Νάιντχαρτ φον Ρόυενταλ | |
---|---|
Απεικόνιση του Νάιντχαρτ φον Ρόυενταλ σε χειρόγραφο γύρω στο 1310 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Neidhart von Reuental (Γερμανικά) |
Γέννηση | 1180 Δουκάτο της Βαυαρίας |
Θάνατος | 1247 Αυστρία |
Τόπος ταφής | Καθεδρικός Ναός Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη |
Χώρα πολιτογράφησης | Δουκάτο της Βαυαρίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Μέση άνω γερμανική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στιχουργός συνθέτης[1] ποιητής |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νάιντχαρτ φον Ρόυενταλ (γερμανικά:Neidhart von Reuental, πρώτο μισό του 13ου αιώνα) ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής και μουσικός, ένας από τους πιο διάσημους ερωτοτραγουδιστές της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα. Με 132 τραγούδια του που σώζονται, κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό σωζόμενων στίχων από κάθε άλλο λυρικό ποιητή. Τα πολλά αντίγραφα υποδηλώνουν τη μεγάλη δημοτικότητα και την ευρεία διάδοση των τραγουδιών του μέχρι τον 15ο και 16ο αιώνα. Επιπλέον, και σε αντίθεση με τους συγχρόνους του, έχουν διατηρηθεί πολλές μελωδίες σε χειρόγραφα με τα τραγούδια του. [2]
Οι στίχοι του Νάιντχαρτ είναι εξαιρετικά καινοτόμοι: κατά την περίοδο της παρακμής του αυλικού ερωτικού τραγουδιού, εισήγαγε αγροτικούς χαρακτήρες, οι οποίοι συχνά παρουσιάζονται σε σύγκρουση με την τάξη των ιπποτών. Και οι δύο τάξεις παρωδούνται. Τα τραγούδια του χωρίζονται παραδοσιακά σε «καλοκαιρινά» και «χειμερινά» και αναφέρονται στις προσπάθειες ενός ιππότη να κατακτήσει μια κοπέλα του χωριού, καταστάσεις που αντιμετωπίζονται σατιρικά. Αλλά υπάρχουν και τραγούδια που δεν εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες, τα οποία θεωρούνται ως έργα μεταγενέστερων μιμητών.[3]
Παρά τη διαρκή δημοτικότητα των τραγουδιών του, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Νάιντχαρτ κατάγονταν από την τάξη των ιπποτών. Γεννημένος στη Βαυαρία γύρω στο 1180, η ακμή του ως ποιητής και μουσικός ήταν μεταξύ 1210 και 1237. Στοιχεία της βιογραφίας του, καθώς και τα ονόματα των προστατών του, αντλούνται από τα τραγούδια που συνέθεσε. Για παράδειγμα, σε ένα περιγράφει την εισβολή του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Χοενστάουφεν στη Βιέννη για να ειρηνεύσει τον εξεγερμένο Αυστριακό δούκα Φρειδερίκο Β΄ της Αυστρίας, στην αυλή του οποίου εργάζονταν ο Νάιντχαρτ, γεγονός που καθιστά δυνατή την ακριβή χρονολόγηση του τραγουδιού το 1237.[4]
Το όνομα ή η καταγωγή του δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Στα μεσαιωνικά χειρόγραφα, αναφέρεται ως «Nithart». Γερμανοί ποιητές του 15ου αιώνα τον αναφέρουν ως Νάιντχαρτ, αλλά πολλοί μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται για ψευδώνυμο. Σε μερικά από τα ποιήματά του εμφανίζεται η φράση der von Reuental («αυτός από το Ρόυενταλ»), αλλά τέτοια γεωγραφική περιοχή δεν υπάρχει και οι μελετητές τείνουν να θεωρούν ότι το von Reuental πρέπει να ερμηνευθεί ως ποιητική μεταφορά («από την κοιλάδα των δακρύων / θλίψης»), ένα είδος μελαγχολικής «υπογραφής» του ποιητή.
Με το όνομα του Νάιντχαρτ, σώζονται περίπου 1500 στροφές σε 132 ποιήματα, 55 από τα οποία με μελωδία, αν και μόνο τα 17 κείμενα που διατηρούν τη μουσική του θεωρούνται πλέον αυθεντικά. Πολλοί από τους στίχους περιγράφουν χορούς ή καλούν τους ακροατές να χορέψουν. Τα τραγούδια του δεν απευθύνονταν στο κοινό του χωριού, αλλά σε αυλικό περιβάλλον, προς τέρψη του ιπποτικού κοινού. [5]
Τα τραγούδια του Νάιντχαρτ κατατάσσονται, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά, σε δύο κατηγορίες, τα «καλοκαιρινά», που αναφέρονται στις προσπάθειες ενός ιππότη να κατακτήσει μια κοπέλα του χωριού και τα «χειμερινά», συνήθως πιο σατιρικά, περιγράφουν έναν χορό σε αγροικία, γελοιοποιούν τους αδέξιους νεαρούς αγρότες που είναι οι αντίζηλοι του ιππότη και συχνά τελειώνουν με καυγά. Όλα αρχίζουν με την περιγραφή της φύσης. Αν και οι όροι προτάθηκαν από Γερμανούς μελετητές τον 19ο αιώνα, η διάκριση είναι ήδη εμφανής στην ομαδοποίηση των τραγουδιών από τον 15ο αιώνα, επίσης τα δύο είδη αντιπαραβάλλονται θεματικά και δομικά.[6]
Τα τραγούδια του αντιπροσωπεύουν μια ρήξη με το παραδοσιακό ερωτικό τραγούδι και έχουν θέματα εξαιρετικά διαφορετικά από τους στίχους των άλλων αυλικών ποιητών. Το ποιητικό ύφος του, που κατατάχθηκε με τον παράδοξο όρο «αυλική ποίηση του χωριού», χαρακτηρίζεται από μια σατιρική απεικόνιση της ζωής του χωριού μέσα από τα μάτια ενός ευγενούς ιππότη. Ενώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας ερωτευμένος ιππότης - τυπικό θέμα των ερωτοτραγουδιστών στα πλαίσια του αυλικού έρωτα- το σκηνικό, αντί να είναι η πριγκιπική αυλή, είναι το μεσαιωνικό χωριό. Ο δυστυχισμένος ιππότης ερωτεύεται μια κοπέλα του χωριού, την οποία δεν μπορεί να κατακτήσει, και ο λόγος είναι είτε η παρέμβαση της μητέρας του κοριτσιού είτε ο ανταγωνισμός με νεαρούς χωρικούς, που ντύνονται σαν αυλικοί και συμπεριφέρονται με καλούς τρόπους για να εντυπωσιάσουν το κορίτσι. Το αποτέλεσμα είναι χιουμοριστικό και σατιρικό, αντιπαραβάλλει την αυλή με το χωριό, και σατιρίζει με χονδροειδές χιούμορ τόσο τις αυλικές συμβάσεις όσο και τις κοινωνικές προσδοκίες των χωρικών. [5]
Ο Νάιντχαρτ συχνά έχει δραματικό, και μερικές φορές έντονα κοινωνικό τόνο στα τραγούδια του. Έτσι, στο χειμωνιάτικο τραγούδι Θρηνώ για τα λουλούδια (Ich claghe de blomen), [7]ο ιππότης παραπονιέται για τη φτώχεια και στρέφεται στον άρχοντα ζητώντας να τον απαλλάξει από υπέρογκους φόρους. Το καλοκαιρινό τραγούδι Το λιβάδι είναι ήδη πράσινο (Ez gruonet wol diu heide), που αντιτίθεται στις Σταυροφορίες, μιλά για τη νοσταλγία και τον φόβο των ιπποτών μήπως δεν ξαναδούν την πατρίδα τους και εκφράζει το ερώτημα μήπως θα ήταν πιο σοφό να μείνουν στο σπίτι αντί να πολεμούν σε ξένες χώρες.
Οι μεταγενέστεροι ανώνυμοι μιμητές του ύφους του Νάιντχαρτ ονομάζονται συλλογικά από τους μελετητές «Ψευδο-Νάιντχαρτ». Ένα από τα πιο γνωστά τους έργα είναι Ο καιρός του Μάη (Meienzît)[8], το οποίο ξεκινά με μια περιγραφή ειρηνικών σκηνών της άνοιξης, αλλά σύντομα μετατρέπεται σε επίθεση κατά των εχθρών και αρκετών φίλων που «πρόδωσαν» τον ποιητή. Ταυτόχρονα, οι πολυάριθμοι μιμητές του πιθανότατα ενσωμάτωσαν στα νέα τους ποιήματα τις πρωτότυπες μελωδίες του (με διασκευές, που ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική εκείνη την εποχή).
Τα έργα του Νάιντχαρτ συνέχισαν να είναι γνωστά πολύ μετά τον θάνατό του. Λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς του, έγινε ο ίδιος πρωταγωνιστής κωμικών ιστοριών στο τέλος του 15ου αιώνα, μεταμορφώθηκε στον θρυλικό «Νάιντχαρτ Αλεπού», ένας φανταστικός ιππότης που διακωμωδούσε και εξαπατούσε επανειλημμένα τους χωρικούς με τις φάρσες του. Σκηνές από τα τραγούδια του αναπαραστάθηκαν στις εικαστικές τέχνες, με ξυλογραφίες, τοιχογραφίες και σκαλιστά ανάγλυφα.[9]