Συντεταγμένες: 49°58′54.8″N 19°8′50.3″E / 49.981889°N 19.147306°E
Μπζέστσε | ||
---|---|---|
| ||
49°58′55″N 19°8′50″E | ||
Χώρα | Πολωνία | |
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Μπζέστσε | |
Έκταση | 19,17 km² | |
Πληθυσμός | 11.049 (31 Μαρτίου 2021)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 32-620 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Μπζέστσε (πολωνικά: Brzeszcze, γερμανικά: Brisk, «Μπρισκ») είναι πόλη του Πόβιατ Οσφιέντσιμ, στο Βοεβοδάτο της Μικράς Πολωνίας της νότιας Πολωνίας, κοντά στο Οσφιέντσιμ. Ο πληθυσμός του είναι 11.002 κάτοικοι (2020).[2] Η ιστορία της πόλης χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και πιθανότατα ιδρύθηκε από Φλαμανδούς αποίκους. Το Μπζέστσε βρίσκεται κατά μήκος των περιφερειακών οδών Νο 933 και Νο 949, και το όνομά του προέρχεται από τα δέντρα μπζοστ (brzost, Ulmus glabra), τα οποία κάποτε ήταν άφθονα στην κοιλάδα του ποταμού Σόλα. Στο παρελθόν η πόλη γραφόταν Brzescie, Breszcze, Brescze, Brzeszce και Brzesczye.
Το Μπζέστσε βρίσκεται στους πρόποδες των βόρειων Καρπαθίων, στον ποταμό Βιστούλα, στη δυτική Μικρά Πολωνία. Η πόλη είναι μέρος της λεκάνης άνθρακα της Άνω Σιλεσίας. Η απόσταση από την Κρακοβία είναι 79 χιλιόμετρα και η απόσταση από το πέρασμα των συνόρων της Τσεχίας στο Τσιέσιν, 50 χιλιόμετρα. Η πόλη έχει τρεις σιδηροδρομικούς σταθμούς: Μπζέστσε, Μπζέστσε-Κοπάλνια και Μπζέστσε-Γιαβισοβίτσε. Και οι τρεις βρίσκονται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Νο 93, που πηγαίνει από την Τσεμπίνια στο Ζεμπζιντοβίτσε.
Η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά του Μπζέστσε προέρχεται από το 1438, όταν το χωριό ήταν μέρος του Δουκάτου του Οσφιέντσιμ, ένα φέουδου του Βασιλείου της Βοημίας. Το 1457, ο Ιωάννης Δ΄ του Οσφιέντσιμ συμφώνησε να πουλήσει το δουκάτο στο Στέμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και στο συνοδευτικό έγγραφο που εκδόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου το χωριό αναφερόταν ως Brzescze.[3] Η επικράτεια του Δουκάτου του Οσφιέντσιμ ενσωματώθηκε τελικά στην Πολωνία το 1564 και σχημάτισε την Επαρχία Σιλεσίας του Βοεβοδάτου Κρακοβίας.
Για αιώνες, το Μπζέστσε παρέμεινε ένα μικρό, ιδιωτικό χωριό, το οποίο ανήκε σε Πολωνούς βασιλιάδες, οι οποίοι το μίσθωσαν σε μέλη της αριστοκρατίας. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως ψαράδες και αγρότες, και μεταξύ άλλων, το Μπζέστσε ανήκε στον Ντομίνικ Γκέρι, τον ιατρό του Βασιλιά Στανίσουαφ Αύγουστου Πονιατόφσκι. Όπως όλες σχεδόν οι πόλεις και τα χωριά της Ελάσσονος Πολωνίας, το Μπζέστσε καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τη διάρκεια της σουηδικής εισβολής στην Πολωνία (1655–1660).
Μετά τους διαμελισμούς της Πολωνίας, το χωριό προσαρτήθηκε από τη Μοναρχία των Αψβούργων και από το 1772 έως το 1918 ήταν μέρος της επαρχίας της Γαλικίας. Το 1900, υπήρχαν περίπου 220 σπίτια στο Μπζέστσε, με πληθυσμό 1.400 κατοίκους. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν Πολωνοί και Ρωμαιοκαθολικοί. Το Μπζέστσε αναπτύχθηκε λόγω του ανθρακωρυχείου ανθρακίτη, το οποίο ιδρύθηκε το 1907. Κατασκευάστηκαν νέες κατοικίες για ανθρακωρύχους, ο πληθυσμός αυξήθηκε γρήγορα και στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία, το Μπζέστσε ήταν ένα από τα κύρια βιομηχανικά χωριά του Βοεβοδάτου Κρακοβίας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη ήταν προπύργιο της πολωνικής αντίστασης, βοηθώντας τους αιχμαλώτους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Οι κρατούμενοι του Άουσβιτς στεγάζονταν επίσης σε ένα υποστρατόπεδο, που ονομάζεται Γιαβισόβιτς, κοντά στο ορυχείο όπου εργάζονταν. Πολλοί αιχμάλωτοι σκοτώθηκαν μέσω εργασίας σκλάβων από τις γερμανικές αρχές πολιτικών ορυχείων και από τη Σούτσσταφφελ.[4] Οι γερμανικές αρχές άλλαξαν το όνομά του σε Kohlendorf (Κόλεντορφ). Μετά τον πόλεμο το χωριό συνέχισε την ανάπτυξή του, και τον Ιούλιο του 1962 του χορηγήθηκε χάρτης πόλης.
Η οικονομία της πόλης επικεντρώνεται σε ένα ανθρακωρυχείο «Μπζέστσε-Σιλεσία», το οποίο είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή και ένας από τους μεγαλύτερους σε ολόκληρο το βοεβοδάτο. Στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία, ήταν το μόνο μεγάλο ανθρακωρυχείο που ανήκε στο πολωνικό κράτος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ορυχείο ήταν μέρος του ομίλου Reichswerke Hermann Göring και σε αυτό εργάζονταν τρόφιμοι του Γιαβισόβιτς.