Η Νάπατα ή και Ναπάτα ήταν μια πόλη-κράτος στη δυτική πλευρά του Νείλου, στην τοποθεσία της σημερινής πόλης του Σουδάν Καρίμα.
Η Νάπατα ιδρύθηκε από το Τούθμωσι Γ΄ τον 15ο αιώνα π.Χ. μετά την κατάκτηση από αυτόν της Νουβίας. Το κοντινό Γκέμπελ Μπαρκάλ τέθηκε ως το νοτιότερο σύνορο του Νέου Βασιλείου της αρχαίας Αιγύπτου.
Το 1075 π.Χ. οι Αρχιερέας του Άμμωνα στις Θήβες έγινε τόσο ισχυρός ώστε να περιορίσει την εξουσία του Φαραώ Σμένδι της εποχής μετά του Ραμεσσίδες της 21ης Δυναστείας στην Άνω Αίγυπτο. Αυτή ήταν η αρχή της Τρίτης μεταβατικής περιόδου (1075-664 π.Χ.). Ο κατακερματισμός της εξουσίας στην Αίγυπτο επέτρεψε στους Νουβίους να ξανακερδίσουν αυτόνομία. Ίδρυσαν το Βασίλειο του Κους, το οποίο είχε κέντρο τη Νάπατα.
Το 750 π.Χ. η Νάπατα ήταν μια ανεπτυγμένη πόλη, ενώ η Αίγυπτος υπέφερε από πολιτική αστάθεια. Ο Κάστα που στα Αιγυπτιακά σημαίνει «ο Κουσίτης», το εκμεταλλεύτηκε αυτό, και επιτέθηκε στην Άνω Αίγυπτο. Την πολιτική του αυτή ακολούθησαν και οι διάδοχοι του Πιύ και Σαμπακά (721–707 π.Χ.), ο οποίος τελικά έθεσε όλοι την Κοιλάδα του Νείλου υπό Κουσιτικό έλεγχο στο δεύτερο χρόνο της βασιλείας του. Γενικά, οι Κουσίτες βασιλείς κυβέρνησαν την Άνω Αίγυπτο για περίπου έναν αιώνα και όλη την Αίγυπτο για περίπου 57 χρόνια, από το 721 ως το 664 π.Χ. Αποτέλεσαν την 25η Δυναστεία, σύμφωνα με τα Αιγυπτιακά του Μανέθωνα.
Η επανενωμένη Αιγυπτιακή Αυτοκρατορία υπό τη 25η Δυναστεία ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε υπάρξει από το Νέο Βασίλειο, και μπήκε σε περίοδο αναγέννησης[1]. Η θρησκεία, τέχνες, και αρχιτεκτονική αποκαταστάθηκαν στις μορφές και μοτίβα του Παλαιού, Μέσου και Νέο Βασιλείου. Φαραώ όπως ο Ταχάρκα έχτισαν ή αναστύλωσαν ναούς και μνημεία σε όλο το Νείλο, συμπεριλαμβανομένων των Μέμφις, Καρνάκ, Κάουα, Γκέμπελ Μπαρκάλ και αλλού[2].
Η βασιλεία του Ταχάρκα και εκείνη του διαδόχου του, ξαδέλφου του Τανταμανί, είχαν συνεχείς αψιμαχίες με τη Νεό-Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Περίπου το 670 π.Χ., ο αυτοκράτορας Εσαρχαδών (681–669 π.Χ.) κατέκτησε την Κάτω Αίγυπτο, αλλά επέτρεψε στα τοπικά βασίλεια να συνεχίσουν να υπάρχουν προκειμένου να τους έχει ως συμμάχους εναντίον των Κουσιτών ηγεμόνων της Άνω Αιγύπτου, τα οποία είχαν δεχτεί με διστακτικότητα.
Όταν ο Ασσουρμπανιπάλ διαδέχτηκε τον Εσαρχαδών, ο Ταχάρκα έπεισε κάποιους ηγεμόνες της Κάτω Αιγύπτου να χαλάσουν τη σχέση τους με τους Ασσυρίους. Όμως, ο Ασσουρμπανιπάλ υπερκέρασε τη συμμαχία και εξόρισε τους Αιγύπτιους ηγέτες στην πρωτεύουσα του, τη Νινευή. Διόρισε τον Λίβυο αρχηγό Νεχώ ηγεμόνα της Μέμφιδος και της Σάιδος. Ο Νεχώ Α΄ έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Εικοστής έκτης Δυναστείας (664–525 π.Χ.) της Αιγύπτου, η οποία είναι επίσης γνωστή ως Σαϊτική Δυναστεία.
Το 664 π.Χ. οι Ασσύριοι έδωσαν το τελικό χτύπημα, λεηλατώντας τις Θήβες και τη Μέμφιδα. Την ίδια χρονικά, πέθανε ο Ταχάρκα. Ο νέος Κουσίτης βασιλιάς, ο Ταναταμανί (664–653 π.Χ.), σκότωσε τον Νεχώ Α΄ επίσης την ίδια χρονιά όταν ο τελευταίος προσπάθησε να εισβάλει στην Κάτω Αίγυπτο. Όμως, ο Τανταμανί δεν μπόρεσε να νικήσει τους Ασσυρίους, οι οποίοι στήριξαν το γιο του Νεχώ Ψαμμήτιχο Α΄. Ο Τανταμανί τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια του να κατακτήσει την Κάτω Αίγυπτο και υποχώρησε στη Νάπατα. Όμως, η εξουσία του στην Άνω Αίγυπτο είχε αναγνωριστεί ως το 8ο έτος της βασιλείας του στις Θήβες (656 π.Χ.), όταν ο Ψαμμήτιχος Α΄ έστειλε στόλο στην Άνω Αίγυπτο και πέτυχε να θέσει όλη την Αίγυπτο υπό τον έλεγχό του.
Η 25η Δυναστεία τελείωσε με τους ηγεμόνες της να υποχωρούν στη Νάπατα. Ήταν εκεί (στο Ελ Κούρου και στο Νούρι) που θάφτηκαν όλοι οι φαραώ της 25ης Δυναστείας στις πρώτες πυραμίδες που «είδε» η Κοιλάδα του Νείλου από την εποχή του Μέσου Βασιλείου και μετά[3][4][5].
Η δυναστεία της Νάπατα συνέχισε να κυβερνάει το Κουσιτικό κράτος, το οποίο ήκμασε στη Νάπατα και τη Μερόη για τουλάχιστον μέχρι το 2ο αιώνα μετά Χριστόν.
Η Νάπατα παρέμεινε το κέντρο του Βασιλείου του Κους για ακόμα δύο γενιές, από τη δεκαετία το 650 ως τη δεκαετία του 590 π.Χ. Η οικονομία της ήταν κυρίως βασισμένη στο χρυσό, με την 26η Δυναστεία να είναι ένας σημαντικός οικονομικός σύμμαχος.
Η αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γραπτά, και άλλες καλλιτεχνικά και πολιτισμικά μοτίβα ήταν της Κουσιτικής τεχνοτροπίας. Τηρούνταν τα αιγυπτιακά ταφικά έθιμα, συμπεριλαμβανομένης και της ανέγερσης πυραμίδων. Επίσης, λατρεύονταν πολλές αρχαίες αιγυπτιακές θεότητες. Ο πιο σημαντικός θεός ήταν ο Άμμων, μια Θηβαϊκή θεότητα, και ο Ναός του Άμμωνα ήταν ο πιο σημαντικός στη Νάπατα, στους πρόποδες του Γκέμπελ Μπαρκάλ[6]
Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Αχαιμενίδες, ή Νάπατα έχασε την οικονομική της επιρροή. Η περιοχή της Νάπατα αποξηράνθηκε, οδηγώντας σε λιγότερη κτηνοτροφία και γεωργία. Μια επιδρομή των Αχαιμενιδών το 591 π.Χ. επηρέασε σημαντικά τη Νάπατα, η οποία έχασε το ρόλο της ως οικονομικό κέντρο από τη Μερόη. Το νησί της Μερόης και η χερσόνησος που σχημάτιζε ο Νείλος με τον ποταμό Αλμπάραχ, ήταν πλούσια σε σίδηρο, που ήταν κύριος πόρος πλούτου. Τελικά η Μερόη έγινε η πρωτεύουσα του Βασιλείου των Κους, οδηγώντας στην εγκατάλειψη της Νάπατα.
Το 23 π.Χ., ο Κυβερνήτης της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, εισέβαλε στο Βασίλειο των Κους μετά από μια αρχική επίθεση στη βασίλισσα της Μερόης, και ισοπέδοσε εκ θεμελίων τη Νάπατα[7].