Μπομπ Μπίμον | |
---|---|
1968 | |
Προσωπικές Πληροφορίες | |
Γέννηση | 29 Αυγούστου 1946 Κουίνς, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ |
Έτη δραστηριοποίησης | 1965 - 1972 |
Ύψος | 1,90 μέτρα |
Βάρος | 70 κιλά |
Άθλημα | |
Χώρα | ΗΠΑ |
Άθλημα | Στίβος |
Αγώνισμα | Άλμα εις μήκος |
Μετάλλια |
Ο Ρόμπερτ «Μπομπ» Μπίμον (Robert "Bob" Beamon, γεννήθηκε 29 Αυγούστου 1946) είναι Αμερικανός πρώην αθλητής του στίβου, που έμεινε στην ιστορία για το εντυπωσιακό παγκόσμιο ρεκόρ που πέτυχε στο άλμα εις μήκος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 και ονομάστηκε «το άλμα του αιώνα».[1][2][3][4]
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και σε ηλικία οκτώ μηνών η μητέρα του πέθανε από φυματίωση. Λόγω του εγκλεισμού του πατριού του, η γιαγιά του έγινε ο κύριος επιμελητής του. Η παιδική του ηλικία κινήθηκε σε φόντο βίας, συμμορίες και ναρκωτικά. Κατά τη διάρκεια ενός καυγά στο σχολείο χτύπησε ένα δάσκαλο και αποβλήθηκε. Στάλθηκε σε κέντρο κράτησης ανηλίκων και στη συνέχεια σε εναλλακτικό σχολείο για παραβατικούς στη Νέα Υόρκη. Σε αυτό το σχολείο, έμαθε πειθαρχία και άρχισε να λειτουργεί μακριά από την κουλτούρα του δρόμου. Χρησιμοποίησε τον αθλητισμό ως μέσο για να εστιάσει την προσοχή και την ενέργειά του σε θετικούς στόχους. Έκανε τακτικά ρεκόρ σε τοπικό και κρατικό επίπεδο.[5] Άρχισε να ασχολείται με το στίβο και ιδιαίτερα με το μήκος στο Γυμνάσιο της Τζαμάικα (Λονγκ Άιλαντ, Νέα Υόρκη). Παρακολούθησε το Γεωργικό και Τεχνικό Κολέγιο της Βόρειας Καρολίνας, το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ελ Πάσο και το Πανεπιστήμιο Adelphi, όπου έπαιξε επίσης μπάσκετ. Από το τελευταίο αποφοίτησε το 1972 με πτυχίο κοινωνιολογίας.[6] Τελικά ειδικεύτηκε στο άλμα εις μήκος.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού ήταν το φαβορί σύμφωνα με τους Αμερικανούς για να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο, έχοντας νικήσει σε 22 από τις 23 συναντήσεις που είχε αγωνιστεί εκείνη τη χρονιά, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης προσπάθειας των 8,33 μέτρων (πολύ κοντά στο ρεκόρ κόσμου των 8,35 μέτρων) και μίας επίδοσης καλύτερης από το ρεκόρ κόσμου με 8,39 μέτρα αλλά με ευνοϊκό άνεμο. Εκείνη τη χρονιά κέρδισε τους τίτλους AAU και NCAA άλματος εις μήκος κλειστού στίβου και τριπλούν, καθώς και τον τίτλο AAU άλματος εις μήκος ανοικτού στίβου. Μάλιστα κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ κλειστού στίβου πηδώντας 8,25 μέτρα στο Κάνσας Σίτι στις 20 Ιανουαρίου, το οποίο θα το καταρρίψει ξανά δύο μήνες αργότερα με άλμα 8,30 μ. στα πρωταθλήματα NCAA στο Ντιτρόιτ.[7][8] Κόντεψε να χάσει τον τελικό του Ολυμπιακών έχοντας δύο άκυρες προσπάθειές του στα προκριματικά, αλλά τα κατάφερε στην τρίτη και τελευταία. Εκεί αντιμετώπιζε τους δύο προηγούμενους νικητές των Ολυμπιακών, τον Αμερικανό Ραλφ Μπόστον (1960, που ασκούσε και χρέη προπονητή του) και τον Λιν Ντέιβις της Μεγάλης Βρετανίας (1964) που θεωρούταν και φαβορί από τους Ευρωπαίους καθώς δεν γνώριζαν το Μπίμον επαρκώς. Το άγχος του στην πρώτη του Ολυμπιακή διοργάνωση ήταν τέτοιο, που το βράδυ πριν τον μεγάλο τελικό τον βρήκε να χαλαρώνει με μερικά αλκοολούχα ποτά, όπως δήλωσε σε συνέντευξη του αργότερα στη βρετανική εφημερίδα The Guardian το 2007.[4][9]
Στις 18 Οκτωβρίου του 1968 στην πρώτη του κιόλας προσπάθεια, με άλμα στα 8 μέτρα και 90 εκατοστά, βελτίωσε την προηγούμενη επίδοση κατά 55 εκατοστά του μέτρου που κατείχαν από κοινού ο Μπόστον και ο Σοβιετικός Ίγκορ Τερ-Οβανεσιάν (επίσης παρών στο αγώνισμα). Οι κριτές δεν μπόρεσαν να μετρήσουν το άλμα καθώς ο τρόπος μέτρησης δεν ήταν αρκετός για να φτάσει το σημάδι στην άμμο. Μετά από 20 λεπτά μετρήσεων με παραδοσιακή μεζούρα, η απόσταση επιβεβαιώθηκε ότι ήταν 8,90 μέτρα.[10][11][12] Όταν ο εκφωνητής φώναξε την απόσταση για το άλμα, ο Μπίμον - που δεν καταλάβαινε τις αντιστοιχίες των μετρήσεων - ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει. Όταν ο Μπόστον του είπε ότι είχε κατάρριψει το παγκόσμιο ρεκόρ κατά σχεδόν δύο πόδια (περίπου 60 εκατοστά), τα πόδια του Μπίμον υποχώρησαν και έκπληκτος και συντετριμμένος υπέστη σύντομο επεισόδιο καταπληξίας που προκλήθηκε από το συναισθηματικό σοκ και έπεσε στα γόνατά του, το σώμα του δεν μπορούσε να στηριχθεί, τοποθετώντας τα χέρια του πάνω από το πρόσωπό του.[3][6] Αμέσως μετά ο Ντέιβις του είπε: «κατέστρεψες το διαγωνισμό».[7][13] Το ρεκόρ του έμεινε ακατάρριπτο για 23 χρόνια και είναι μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του στίβου: χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Sports Illustrated ως μία από τις πέντε μεγαλύτερες αθλητικές στιγμές του 20ού αιώνα.[14][15] Το άλμα είχε τόσο μεγάλη απήχηση που γεννήθηκε μια νέα έκφραση: Beamonesque. Σημαίνει έναν αθλητικό άθλο τόσο ανώτερο από αυτό που είχε προηγηθεί, που είναι συντριπτικό.[1] Στην απονομή πριν ανέβει στο βάθρο των μεταλλίων, σήκωσε το παντελόνι του ως το γόνατο, αποκαλύπτοντας τις μαύρες κάλτσες που φορούσε σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος. Λίγες στιγμές μετά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, ο Μπίμον χαιρέτησε το πλήθος. Το αριστερό του χέρι κρατούσε το κουτί με το χρυσό του μετάλλιο και σήκωσε το δεξί του χέρι με γροθιά.[16][17]
Το ρεκόρ του Μπίμον παραμένει η μεγαλύτερη βελτίωση ρεκόρ όχι μόνο στο αγώνισμα αλλά και σε όλα τα άλλα του στίβου. Ειδικά για το μήκος, ο Τζέσε Όουενς πήδηξε 8,13 μ. το 1935 διατηρώντας το ρεκόρ για 25 χρόνια βελτιώνοντάς το κατά 15 εκατοστά, ενώ στο διάστημα 1960–68 οι διαδοχικές βελτιώσεις προσέθεσαν άλλα 22 εκατοστά στην παγκόσμια επίδοση.[7][18][19] Ως παγκόσμιο ρεκόρ καταρρίφθηκε το 1991 από τον επίσης Αμερικανό Μάικ Πάουελ που πήδηξε 8,95 μέτρα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στις 30 Αυγούστου του 1991 στο Τόκιο.[14][20] Το ρεκόρ του Μπίμον εξακολουθεί να είναι Ολυμπιακό ρεκόρ, το μακροβιότερο στην ιστορία του στίβου.[21][22] Παραμένει ως μια από τις πιο εμβληματικές αθλητικές στιγμές που καταγράφηκαν στη σύγχρονη αθλητική ιστορία.[23][24]
Λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, έγινε Ντραφτ από τους Φοίνιξ Σανς στον 15ο γύρο του ντραφτ του ΝΒΑ του 1969 αλλά δεν αγωνίστηκε ποτέ σε παιχνίδι του ΝΒΑ. Συμμετείχε σε λίγους αγώνες μήκους μεταξύ 1970 και 1972, χωρίς να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο λέγοντας ότι είχε τραυματισμό στο πόδι. Στους αγώνες που συμμετείχε το 1972 δεν έπιασε το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 και τελικά αποσύρθηκε στα 26 του χρόνια.[25][26] Κατόπιν εργάστηκε σε διάφορους ρόλους για την προώθηση του αθλητισμού στους νέους. Το 1983 ήταν στους πρώτους που εισήχθησαν στο Ολυμπιακό Hall of Fame. Το 1999 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο The Man Who Could Fly.[5] Παρέμεινε ενεργός στο ολυμπιακό κίνημα ως πρέσβης των Special Olympics.[27]