Μυκόπλασμα

Μυκόπλασμα
Μικρογραφία σε μεγέθυνση ×100 του είδους Mycoplasma haemofelis
Μικρογραφία σε μεγέθυνση ×100 του είδους Mycoplasma haemofelis
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Βακτήρια (Bacteria)
Συνομοταξία: Tenericutes (Τερενόχρωτα ?) ή Firmicutes
Ομοταξία: Mollicutes (Μαλακόχρωτα ?)
Τάξη: Μυκοπλασματώδη (Mycoplasmatales)
Οικογένεια: Μυκοπλασματοειδή (Mycoplasmataceae)
Γένος: Μυκόπλασμα (Mycoplasma)

Το Μυκόπλασμα (Mycoplasma) είναι γένος βακτηρίων που δεν διαθέτουν κυτταρικό τοίχωμα σε αντίθεση με τα κοινά βακτήρια. Χωρίς κυτταρικό τοίχωμα, είναι ανεπηρέαστα από πολλά κοινά αντιβιοτικά όπως η πενικιλίνη και τα αντιβιοτικά β-λακτάμης, τα οποία στοχοποιούν τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος. Μπορούν να είναι παρασιτικά ή σαπροφυτικά. Αρκετά είδη είναι παθογόνα για τον άνθρωπο με σημαντικότερο εκπρόσωπο το είδος M. pneumoniae που προκαλεί άτυπη πνευμονία και αναπνευστικές διαταραχές. Άλλο γνωστό στέλεχος είναι το M. genitalium, το οποίο θεωρείται ότι συμμετέχει σε φλεγμονώδεις νόσους της πυέλου. Το Μυκόπλασμα είναι ο γνωστότερος μονοκυτταρικός οργανισμός με διάμετρο μόλις 0,1 μm.1

Προέλευση του ονόματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιότερα τα μυκοπλάσματα είχαν ονομαστεί «Πλευροπνευμονιοειδείς Οργανισμοί (Pleuropneumonia-Like Organisms - PPLO)», όρος που παραπέμπει σε οργανισμούς παρόμοιους με τον αιτιολογικό παράγοντα της λοιμώδους πλευροπνευμονίας των βοοειδών (Contagious Bovine Pleuropneumonia - CBPP).
Το όνομα Μυκόπλασμα προέρχεται από την ελληνική λέξη «μύκητας» και «πλάσμα». To όνομα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον A.B. Frank το 1889 επειδή νόμιζε ότι επρόκειτο για μύκητες λόγω των κοινών χαρακτηριστικών τους με αυτούς. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι ο χαρακτηριστικός τρόπος ανάπτυξης του M. mycoides, παρόλο που μοιάζει με αυτών των μυκήτων, είναι αποκλειστικός σε αυτά τα είδη.1

Υπάρχουν πάνω από 100 ταυτοποιηθέντα είδη του γένους Mycoplasma, ένα από τα γένη της τάξης Mollicutes. Η τάξη Mollicutes είναι παρασιτικοί ή συμβιωτικοί οργανισμοί ανθρώπων, ζώων (συμπεριλαμβανομένων των εντόμων) αλλά και των φυτών. Αντίθετα το γένος Μυκόπλασμα εξ ορισμού περιορίζεται σε ξενιστές που ανήκουν στα σπονδυλωτά. Η χοληστερόλη είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του γένους Mycoplasma καθώς και για ορισμένα άλλα γένη της τάξης Mollicutes. Η βέλτιστη θερμοκρασία ανάπτυξης τους είναι συχνά η ίδια η θερμοκρασία του ξενιστή τους (π.χ. 37°C σε ανθρώπους) ή η θερμοκρασία του περιβάλλοντος εάν ο ξενιστής δεν είναι σε θέση να ρυθμίζει ο ίδιος την εσωτερική του θερμοκρασία.
Αρχικά το όνομα «Μυκοπλάσματα» αναφέρονταν σε όλα τα γένη της τάξης Mollicutes. Το όνομα «Mollicutes» προέρχεται από τις λατινικές λέξεις «mollis» (μαλακός) και «cutis» («χρως», «δέρμα»). Τα βακτήρια αυτά δεν έχουν κυτταρικό τοίχωμα και τη γενετική ικανότητα να συνθέτουν πεπτιδογλυκάνη1.
Η σειρά Mycoplasmatales περιλαμβάνει μια ολόκληρη οικογένεια, την Mycoplasmataceae, που περιλαμβάνει δύο γένη τα Mycoplasma και Ureaplasma1. Η ομάδα Ηominis περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα M. bovis, M. pulmonis, και M. hominis1.
Η ομάδα Pneumoniae περιλαμβάνει τα M. muris, M. fastidiosum, M. pneumoniae κ.α.1
Μελέτη 143 γονιδίων σε 15 είδη Μυκοπλάσματος προτείνει την ομαδοποίηση των ειδών του σε τέσσερις ομάδες:

  • M. pneumoniae
  • M. hyopneumoniae
  • M. mycoides
  • Bacillus-Phytoplasma1
  • M. gallisepticum
  • M. genitalium
  • M. hominis
  • M. hyopneumoniae
  • M. laboratorium
  • M. pneumoniae
  • M. haemofelis κ.α.

Το μέγεθος του Μυκοπλάσματος (0,2-0,8 μm) προσεγγίζει το μέγεθος των μεγαλύτερων ιών. Επειδή δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα παρουσιάζει ιδιαίτερη πλαστικότητα (πολυμορφισμός). Λόγω της ύπαρξης στερολών στην πρωτοπλασματική μεμβράνη το Mycoplasma είναι ευαίσθητο στους αντιμικροβιακούς παράγοντες. Το σχήμα του ποικίλλει ανάλογα με το είδος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος αλλά και το στάδιο αναπτύξεως που βρίσκεται. Στην εξωτερική επιφάνεια της μεμβράνης φέρει ειδικούς σχηματισμούς προσκόλλησης στα επιθήλια του αναπνευστικού ή του γεννητικού συστήματος3. Περιέχει DNA και RNA.

Το 1898 οι Nocard και Roux ανακοίνωσαν ότι επέτυχαν να καλλιεργήσουν τον αιτιολογικό παράγοντα της CBPP, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μια ιδιαίτερα σοβαρή νόσος των βοοειδών. Η ασθένεια οφείλονταν στον M. mycoides subsp. mycoides. Οι δύο επιστήμονες επέτυχαν έτσι την πρώτη απομόνωση Μυκοπλάσματος. Η καλλιέργεια του ήταν και εξακολουθεί να είναι δύσκολη λόγω των απαιτήσεων της ανάπτυξης τους.
Οι Nocard και Roux πραγματοποίησαν την απομόνωση εμβολιάζοντας σε έναν ημιδιαπερατό σάκο πνευμονικό υγρό από ένα μολυσμένο ζώο και τοποθετώντας αυτό το σάκο ενδοπεριτοναϊκά σε ένα ζωντανό κουνέλι. Μετά από δεκαπέντε με είκοσι ημέρες, το υγρό που βρισκόταν μέσα στο σάκο ήταν αδιαφανές λόγο της ανάπτυξης ενός μικροοργανισμού. Αυτός ο θολός ζωμός μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί για εμβολιασμό για δεύτερη ή/και τρίτη φορά και στη συνέχεια εισήχθη σε ένα υγιές ζώο προκαλώντας την ασθένεια. Η ασθένεια δεν αναπτύσσεται εάν το βιολογικό υλικό θερμανθεί. Βιολογικό υλικό που απομονώθηκε από το κουνέλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη του Μυκοπλάσματος in vitro χωρίς να απαιτείται ειδική κυτταροκαλλιέργεια1.

Πολλά από τα στελέχη των Μυκοπλασμάτων αναπτύσσονται σε ζωμό πεπτόνης εγχύσεως καρδιάς με 2% άγαρ, στον οποίο έχει προστεθεί περίπου 30% ανθρώπινο ασκιτικό υγρό ή ορός ζώου. Μετά από επώαση του ζωμού στους 37 βαθμούς Κελσίου για 48 με 96 ώρες, δεν παρουσιάζεται θολερότητα, αλλά σε χρώσεις Giemsa φυγοκεντρημένου ιζήματος φαίνονται στο μικροσκόπιο χαρακτηριστικές πολύμορφες δομές. Η καλλιέργεια του Μυκοπλάσματος σε στερεά θρεπτικά υλικά δίνει μικροσκοπικές αποικίες π.χ. μετά από καλλιέργεια 2-6 ημερών σε άγαρ ανιχνεύονται μεμονωμένες στρογγυλές αποικίες μεγέθους 20-500 μm και κοκκώδους επιφάνειας2.

Οι πρωτεΐνες που βρίσκονται στους μηχανισμούς προσκόλλησης του Μυκοπλάσματος (Ρ1 και Ρ30) είναι ιδιαίτερα αντιγονικές. Επιπλέον τα γλυκολιπίδια και οι λιποπρωτεΐνες της κυτταροπλασματικής του μεμβράνης έχουν και αυτά αντιγονικές ιδιότητες3.

Νόσοι που οφείλονται σε μυκοπλάσματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα παρασιτικά Μυκοπλάσματα μπορούν να μεταδοθούν αλλά είναι δυνητικά παθογόνα μόνο σε ένα είδος ξενιστή2.

Νόσοι του Μυκοπλάσματος στα ζώα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πλευροπνευμονία των βοοειδών.
  • Αγαλακτία των προβάτων και των αιγών.
  • Σοβαρές αναπνευστικές νόσοι στα πουλερικά2.

Νόσοι σε ανθρώπους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Μυκοπλάσματα έχουν καλλιεργηθεί από ανθρώπινους βλεννογόνους και ιστούς προερχόμενους από το αναπαραγωγικό, ουροποιητικό, πεπτικό και αναπνευστικό σύστημα. Μυκοπλάσματα κατοικούν φυσιολογικά στο ουροποιητικό σύστημα ιδιαίτερα στις γυναίκες. Συγκεκριμένα προκαλούν:

  • Ουρηθρίτιδα και προστατίτιδα.
  • Σαλπιγγίτιδα και φλεγμονώδη νόσο της πυέλου.
  • Μη βακτηριακή πνευμονία2.

Πολλές φυτονόσοι οφείλονται στα μυκοπλάσματα, όπως η υποανάπτυξη του καλαμποκιού2.

Τα στελέχη Μυκοπλασμάτων αν και είναι ανθεκτικά στις πενικιλίνες, τις κεφαλοσπορίνες και τη βανκομυκίνη αναστέλλονται από διάφορα αντιμικροβιακά όπως οι τετρακυκλίνες και οι ερυθρομυκίνες, οι οποίες αποτελούν και τα φάρμακα εκλογής στη μυκοπλασματική πνευμονία2.

Τα κυριότερα είδη Μυκοπλάσματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μυκόπλασμα της πνευμονίας (Mycoplasma pneumoniae) προκαλεί λοίμωξη στο αναπνευστικό σύστημα. Είναι παθογόνο μόνο για τον άνθρωπο και η μόλυνση επιτυγχάνεται με την εισπνοή μολυσμένων σταγονιδίων4.

Το Μυκόπλασμα, με τη μεσολάβηση της πρωτεΐνης Ρ1 της επιφάνειας του, όταν φθάσει στους βρόγχους προσκολλάται στο σιαλικό οξύ των ολιγοσακχαριτών που βρίσκονται στην επιφάνεια των κροσσωτών κυττάρων του βλεννογόνου, μπλοκάροντας τη λειτουργία των κροσσών και προκαλώντας το θάνατο των κυττάρων του βλεννογόνου. Ακολουθεί απόπτωση των κυττάρων του επιθηλίου και φλεγμονώδης αντίδραση των βρόγχων.
Στα άτομα που έχουν μολυνθεί το Μυκόπλασμα της πνευμονίας κυκλοφορεί στο σάλιο για αρκετές ημέρες πριν εμφανισθούν τα συμπτώματα. Η νόσος δεν αφήνει ισχυρή ανοσία, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί αναμόλυνση4.

Κλινικές εκδηλώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συχνότερο κλινικό σύνδρομο είναι η οξεία και η υποξεία τραχειοβρογχίτιδα, η οποία συνοδεύεται από συμπτώματα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Σε ποσοστό μικρότερο του 10% μπορεί να εκδηλωθεί ως άτυπος πνευμονία με χρόνο επώασης περίπου τις τρεις εβδομάδες. Το 10-20% όλων των πνευμονιών οφείλεται στο Μυκόπλασμα της πνευμονίας. Η νόσος υποχωρεί αυτόματα εντός 2-4 εβδομάδων. Όμως σε παιδιά και σε άτομα νεαρής ηλικίας μπορεί να προκαλέσει βρογχίτιδα, βρογχιολίτιδα, φαρυγγίτιδα και οξεία απόφραξη του λάρυγγα. Επιπλοκές που μπορεί να εμφανισθούν είναι η μέση ωτίτιδα, φυσαλιδώδης τυμπανίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, μυοκαρδίτιδα κ.α.4

Η παρατήρηση άμεσου παρασκευάσματος κλινικών δειγμάτων ύποπτων για Μυκόπλασμα της πνευμονίας δεν βοηθάει σημαντικά. Το Μυκόπλασμα δεν βάφεται με τη χρώση Gram και δεν καλλιεργείται στα κοινά θρεπτικά υλικά. Απαιτούνται ειδικά υλικά για την απομόνωση του με χρόνο επώασης 8-15 ημέρες. Η διάγνωση του θα βασισθεί στην ανεύρεση αντισωμάτων στον ορό του αίματος ή στην ανίχνευση του βακτηρίου με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR). Τα αντισώματα ανιχνεύονται με ανοσοενζυματικές μεθόδους μετά την δεύτερη εβδομάδα από την μόλυνση4.

Αν και η νόσος υποχωρεί αυτόματα εντός 2-4 εβδομάδων, η κατάλληλη θεραπεία μπορεί να συντομεύσει την πορεία της νόσου. Φάρμακα εκλογής είναι η ερυθρομυκίνη και η τετρακυκλίνη4.

Το M. hominis μπορεί να αποικίσει το κόλπο των γυναικών και να προκαλέσει πυρετό μετά τον τοκετό ή μετά από έκτρωση καθώς και φλεγμονώδη νόσο στην πυελική χώρα. Έχει απομονωθεί από το αμνιακό υγρό σε ποσοστό περίπου 30% των γυναικών με ενδοαμνιακές λοιμώξεις και έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με τις πρόωρες γεννήσεις νεογνών μικρότερων των 33 εβδομάδων. Το M. hominis ενοχοποιείται για τη μη ειδική ή βακτηριακή κολπίτιδα4.

Το M. genitalium έχει το μικρότερο γονιδίωμα από όλα τα βακτήρια. Έχει απομονωθεί από άνδρες με ουρηθρίτιδα και γυναίκες με τραχηλίτιδα. Το M. genitalium έχει απομονωθεί μαζί με το Μυκόπλασμα της πνευμονίας από τις εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος σε μικρό αριθμό ατόμων, αλλά ο ρόλος του στις λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος δεν πρέπει να είναι σημαντικός. Το M. genitalium αποτελεί έναν παθογόνο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο και όχι συμβιώντα μικροοργανισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ουρηθρίτιδα στους άνδρες και στις γυναίκες βλεννοπυώδη τραχηλίτιδα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει συχνά ασυμπτωματική ενδομητρίτιδα και πιθανόν λοίμωξη των σαλπίγγων με αποτέλεσμα έκτοπη κύηση ή στείρωση λόγω σαλπιγγίτιδας. Τέλος ευθύνεται και για την πυελική φλεγμονώδη νόσο στις γυναίκες4.

Το M. gallisepticum είναι ένα βακτήριο το οποίο ανήκει στην τάξη Mollicutes και στην οικογένεια Mycoplasmataceae. Είναι ο αιτιολογικός παράγων της χρόνιας αναπνευστικής νόσου στα κοτόπουλα και της λοιμώδους ιγμορίτιδας σε γαλοπούλες, κοτόπουλα, περιστέρια και άλλα πτηνά1.

Το M. gallisepticum μεταδίδεται μέσω των αυγών κότας. Τα περισσότερα σμήνη πτηνών δεν φέρουν το βακτήριο. Πιστεύεται ότι το στρες μειώνει την αντίσταση στην ασθένεια1.

Κλινικές εκδηλώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κλινικά συμπτώματα της μολυσματικής ιγμορίτιδας σε γαλοπούλες είναι υγρά μάτια και ρουθούνια ενώ μπορεί να υπάρξει και πρήξιμο στην περιοχή κάτω από τα μάτια. Τα κοτόπουλα μπορεί να μην έχουν εμφανή συμπτώματα, ή μπορεί να εμφανίσουν βήχα, δυσκολία στην αναπνοή, φτέρνισμα, πρήξιμο στο πρόσωπο, ένα αφρώδες έκκριμα στα μάτια μείωση στην κατανάλωση φαγητού. Η παραγωγή αυγών μπορεί να είναι πολύ κάτω από το φυσιολογικό, και μπορεί να υπάρξει και μείωση του σωματικού βάρους. Στα νεαρά πουλερικά, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν φτέρνισμα και άλλα, ενώ στα μεγαλύτερα πουλιά τα συμπτώματα μπορεί να περάσουν απαρατήρητα. Στις χειρότερες περιπτώσεις μπορεί να εμφανισθεί ρινικό έκκριμα, ή αφρώδες έκκριμα από τα μάτια1.

Δεν υπάρχει καμία γνωστή θεραπεία για τη μολυσματική ιγμορίτιδα, αλλά διάφορα αντιβιοτικά μπορεί να βοηθήσουν. Κάποια από αυτά είναι η ερυθρομυκίνη και η τυλοσίνη. Χορηγούνται είτε μέσω του φαγητού και του νερού, είτε με ενέσεις1.

Το M. ovipneumoniae απαντάται στα πρόβατα. Είναι ένα αναπνευστικό παθογόνο των προβάτων και των αιγών που μπορεί να προκαλέσει άτυπη πρωτογενή πνευμονία, αλλά και προδιάθεση για δευτερογενή πνευμονία με άλλους παράγοντες, όπως η Mannheimia haemolytica.
Υπάρχουν αρκετοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στην παθογένεια του βακτηρίου, συμπεριλαμβανομένων της μεταβολής δράσης των μακροφάγων, προκαλώντας έτσι την παραγωγή αυτοαντισωμάτων που προκαλούν ασθένειες στα πρόβατα και σε άλλα μικρά μηρυκαστικά. Το βακτήριο έχει επίσης τη δυνατότητα να ενεργεί ως παράγοντας προδιάθεσης για άλλες βακτηριακές και ιογενείς λοιμώξεις. Το M. ovipneumoniae μπορεί να βρεθεί εντός των πνευμόνων, της τραχείας, και της ρινικής κοιλότητας των μικρών μηρυκαστικών.
Τον Ιούλιο του 2007 ανακαλύφθηκε ότι το είδος αυτό του Μυκοπλάσματος ήταν υπεύθυνο για τους θανάτους ενός είδους αγρίου προβάτου στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρήθηκε ότι το παθογόνο πέρασε στο συγκεκριμένο άγριο είδος προβάτου από τα πρόβατα που εκτρέφονται σε φάρμες. Αν το M. ovipneumoniae εγκατασταθεί σε ένα πληθυσμό, είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθεί. Ωστόσο τα Μυκοπλάσματα είναι ασταθείς οργανισμοί οι οποίοι καταστρέφονται εύκολα μέσω της θερμότητας, της αφυδάτωσης, το φως του ήλιου και της δράσης κοινών απολυμαντικών. Ως εκ τούτου δεν επιβιώνουν για πολύ καιρό έξω από το σώμα του ζώου1.

Βιβλιογραφία - Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Jawetz E, Melnick J, Adelberg E. Ιατρική Μικροβιολογία - Τόμος B. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡ. ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ. ΑΘΗΝΑ 1985.
  2. Αντωνιάδης Α, Λεγάκης Ν, Μαυρίδης Α, Μανιάτης Α, Τσελέντης Ι. Ιατρική Μικροβιολογία. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Χ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2005, ISBN 960-399-333-6.
  3. Πόγγας Ν, Χαρβάλου Α. Ιατρική μικροβιολογία. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ. ΑΘΗΝΑ 2011, ISBN 978-960-210-577-1.