Το μποταμότσι (ぼたもちή 牡丹餅) είναι ένα είδος βαγκάσι (Ιαπωνικό γλυκό), που δημιουργείται από ρύζι γλασέ, κανονικό Ιαπωνικό ρύζι (αναλογία 7:3, ή μόνο από ρύζι γλασέ), και γλυκιά πάστα αζούκι (κόκκινη πάστα φασολιών). Γίνονται αφού μουλιάσει κανείς το ρύζι για περίπου 1 ώρα. Το ρύζι μετά μαγειρεύεται, και μπάλες ρυζιού τυλίγονται εξωτερικά με μία στρώση από πάστα αζούκι. Τα μποταμότσι τρώγονται ως ιερό φαγητό ως προσφορά κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου στην Ιαπωνία.
Ένα άλλο όνομα αυτού του είδους γλυκίσματος είναι οχάγκι (ohagi , おはぎ), του οποίου η προέλευση και ο ορισμός του είναι αμφιλεγόμενος, αλλά μερικοί άνθρωποι λένε ότι [1] χρησιμοποιεί μια ελαφρώς διαφορετική υφή πάστας αζούκι αλλά κατά τα άλλα είναι σχεδόν πανομοιότυπα. Γίνεται το φθινόπωρο και μερικές παραλλαγές της συνταγής και στις δύο περιπτώσεις απαιτούν μια επικάλυψη αλεύρου σόγιας, που πρέπει να εφαρμοστεί στο οχάγκι μετά την πάστα αζούκι.
Τα δύο διαφορετικά ονόματα, λένε μερικοί άνθρωποι, [2] ότι προέρχονται από το Μποτάν (παιωνία), που ανθίζει την άνοιξη και το Χάγκι (ιαπωνικό θαμνώδες τριφύλλι ή Λεσπεδέζα), που ανθίζει το φθινόπωρο.
Το Μποταμότσι είναι το σύγχρονο όνομα για το πιάτο καϊμότσι (kaimochi) (かいもち), που αναφέρεται στο κείμενο της περιόδου Χεϊάν Uji Shūi Monogatari (宇治拾遺物語).
Η παροιμία τάνα κάρα μποταμότσι (Tana kara botamochi, 棚からぼたもち), κυριολεκτικά «ένα μποταμότσι πέφτει από ένα ράφι», σημαίνει «λαμβάνω ένα απροσδόκητο ποσό», «μου έπεσε το λαχείο», «έχω καλή τύχη».
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για ένα συγκεκριμένο μοτίβο σκευών Bizen με δύο, τρία ή πέντε στρογγυλά σημάδια, σαν να έμειναν στο πιάτο τα σημάδια από τις μικρές μπάλες κέικ ρυζιού. [3] [4]