Η μόκα (αραβικά: موكا) ή μοκατσίνο (ιταλικά: mocaccino), είναι ένα ζεστό ρόφημα με γεύση σοκολάτας που αποτελεί παραλλαγή του λάτε (ιταλικά: latte)[1] και συνήθως σερβίρεται σε ποτήρι και όχι σε φλιτζάνι. Η ονομασία του προέρχεται από την πόλη Μούχα ή Μόκα[2] της Υεμένης, η οποία ήταν ένα από τα πρώτα κέντρα εμπορίου καφέ.[3]
Το όνομα «μόκα» προέρχεται από το λιμάνι Μούχα της Υεμένης, το οποίο έγινε γνωστό για το εμπόριο καφέ από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα,[4] και όπου εξάγονταν μικρές ποσότητες εκλεκτού καφέ που καλλιεργούνταν στους γύρω λόφους.[5] Λέγεται ότι οι πρώτοι που έφτιαξαν ρόφημα από εκείνον τον καφέ ήταν οι Υεμενίτες μοναχοί Σούφι.[6] Όταν η κουλτούρα του καφέ εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν «μόκα» τον καφέ που εισήγαν από την Αραβία, αν και ο καφές από την Υεμένη ήταν σπάνιος και συχνά αναμειγνύονταν με ποικιλίες από την Αβησσυνία. Αργότερα, ο καφές που εισαγόταν από το Μαλαμπάρ και τις Δυτικές Ινδίες κυκλοφόρησε επίσης στο εμπόριο ως «μόκα».[5][7] Η υεμενική αυτή ποικιλία κυκλοφορεί ακόμα στην αγορά.[8][9]
Το ρόφημα που σήμερα ονομάζεται «μόκα», ωστόσο, περιέχει και σοκολάτα και κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό είναι αποτέλεσμα σύγχυσης που προκαλείται από τη σοκολατένια γεύση που έχει συχνά ο καφές της Υεμένης.[10] Η σοκολάτα συνδυάστηκε με τον καφέ μετά την εισαγωγή του ροφήματος σοκολάτας στην Ιταλία τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, πριν από το 1900, η λέξη «μόκα» αναφερόταν στον καφέ της Υεμένης και η σημασία της άρχισε να αλλάζει γύρω στις αρχές του 20ού αιώνα με την εμφάνιση συνταγών όπως γλυκών που συνδύαζαν σοκολάτα και καφέ. Το 1920 κυκλοφόρησε μια συνταγή «κρύας μόκας» με συστατικά το γάλα, τον καφέ και το κακάο.[10]
Όπως ο λάτε, έτσι και η μόκα βασίζεται στον εσπρέσο και το ζεστό γάλα, αλλά με πρόσθετο άρωμα σοκολάτας και γλυκαντικό, συνήθως σκόνη κακάο και ζάχαρη. Πολλές ποικιλίες χρησιμοποιούν σιρόπι σοκολάτας, ενώ άλλες μπορεί να περιέχουν μαύρη σοκολάτα ή σοκολάτα γάλακτος.
Η μόκα, στη βασική της μορφή, είναι στην ουσία ζεστή σοκολάτα με (ένα σφηνάκι) εσπρέσο. Όπως και το καπουτσίνο, η μόκα συνήθως συνοδεύεται από τον χαρακτηριστικό αφρόγαλα στην επιφάνειά της. Άλλοτε, σερβίρεται με σαντιγί, όπως η ζεστή σοκολάτα, και κανέλα ή κακάο σε σκόνη.[11]
Μια παραλλαγή είναι η λευκή μόκα, που γίνεται με λευκή σοκολάτα αντί για σοκολάτα γάλακτος ή μαύρη.[12] Υπάρχουν επίσης παραλλαγές του ροφήματος που αναμειγνύουν τις δύο γεύσεις.
Μια άλλη παραλλαγή είναι το μοκατσίνο, ένα σφηνάκι διπλό εσπρέσο είτε με αφρόγαλα και σκόνη κακάο είτε με σοκολατούχο γάλα. Τόσο το μοκατσίνο όσο και η μόκα μπορεί να περιέχουν σιρόπι σοκολάτας, σαντιγί και κανέλα, μοσχοκάρυδο ή νιφάδες σοκολάτας.[13]
Η περιεκτικότητα της μόκας σε καφεΐνη είναι περίπου 430 mg/L.[14]
«Μόκα» (ιταλικά: Moka) αποκαλείται και το ειδικό αλουμινένιο μπρίκι για εσπρέσο που επινόησε ο Λουίτζι Ντε Ποντ στην Ιταλία του Μεσοπολέμου.[6]
Στην Ελλάδα, συχνά η λέξη «μόκα» αναφέρεται σε οποιοδήποτε παρασκεύασμα (συνήθως γλυκό ή παγωτό) περιέχει οποιοδήποτε είδος καφέ.[15][16][17] Τέλος, η λέξη μπορεί να αναφέρεται και στο βαθύ καφέ χρώμα που θυμίζει το ρόφημα.[18][19]