Το μπαρ μλέτσνι (πολωνικά: bar mleczny, που κυριολεκτικά μεταφράζεται ως «μπαρ γάλακτος») είναι πολωνικό εστιατόριο που κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής παρείχε παραδοσιακή πολωνική κουζίνα επιδοτούμενη από την κυβέρνηση με χαμηλό κόστος. Το όνομα προέρχεται από τα γαλακτοκομικά γεύματα, τα οποία πωλούνταν συχνά όταν το κρέας ήταν σπάνιο.[1]
Το πρώτο μπαρ μλέτσνι, που ονομάζονταν "Mleczarnia Nadświdrzańska" («Μλετσάρνια Ναντσφιντζάνσκα»), ιδρύθηκε το 1896 στη Βαρσοβία από τον Στανίσουαφ Ντουουζέφσκι (Stanisław Dłużewski), μέλος των Πολωνών γαιοκτημόνων.[2][3] Αν και το τυπικό μπαρ μλέτσνι είχε ένα μενού βασισμένο σε γαλακτοκομικά προϊόντα, αυτές οι εγκαταστάσεις γενικά σέρβιραν επίσης και άλλα, μη γαλακτοκομικά παραδοσιακά πολωνικά πιάτα.
Η εμπορική επιτυχία των πρώτων μπαρ μλέτσνι ενθάρρυνε άλλους επιχειρηματίες να αντιγράψουν αυτό το είδος εστιατορίου. Καθώς η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μπαρ μλέτσνι εμφανίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Προσέφεραν σχετικά φθηνό αλλά θρεπτικό φαγητό, και έτσι πέτυχαν ακόμη μεγαλύτερη προβολή κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930 και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[4]
Κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων, τα περισσότερα εστιατόρια κρατικοποιήθηκαν και στη συνέχεια έκλεισαν από τις κομμουνιστικές αρχές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τα μπαρ μλέτσνι ήταν κοινά ως μέσο για την προσφορά φθηνών γευμάτων σε άτομα που εργάζονταν σε εταιρείες που δεν είχαν επίσημη καντίνα. Εξακολουθούσαν να σερβίρουν κυρίως γεύματα με βάση τα γαλακτοκομικά και χορτοφαγικά γεύματα,[4] ειδικά κατά την περίοδο του στρατιωτικού νόμου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το κρέας κατανεμήθηκε σε δελτία.
Η επικρατούσα ιδέα εκείνη την εποχή ήταν να παρέχεται σε όλους τους ανθρώπους φθηνά γεύματα στον τόπο εργασίας τους.[1] Κατά καιρούς, η τιμή των γευμάτων που σερβίρονταν στις καντίνες του χώρου εργασίας περιλαμβανόταν στον μισθό του εργάτη. Ωστόσο, υπήρχε επίσης μεγάλος αριθμός ατόμων που εργάζονταν σε μικρότερες επιχειρήσεις που δεν είχαν καντίνα στη διάθεσή τους. Εξαιτίας αυτού, κατά τη διάρκεια της θητείας του Βουαντίσουαφ Γκομούουκα, οι αρχές δημιούργησαν ένα δίκτυο μικρών εστιατορίων αυτοεξυπηρέτησης. Τα γεύματα, επιδοτούμενα από το κράτος, ήταν φθηνά και εύκολα διαθέσιμα σε οποιονδήποτε.
Εκτός από ωμά ή επεξεργασμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα μπαρ μλέτσνι σέρβιραν επίσης αυγά (ομελέτες ή κοτολέτες αυγών), δημητριακά ή γεύματα με βάση το αλεύρι, όπως τα πιερόγκι. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού συστήματος και το τέλος της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, η πλειονότητα των μπαρ μλέτσνι χρεοκόπησε, καθώς αντικαταστάθηκαν από τα κανονικά εστιατόρια. Ωστόσο, μερικά από αυτά διατηρήθηκαν ως απομεινάρια του κράτους πρόνοιας - που πλέον δεν υπάρχει - της κομμουνιστικής εποχής για την υποστήριξη των φτωχότερων μελών της πολωνικής κοινωνίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, τα μπαρ μλέτσνι άρχισαν να επιστρέφουν. Έγιναν μικρά, φθηνά εστιατόρια που εκμεταλλεύτηκαν τη νοσταλγία της ΛΔΠ, παρέχοντας παράλληλα καλής ποιότητας φαγητό και εξυπηρέτηση πελατών.[4] Λόγω των καλών τοποθεσιών τους, τα μπαρ μλέτσνι συχνά πέφτουν θύματα εξευγενισμού και τα υπερασπίζονται ομάδες ακτιβιστών.[5] Σήμερα τα μπαρ μλέτσνι είναι ιδιόκτητα, αλλά εν μέρει επιδοτούνται από το κράτος, γεγονός που τους επιτρέπει να προσφέρουν χαμηλές τιμές.[6]