Ο νάρθηκας ή πρόναος αποτελεί το τρίτο μέρος ενός χριστιανικού ναού, μετά το ιερό βήμα και τον κυρίως ναό, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο, όπου και είναι ο πρώτος χώρος για τον εισερχόμενο.[1] Πρόκειται για μικρού μήκους χώρο με πλάτος σχεδόν το πλάτος του ναού. Είναι το μέρος εκείνο που κατά την αρχαία Εκκλησία στέκονταν οι κατηχούμενοι, οι μετανοούντες, οι υποπίπτοντες και οι προσκλαίοντες πιστοί.
Η πρωτοτυπία του νάρθηκα ξεκίνησε από τον πρόναο των αρχαίων ελληνικών ναών που υιοθετήθηκε από τους χριστιανούς και έλαβε τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα ρυθμού Βασιλικής, κυρίως από του 5ου αιώνα που γενικεύθηκε στον μεσογειακό χώρο τον 6ο αιώνα. Η ονομασία ίσως να προέρχεται από την ομοιότητα του σχήματος προς το φυτό νάρθηκα. Δεν αποκλείεται επίσης να έχει σχέση, εκ της ομοιότητας του χώρου, προς τους νάρθηκες, τα λεγόμενα ομοίως, στενόμακρα κιβωτίδια, που κατασκευάζονταν από τον κορμό του φυτού και χρησίμευαν για τη φύλαξη φαρμάκων ή μύρων.
Σήμερα που δεν υπάρχουν ενήλικοι κατηχούμενοι ο χώρος αυτός χρησιμεύει περισσότερο προς πώληση χριστιανικών βιβλίων, ή δωρεάν διάθεση ομοίως καθώς και εικονισμάτων. Στους νεότερους ναούς ο χώρος αυτός δεν υφίσταται και η είσοδος είναι απ΄ ευθείας στον κυρίως ναό. Έτσι τα παγκάρια του ναού, στα οποία πωλούνται λαμπάδες, βιβλία, αφιερώματα κλπ., πίσω από τα οποία στέκονται οι επίτροποι, ο νεωκόρος και οι άλλοι εργαζόμενοι στο ναό, σήμερα βρίσκονται δεξιά της εισόδου στον κυρίως ναό. Στις παλαιότερες εκκλησίες (ναούς) όπου υφίσταται νάρθηκας αυτός επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μια ευρύχωρη θύρα και σε πολλές περιπτώσεις με άλλες δύο μικρότερες πλαϊνές. Η έξοδος προς τον αύλειο χώρο γίνεται με μεγάλη κεντρική θύρα.
Η κεντρική θύρα του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη λεγόταν Βασιλική ή Αυτοκρατορική επειδή ακριβώς από αυτή εισέρχονταν μόνο οι Αυτοκράτορες.