάνω από 10.000 κλεμμένα αντικείμενα, από τα οποία πολλά προέρχονταν από το Μπαν Τσιάνγκ. [15] [16]
Ο υποτιθέμενος λαθρέμπορος του κυκλώματος άρχισε την παράνομη διακίνηση των αρχαίων αντικειμένων κατά τη δεκαετία του 1970.[12][17][18] Αυτά κατέληξαν σε μουσεία, σε καταστήματα οικιακών ειδών του Μπέβερλι Χιλς και σε ιδιωτικές γκαλερί έργων τέχνης. Το 2013 ο λαθρέμπορος κλήθηκε στο δικαστήριο και δήλωσε αθώος,[19] αλλά πέθανε προτού δικαστεί.[20] Και άλλοι υποτιθέμενοι λαθρέμποροι του κυκλώματος πέθαναν από διάφορα αίτια προτού δικαστούν. [21] [22]
Μερικά από τα μουσεία επέστρεψαν τα κλεμμένα αντικείμενα στην Ταϊλάνδη για να γλιτώσουν την δίωξη. [12] [23] Το Διεθνές Μουσείο Μινγκέι επανέκτησε 68 αντικείμενα, ενώ το Μουσείο Μπόουερς της Καλιφόρνιας επέστρεψε 542 κεραμικά αγγεία, δοχεία και άλλα αντικείμενα.[24][10] Η υπόθεση αυτή είχε νομικό ενδιαφέρον επειδή όρισε τα δεδικασμένα σχετικά με τον Εθνικό νόμο περί κλοπής ιδιοκτησίας και τον Νόμο περί προστασίας των αρχαιολογικών πόρων του 1979.