Το λιοντάρι και το ποντίκι, εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ, 1876 | |
Συγγραφέας | Ζαν ντε Λα Φονταίν |
---|---|
Τίτλος | Fables de La Fontaine Chwedlau La Fontaine |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1668 |
Μορφή | αλληγορικός μύθος ποιητική συλλογή |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Οι μύθοι του Λα Φονταίν (γαλλικός τίτλος: Fables de La Fontaine) είναι τρεις συλλογές με 243 αλληγορικούς μύθους που εκδόθηκαν από τον Ζαν ντε Λα Φονταίν μεταξύ 1668 και 1694. Τα θέματα των περισσότερων μύθων είναι εμπνευσμένα κυρίως από τους μύθους του Αισώπου, του Βαβρία και του Φαίδρου, που ο Λα Φονταίν διασκεύασε και προσάρμοσε σε γαλλικό ελεύθερο στίχο. Παρουσιάζουν ανθρωπόμορφα ζώα και περιέχουν συνήθως ένα ηθικό δίδαγμα (παρουσιάζεται στην αρχή ή στο τέλος του ποιήματος). [1]
Κυκλοφόρησαν με τον γενικό τίτλο Μύθοι σε πολλούς τόμους από το 1668 έως το 1694 και θεωρούνται κλασικό έργο της γαλλικής λογοτεχνίας.
Πρότυπο της κλασικής γαλλικής γλώσσας, διηγήσεις σκωπτικές, χιουμοριστικές, αυτοί οι μύθοι αρχικά απευθύνονταν σε ενήλικες, αλλά από τις αρχές του 18ου αιώνα χρησιμοποιήθηκαν ως διδακτικό βοήθημα από τους Ιησουίτες, το κύριο διδακτικό σώμα στη Γαλλία μέχρι το 1763, και από οικοδιδάσκαλους, στη συνέχεια και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα εισήχθησαν στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, στο δημοτικό σχολείο.[2]
Οι Μύθοι χωρίζονται σε 12 βιβλία, που εκδόθηκαν σε τρεις συλλογές. Ποικίλλουν σε μήκος από μερικές γραμμές έως μερικές εκατοντάδες, αυτοί που γράφτηκαν αργότερα είναι κατά κανόνα μεγαλύτεροι από εκείνους που γράφτηκαν παλαιότερα.[3]
«Χρησιμοποιώ ζώα για να διδάξω τους ανθρώπους», έγραψε ο Λα Φονταίν. Το λιοντάρι αντιπροσωπεύει τη δύναμη του βασιλιά, η γάτα τον υποκριτή, η αλεπού τον πονηρό. Βασικοί χαρακτήρες των μύθων, τα ζώα μιλούν και ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Ο Λα Φονταίν τα απεικονίζει με εκφραστικές λεπτομέρειες (το «αδύνατο κορμί» του λύκου, το «γυμνό κολάρο» του σκύλου, το «μακρύ ράμφος με μακρύ λαιμό» του πελαργού, κ.λπ. ).
Όλα είναι παρόντα: άγρια και οικόσιτα ζώα, μεγάλα και μικρά θηρία, ευγενικά (γάιδαρος, αρνί) και άγρια (λιοντάρι, λύκος κ.λπ.). Αλλά ο Λα Φονταίν δεν επεδίωξε να γράψει μια εγκυκλοπαίδεια για τον κόσμο των ζώων (το κοράκι δεν τρώει τυρί και ο τζίτζικας δεν τραγουδάει!): αυτό που έχει σημασία για αυτόν είναι να δώσει ζωντάνια και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλία στο σύμπαν του.[5]
Ο Λα Φονταίν απεικονίζει ένα ευρύ πανόραμα της κοινωνίας της εποχής του, παρουσιάζει τόσο τους μεγάλους (τον βασιλιά και τους αυλικούς) όσο και τους μικρούς (αγρότες, τεχνίτες), με αναφορές και υπαινιγμούς στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του.[1]
Συχνά επικρίνει τον βασιλιά: ενσαρκωμένος από το λιοντάρι, είναι περήφανος, παντοδύναμος και συχνά άδικος. Η σκληρότητά του προκαλεί φόβο (Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού) αν και μερικές φορές παρουσιάζεται γενναιόδωρος (Το λιοντάρι και ο αρουραίος).
Το πορτρέτο των αυλικών είναι ακόμα πιο αρνητικό: περιγράφονται ως παράσιτα, «μηχανικοί των απατηλών» (Ο ποιμένας και ο βασιλιάς), κόλακες (Η αλεπού στην αυλή των λιονταριών και Το άρρωστο λιοντάρι και η αλεπού).
Παρόντες και οι άνθρωποι της υπαίθρου: ξυλοκόποι, βοσκοί και φτωχοί αγρότες εμφανίζονται συχνά στους μύθους. Ο θάνατος και ο ξυλοκόπος δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της ζωής των αγροτών τον 17ο αιώνα.[7]
Ο θάνατος είναι σημαντικό θέμα στους μύθους. Γενικά παρουσιάζεται ως αναπόφευκτος, κατάσταση της ίδιας της φύσης. Ο Λα Φονταίν γράφει σχετικά: «Ο θάνατος δεν εκπλήσσει τον σοφό, είναι πάντα έτοιμος να φύγει». Θα πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως μια απλή τυπικότητα: «Όταν έρθει η ώρα να πάω να βρω τους νεκρούς, θα έχω ζήσει χωρίς έγνοιες και θα πεθάνω χωρίς τύψεις», γράφει στο Όνειρο ενός κατοίκου της Μογγολίας. Η σοφία συνίσταται στο να μην ανησυχεί κανείς για τον θάνατό του και να απολαμβάνει τη ζωή στο έπακρο.
Στους μύθους ενοχοποιούνται πολλά ανθρώπινα ελαττώματα. Αν και τα ζώα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, η παρατήρηση του Λα Φονταίν επικεντρώνεται στον άνθρωπο, τη ματαιοδοξία του (Ο βάτραχος που ήθελε να είναι μεγάλος σαν βόδι), τη φιλαργυρία, την υποκρισία (το Κοράκι και η Αλεπού).
Συχνά καταγγέλλει τους νόμους και την κατάχρηση εξουσίας και λυπάται που οι ισχυροί και οι πλούσιοι είναι πάντα οι ισχυρότεροι. Η ηθική του Λύκου και του αρνιού είναι ξεκάθαρη: «Ο λόγος του ισχυρότερου είναι πάντα ο καλύτερος.»[8]
Οι Μύθοι του Λα Φονταίν έχουν μεταφραστεί πολλές φορές στα ελληνικά από το 1850.[9]
|