Μπόρσο | |
---|---|
μαρκήσιος της Φερράρα | |
Περίοδος | 1450 - 1471 |
Προκάτοχος | Λεονέλλο |
Διάδοχος | Έρκολε Α΄ |
Γέννηση | 1413 Φερράρα |
Θάνατος | 20 Αυγούστου 1471 (58 ετών) |
Σύζυγος | Μαργαρίτα Γκοντζάγκα Μαρία Ιβρέας-Τρασταμάρα |
Οίκος | Έστε |
Πατέρας | Νικολό Γ΄ |
Μητέρα | Στέλλα ντε' Τολομέι |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μπόρσο, ιταλ. Borso, (1413 – 20 Αυγούστου 1471) από τον Οίκο των Έστε ήταν αρχικά μαρκήσιος και έπειτα δούκας της Φερράρα, της Μόντενα και του Ρέτζο (1450-1471).
Ο Μπόρσο ήταν ένας από τους νόθους γιους του Νικολό Γ΄ μαρκήσιου της Φερράρα και της Μόντενα και της ερωμένης του Στέλλα ντε' Τολομέι. Αμφιθαλείς, μεγαλύτεροι αδελφοί του ήταν ο Ούγκο και ο Λεονέλλο.
Ο πατέρας του είχε άλλους τρεις νόθους γιους από άλλες ερωμένες και τον Αλφόνσο Α΄ από την τρίτη σύζυγό του. O Ούγκο, που ήταν 26 έτη μεγαλύτερος του Αλφόνσου Α΄, ορίστηκε διάδοχος, αλλά κατηγορήθηκε για μοιχεία και αποκεφαλίστηκε. Έτσι τον διαδέχθηκε ο Λεονέλλο, που απεβίωσε το 1450 και τον διαδέχθηκε ο Μπόρσο ως μαρκήσιος της Φερράρα, της Μόντενα και του Ρέτζο.
Το επόμενο έτος έλαβε την επιβεβαίωση για τα φέουδά του από τον Φρειδερίκο Γ΄ των Αψβούργων. Το 1471 στη βασιλική του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη ορίστηκε δούκας από τον πάπα Παύλο Β΄.
Ακολούθησε επεκτατική πολιτική για την επικράτειά του και εξευγένισε την οικογένειά του. Γενικά ήταν σύμμαχος της Βενετίας και εχθρός του Φραγκίσκου Α΄ Σφόρτσα δούκα του Μιλάνου και των Μεδίκων της Φλωρεντίας. Η αντιπαράθεση οδήγησε αναπόφευκτα στη μάχη της Μολινέλλα. Οι υπήκοοί του τον εκτιμούσαν, εκτός από το εγχείρημα να δημιουργήσει ένα βουνό εκεί που δεν υπήρχε, μία τρέλα που τελικά εγκατέλειψε[1].
Η Αυλή του ήταν το κέντρο της Σχολής της Φερράρα στη ζωγραφική. Μέλη της ήταν ο Φραντσέσκο ντελ Κόσα, ο Έρκολε ντέι Ρομπέρτι και ο Κόζιμο Τούρα. Τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά έργα τους είναι οι νωπογραφίες (frescoes) στο παλάτσο Σκιφανόια και η Βίβλος του Μπόρσο ντ' Έστε. Επίσης ήταν ο προστάτης πολυάριθμων μουσικών, όπως του Πιετρομπόνο ντελ Κιταρρίνο, του Νικολό Τοντέσκο και του Μπλάζιο Μοντολίνο.
Αντίθετα από τον αδελφό του Λεονέλλο, είχε μικρή μόρφωση. Έβλεπε την Τέχνη με πραγματιστική θεώρηση, δηλαδή ως προπαγάνδα των πολιτικών του φιλοδοξιών[1] και ως την προβολή μίας εικόνας προσωπικής μεγαλοπρέπειας[2]. Αρεσκόταν να εμφανίζεται ως ο ιδεατός ηγεμόνας, όπως για παράδειγμα στη νωπογραφία του παλάτσο Σκιφανόια[2]. Η παραδοσιακή του εικόνα ως ενός μεγαλόψυχου προστάτη των Τεχνών, όπως αργότερα παρουσιάστηκε στο Μαινόμενο Ορλάνδο του Λουντοβίκο Αριόστο, είναι επίσης μία εξιδανικευμένη αναπαράσταση[1]. Ξόδευε υπερβολικά σε πολιτιστικά και σε θεάματα για την προώθηση της πολιτικής εικόνας του, ωστόσο τους καλλιτέχνες τους θεωρούσε ανάξιους προσοχής. Ένα εξέχον παράδειγμα αυτής του της συμπεριφοράς είναι η μεμψιμοιρία με την οποία αντιμετώπισε τον Φραντσέσκο ντελ Κόσα, που προτίμησε να εγκαταλείψει τη Φερράρα[3]. Η προσωπική του Βίβλος, που την παράγγειλε το 1455, είναι το πιο μεγαλειώδες εικονογραφημένο χειρόγραφο της Αναγέννησης[n 1] και ένα μυθικά δαπανηρό έργο τέχνης[5]: ο εικονογράφος Ταντέο Κριβέλλι ενεχυρίασε μέρη άλλων χειρογράφων που εκτελούσε για να βρει πόρους[6].
Δεν νυμφεύτηκε και απεβίωσε το 1471. Τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Αλφόνσος Α΄, γνήσιος γιος του πατέρα τους Νικολό Γ΄.
Το 1435 νυμφεύτηκε τη Μαργαρίτα Γκοντζάγκα, κόρη του Ιωάννη-Φραγκίσκου μαρκήσιου της Μάντοβα. Το 1439 η Μαργαρίτα απεβίωσε χωρίς να αποκτήσουν απογόνους.
Το 1444 ο Λεονέλλο νυμφεύτηκε, για δεύτερη φορά, τη Μαρία της Ιβρέας-Τρασταμάρα, νόθη κόρη του Αλφόνσου Ε΄ της Αραγωνίας και Α΄ της Νάπολης· δεν απέκτησαν απογόνους.